Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Canavaccio Κείμενα περί της ηδονιστικής δρόγης ~ Η κάνναβη στην Ελλάδα κ.α *Τα πάντα όλα!

Η ιστορία της κάνναβης στην Ελλάδα
To βιβλίο “Canavaccio / Κείμενα περί της ηδονιστικής δρόγης” παρουσιάζει την ιστορία της κάνναβης στην Ελλάδα, όταν η καλλιέργειά της ήταν νόμιμη, το κράτος τη φορολογούσε  και εκανε μέχρι και εξαγωγές προς άλλες χώρες. Κείμενα και ρεπορτάζ του Τύπου από το 1893 μέχρι το 1960+, καταγράφουν την πλατιά διάδοση της χασισοποσίας σ’ ένα κομμάτι της κοινωνίας, στις φυλακές, στους τεκέδες –που η λειτουργία τους είχε εξαπλωθεί σ’ όλη τη χώρα– και σκιαγραφούν το χαρακτήρα του χασικλή με τα μελανότερα χρώματα...

CANAVACCIO - "Κείμενα περί της ηδονιστικής δρόγης"
Πρώτη έκδοση: Ιούλιος 2008
Κείμενα: Κώστας Γκοτσίνας, Λίνα Καρανασοπούλου, Βασίλης Καρύδης, Κυριάκος Κάσσης, Θωμάς Κοροβίνης, Φώτης Παπαδόπουλος, Γιώργος Χριστοδουλόπουλος, Βαγγέλης Ψαραδάκης
Φωτογραφικό υλικό και πηγές: Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο), Αρχείο Ηλία Πετρόπουλου, Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη, Ελληνικός τύπος, διαδίκτυο.
Επιμέλεια μεταφράσεων: Χάρης Χρόνης
Μεταφράσεις: Θεοδόσης Βολκώφ, Αγάπη Νταϊφά, Αρίσταρχος Παπαδημητρίου
Σχεδιασμός εξωφύλλου: Στράτος Φουντούλης
Σχεδιασμός έκδοσης: Φώτης Παπαδόπουλος
Εκτύπωση: Διον. Πρίφτης & Υιοί Ο.Ε. copyright: Εκδόσεις Heteron, Αθήνα 2008
Κεντρική Διάθεση: Α. Χριστάκης Α.Ε. Ιπποκράτους 10, 10679 Αθήνα τηλ. 210 3607876 fax. 210 3638489 mail: xristaki@otenet.gr


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ(Κάποιο Μέρος από τα περιεχ. του βιβλίου, +extra "πινελιές"-ψάξιμο από εμάς, φωτό, κλπ με πηγή)

Εισαγωγή ............................................................................................................................ 9
Η κάνναβη στην Ελλάδα
• Η ποινικοποίηση της ινδικής κάνναβης ............................................................................24
• Χρήση ινδικής κάνναβης: Παρέκκλιση και Εξουσία ............................................................32
• Διεκδικώντας το αδύνατο .......................................................................................................40
• Πότες, αστυνόμοι και τα σέα .................................................................................................42
• Στης μαστούρας το σκοπό ....................................................................................................76
• Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου και οι ουσίες .....................................88
• Με αφορμή μια στροφή του Βάρναλη ..................................................................................116
Ο ελληνικός τύπος στα ίχνη των χασισοποτών .......................................................................121
• ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ (1893) / Το μυστηριώδες καφενείον ..........................................................126
• ΣΚΡΙΠ (1902) / Τα απόκρυφα των Αθηνών. Οι χασισοπόται εγκληματίαι ............................128
• ΣΚΡΙΠ (1904) / Η σύμβασις Ελλάδος και Αιγύπτου .............................................................132
• ΕΜΠΡΟΣ (1906) / Επιψήφισις νομοσχεδίων. Το νομοσχέδιον του χασίς ...........................134
• ΕΜΠΡΟΣ (1906) / Χρονογραφήματα. Έλληνες Φελλάχοι ....................................................139
• ΕΜΠΡΟΣ (1909) / Χρονογραφήματα. Το χασίς.......................................................................141
• ΣΚΡΙΠ (1909) / Δυόμισυ μήνες στον Παλαιόν Στρατώνα ......................................................143
• ΣΚΡΙΠ (1909) / Αι αθλιότητές μας. Όλαι αι φυλακαί μας ......................................................146
• ΕΜΠΡΟΣ (1915) / Χρονογραφήματα. Οι τεκέδες ..................................................................149
• ΕΜΠΡΟΣ (1922) / Ένας απηγορευμένος θησαυρός ..............................................................151
• ΕΘΝΟΣ (1925) / Οι χασισοπόται Αθηνών-Πειραιώς. Προς ανακάλυψιν «ντεκέ» ..................154
• ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (1947) / Το Χασίς, ένας μεγάλος κίνδυνος για τη νεολαία μας ....................160
• ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (1948) / Ένας μεγάλος κίνδυνος. Το χασίς και οι συνέπειές του ..................163
• ΕΘΝΟΣ (1956) / Γενική Ασφάλεια ώρα Χ ............................................................................165
• ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (1960) / Η καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως εις την Ελλάδα ......................169
• ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ (1946) / Η εκστρατεία ενάντια στους τεκέδες .................................................172
-Σύντομη ιστορική διαδρομή της κάνναβης
Η ιστορία της κάνναβης στους λαούς ..................................................................................180
Ένα ποτό που αφαιρεί τη θλίψη ..........................................................................................187
-Η πολιτική της Ολλανδίας για τα ναρκωτικά
Η αντίληψη της «μείωσης των βλαβών» ................................................................................192
Coffee shops: Οι τεκέδες της Ολλανδίας .................................................................................197
-Ευρήματα (Σπόρια και Τρίμματα)
Οι βιολογικές επιπτώσεις της χρήσης κάνναβης .......................................................................206
«Γιατί να μην χρησιμοποιήσουμε την κάνναβη για να αντιστρέψουμε το φαινόμενο του θερμοκηπίου;» .......216
Ποπάϋ, ο χασισοπότης ....................................................................................................220
Παρατηρήσεις ενός καπνιστού του χασίς .....................................................................225



Εισαγωγή

Η ινδική κάνναβη άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά στην Ελλάδα από το έτος 1880, πρώτα στην επαρχία Μαντινείας και στη συνέχεια στην Αργολίδα και στη Ναυπακτία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 σε έγγραφο του Υπουργείου Υγιεινής αναφέρεται ότι:
«τα κύρια αίτια της αναπτύξεως και εντάσεως της καλλιεργείας της ινδικής καννάβεως εν Ελλάδι δεν υπήρξαν τόσο αι τοπικαί ανάγκαι της παραγωγής χασίς δι’ εντοπίαν κατανάλωσιν, όσον το κερδοσκοπικόν πνεύμα προς εφοδιασμόν ετέρων χωρών, εις τας οποίας υφίστατο υπό μεγάλην έντασιν το πάθος της χασισοποσίας και ιδία της Αιγύπτου».(!)

Egyptian types -scenes- "Hashish smokers" -with woter-pipe (Narghiles).

Σύντομα το νέο προϊόν έγινε γνωστό και άρχισαν να σχηματίζονται οι πρώτοι πυρήνες χασισοποτών στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ο καθηγητής Μιχαήλ Στριγγάρης αναφέρει το 1937 ότι ο Πειραιάς προ 60 ετών (πριν από το 1880 δηλαδή) είχε μεγάλο αριθμό χαμαιτυπείων και άλλων κέντρων όπου κάπνιζαν χασίς.
 Η «Ακρόπολις» της 30ης Ιουλίου 1893 σημειώνει ότι:
«εκτός των φασουλήδων, αμανέδων, ζεϊμπεκίων και άλλων κοινωνικών πληγών, ο Πειραιεύς έχει και κάτι τι άλλο αγριώτερον τούτο, τους χασισοπότας. Σχεδόν ολόκληρος μία συνοικία η του Κερατοχωρίου, βρίθει αποκρύφων κέντρων εν οις γίνεται άφθονος χρήσις χασίς».

Οδός Πανδρόσου, Μοναστηράκι, το 1885 (Αθήνα).
Στην παράγκα-καφενείο του Αλ. Μπαλαλά, "Θεραπευτήριον Μελαγχολίας", Στην πόρτα δεξιά ζωγραφισμένο ένα μπουζούκι!.

Πριν από το 1915 η παραγωγή του ευφορικού χασίς έφτανε τα 26.000 στρέμματα που απέδιδαν 3.750.000 οκάδες φύλλων.

Ζημιά!.. Κάηκαν 8 από τους 22 τόνους χασίς, στα αμπάρια του πλοίου «Ντόρις» (προς εφοδιασμόν ετέρων χωρών). Την εποχή που η Ελλάδα έκανε νόμιμες εξαγωγές ινδικής κάνναβης προς Αίγυπτο.

Ο Κωνσταντίνος Μακρής, επιμελητής του Φαρμακευτικού Χημείου του Κράτους στη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Το ελληνικόν χασίς» του 1929, γράφει:
«Παρ’ ημίν η καλλιέργεια της καννάβεως εισήχθη κατά τον παρελθόντα αιώνα, έλαβε δε εντός δεκάδων τινών ετών σημαντικήν αύξησιν μέχρι προ ολίγων ετών ότε ηπηγορεύθη αύτη. Εν Πελοποννήσω η καλλιέργεια της καννάβεως εγένετο κατά πρώτον λόγον δια την παρασκευήν της ηδονιστικής δρόγης ήτοις ελαμβάνετο εκ των φύλλων της καννάβεως και εξήγετο εις Αίγυπτον ένθα ήτο περιζήτητος. Εκαλλιεργήτο η κάνναβις και δια τα σπέρματα και το στέλεχος αυτής όπερ εχρησίμευεν ως υφαντική ύλη προς κατασκευήν χονδρών σάκων και ταπήτων».

Περί τα 1880.. Ηράκλειο. από κρητική εφημερίδα ή περιοδικό, για την κάνναβη - ενημέρωση καλλιέργειας με σκοπό τις εξαγωγές!. "Τη είναι η καννάβη / τη μας χρησιμεύει / πως να την φυτεύουμε". Στο τέλος ενημερώνει τους Καλλιεργητές να δείξουν την μεγίστη προσοχή ώστε να πετάει κλωνάρια, για περισσότερη ποσότητα -σοδειά δηλ. για τις εξαγωγές!, αλλιώς πέφτουν και φάπες, συχνά εκνευρίζονται ακόμα και οι εισαγγελείς!!. "αλλέως βγαίνουν αδελφών και δέρνουν παλικάρια!"

Αν και στην αρχή οι αγρότες της Μαντινείας –πριν το 1900– δεν φαίνεται να έκαναν χρήση του φυτού παρόλο που το καλλιεργούσαν, μετά τον πόλεμο η χρήση του γενικεύθηκε και επεκτάθηκε και σε άτομα ανώτερης κοινωνικής τάξης. Ως αίτια της εξάπλωσης αναφέρονται η παραμονή του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και ο εθισμός πολλών στρατιωτών στο χασίς, η έλευση των προσφύγων πολλοί από τους οποίους το κάπνιζαν και ο ψυχικός κλονισμός, αποτέλεσμα των κακουχιών του πολέμου
«όστις επέφερε την τάσιν προς καταφυγήν εις ηδονιστικά μέσα» (Μιχ. Κατσαράς 1928)

Χαλάνδρι, Λεωφ. Πεντέλης, δεκ.'30 - Εξοχικό κέντρο "Νεράιδα"


«Ο διωγμός του μπουζουκιού και ορισμένων ανθρώπων του περιθωρίου που έπαιζαν στα λαϊκά κέντρα, δημιούργησε προβλήματα επιβίωσης σε πολλούς λαϊκούς καλλιτέχνες αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο.» -γράφει (πολύ σωστά) σε άρθρου του ο ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ το 1999, εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ".

Η πλειοψηφία των εφημερίδων δημοσιεύουν πύρινα άρθρα εναντίον του χασίς.
Αργότερα τις ίδιες επιθέσεις θα δεχτούν και τα λαϊκά-ρεμπέτικα - "χασικλίδικα" τραγούδια, που όπως το φυτό κι αυτά: «αποχαυνώνουν το λαό και τον αποξενώνουν από την ταξική του συνείδηση και την αγωνιστικότητα».
Μάλιστα, το 1952 στο «Έθνος», ο Πανελλήνιος Μουσικός Σύλλογος εκφράζει την αντίθεσή του στα μπουζούκια τα οποία: «δεν καλλιεργούν παρά προστυχομάγκικες χασικλοειδείς εκδηλώσεις και δεν μελοποιούν παρά την  “φθίσιν “, την “αιμόπτυσιν “, τον “θάνατον “, τα ναρκωτικά, το έγκλημα, την χαρτοπαιξίαν, την κλοπήν και τα λοιπά».
 Κάποιοι επικριτές των -ως "χασικλίδικων" τραγουδιών φτάνουν στο σημείο να απαξιώσουν όχι μόνο το περιεχόμενό τους όσον αφορά τους στίχους, αλλά και τη μουσική την ίδια:, «μακρόσυρτη που έρπει και κυλιέται διαρκώς γύρω από το μονότονο θέμα των τραγουδιών, χωρίς λυτρωμό και λύση» όπως έγραφε η Σοφία Σπανούδη το 1949 στα «Νέα».
Παρόλο το διωγμό του το μπουζούκι αγαπήθηκε, αποθεώθηκε και καθιερώθηκε ως ο εθνικός ήχος της χώρας μας!. Φωτο, με Λαϊκή-Ρεμπέτικη Ορχήστρα δεκαετίας του ΄50. Από τις τελευταίες εμφανίσεις του ρεμπέτη, μουσικού Μιχάλη Γενίτσαρη το 1952, σε κάποιο καλοκαιρινό πάλκο τις εποχής. Αναγνωρίσιμοι είναι, πίσω από τον Γενίτσαρη, ο Αργυρής Βαμβακάρης (αδελφός του Μάρκου) και με κιθάρα ο Στέλιος Σουγιουλτζής.


 Για τη σχέση των καλλιεργητών με το χασίς δίνει ενδιαφέροντα στοιχεία η εφημερίδα «Σκριπ» τον Δεκέμβριο του 1902.
 «Το χασίς δεν έχει τα θύματά του μόνον μεταξύ των φαυλοβίων. Δυστυχώς υποφέρουν πολύ εξ αυτού και οι καλλιεργηταί του δηλητηρίου τούτου. Μας διηγήθησαν ότι εις την Πελοπόνησσον τα κορίτσια του λαού τα καλλιεργούν τα το χασίς, υφίστανται κάποτε ζωηρούς κλονισμούς. Συνήθως το χασίς διαθέτει ταύτα εις διαρκή ευθυμίαν και χαράν. Όλαι αι εργάτιδες τραγωδούν και χαριεντίζονται όλην την ημέραν. Πολλάκις δε την εσπέραν ενώ επιστρέφουν εκ της εργασίας των είνε σχεδόν τρελλαί από ζωηρότητα και προβαίνουν εις διαφόρους σκηνάς προς τους διαβάτας που συναντούν» (δες, απόκομμα εφημερίδας - ΤΟ ΧΑΣΙΣ)
Εφημερίδα «Σκριπ» τον Δεκέμβριο του 1902 "Συνήθως το χασίς διαθέτει ταύτα εις διαρκή ευθυμίαν και χαράν. Όλαι αι εργάτιδες τραγωδούν και χαριεντίζονται όλην την ημέραν."


Πληροφόρηση για το πώς εξελίχθηκε η υπόθεση της κάνναβης στην Ελλάδα και για τους νόμους που εφαρμόστηκαν, μας δίνει ο αστυνομικός Αρ. Κουτσουμάρης, σε άρθρο του με υπογραφή 5 Νοεμβρίου 1936 και τίτλο:
«Πώς κατεπολεμήθη διεθνώς η διάδοσις των ναρκωτικών. Τίνα μέτρα έλαβε το κράτος και τίνα δέον να λάβη εις το μέλλον».
«Το πρόβλημα της καταπολεμήσεως της τοξικομανίας απησχόλει προ μακρού την διεθνή κοινήν γνώμην, έλαβε δε ειδικήν μορφήν από της 23 Ιανουαρίου 1912, οπότε συνήλθεν η περί οπίου κ.λ.π. ειδική εν Χάγη διάσκεψις. Η μετά τον Ευρωπαϊκόν όμως πόλεμον διαπίστωσις της καταπληκτικής αυξήσεως των τοξικομανών, οφειλομένης το μεν εις τον τεράστιον αριθμόν των τραυματιών, το δε εις τον κλονισμόν, ον επήνεγκον αι κακουχίαι και αι στερήσεις του πολέμου επί του νευρικού συστήματος του πληθυσμού των εμπολέμων κρατών και ιδία των στρατευθέντων, οίτινες υπέστησαν επί μακρόν την ζωήν των χαρακωμάτων, συνετέλεσαν εις το ν’ αχθή επί τάπητος το ζήτημα τούτο κατά την συζήτησιν της συνθήκης των Βερσαλλιών, εν άρθρω 295 της οποίας συνεφωνήθη όπως εντός 12μήνου από της ενάρξεως της ισχύος της ληφθώσιν υφ’ εκάστου των υπογραψάντων αυτήν κρατών νομοθετικά μέτρα καθιστώντα δυνατήν την εφαρμογήν της περί οπίου κλπ διεθνούς συμβάσεως της Χάγης της 23-1-1912. Βάσει της διατάξεως ταύτης εξεδόθη παρ’ ημίν το από 22-12-1920 Ν.Δ. “περί παραγωγής και εμπορίας του οπίου, της μορφίνης, κοκκαΐνης, ηρωΐνης και των αλάτων αυτών”, το Β.Δ. της 28-6-1921, ο νόμος 2736 και βραδύτερον το Ν.Δ.της 14/27 Οκτωβρίου 1925περί μονοπωλείου ναρκωτικών φαρμάκων”.  Εκ παραλλήλου περί ινδικής καννάβεως (χασίς) ίσχυσαν διαδοχικώς ο Νόμος ΓΡΚΓ της 14/15-6-1906, ο Νόμος 2107 της 11/14 Μαρτίου 1920, ο Νόμος 3070 της 24 Μαρτίου 1924 και τέλος το Ν.Δ. της 7 Νοεμβρίου 1925. Δια των τελευταίων εκτων ανωτέρω Νόμων ετέθη μεν τέρμα εις την καλλιέργειαν της ινδικής καννάβεως εν τω κράτει, δεν εθεραπεύθη όμως ουσιαστικώς το κακόν, εφ’ όσον παρείχε το το δικαίωμα της κατοχής αυτής επί τόσον μακρόν χρονικόν διάστημα, όπερ δικαίωμα έδωκε λαβήν εις πλείστας παραβάσεις του Νόμου. Διότι εν’ ω η προθεσμία αύτη παρετείνετο δια την εξάντλησιν προφανώς της ποσότητας της ινδικής καννάβεως, ήτις υπήρχε κατά την αρχικήν απαγόρευσιν της καλλιεργείας και εμπορίας ταύτης, η ποσότης αύτη παρέμεινεν ανεξάντλητος, διότι κατ’ ουσίαν ανενεούτο εκάστοτε, δεν ήτο δε δυνατός κρατικός τις έλεγχος, αφ’ ουδεν είχε ληφθή πρόνοια προς καταγραφήν της ποσότητος, ήτις υπήρχε κατάτην αρχικήν εφαρμογήν του Νόμου».

Είναι φανερό ότι οι καλλιεργητές έπαιζαν κρυφτό με το Νόμο, εφευρίσκοντας διάφορους τρόπους για να ανανεώνουν και να προωθούν το προϊόν τους. Οι αποθήκες τους λοιπόν δεν άδειαζαν ποτέ. Ο Διευθυντή Ασφαλείας Αθηνών Αριστ. Κουτσουμάρης μεταφέρει στη συνέχεια μια εμπειρία του από υπηρεσιακή επίσκεψη στη Σερβία.:
 «Κατά το έτος 1928, ότε μετέβην εις Σερβίαν προς σύλληψιν των Ρετζαίων (!), διεπίστωσα ότι τεράστιαι εκτάσεις εν Ν. Σερβία είχον μισθωθή παρ’ ημεδαπών, οίτινες εκαλλιέργουν εν αυταίς ινδικήν κάνναβιν, ην εισήγον ακατέργαστον υπό διαμετακόμισιν εις την ελευθέραν Ζώνην Θεσσαλονίκης (1) και εκείθεν λαθραίως εις το κράτος ή την Αίγυπτον, ήτις έκτοτε αποτελεί δια τους ημεδαπούς λαθρεμπόρους την μεγάλην αγοράν καταναλώσεως πάσης φύσεως ναρκωτικών και ιδία χασίς, μολονότι είναι η μόνη χώρα, δι’ ην είχε ληφθή παρ’ ημίν από του 1906 δια του Νόμου ΓΡΚΓ, ειδική νομοθετική πρόνοια προς πρόληψιν της εις αυτήν εισαγωγής ινδικής καννάβεως».

(1) Ελεύθερη Ζώνη θεωρείτο μια περιοχή που βρισκόταν εκτός του τελωνειακού εδάφους της Πολιτείας στην οποία ανήκε. Η Πολιτεία μπορούσε να αναγνωρίζει προνόμια «ειδικής φύσεως» στην Ελεύθερη Ζώνη, χωρίς να παραχωρεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί του εδάφους. Τα όρια της ΕΖ ήταν καθορισμένα με λεπτομέρεια και ο χώρος της θεωρείτο ότι βρίσκεται εκτός του τελωνειακού εδάφους της Πολιτείας. Η ΕΖ μπορούσε να δέχεται εμπορεύματα από το εξωτερικό ελεύθερα, χωρίς την ανάμειξη της τελωνειακής αρχής, δηλαδή χωρίς τελωνειακές διατυπώσεις. Κύριος σκοπός της Ζώνης ήταν η προσέλκυση και η τόνωση του διαμετακο - μιστικού εμπορίου. Τα εγκαίνια της ΕΖ Θεσσαλονίκης έγιναν τον Οκτώβριο του 1925. Η πρώτη προσπάθεια για τη λειτουργία της έγινε το 1914 αλλα ματαιώθηκε εξαιτίας του πολέμου.

Δεκαετία 1920;. Λαθρεμπόριο. Έλληνας Υφυπουργός επέτρεψε την εξαγωγή φορτίου χασίς, -για Αίγυπτο!. "Παρά τάς διατάξεις διευθνούς συμβάσεως"...

Καλλιεργούν δενδρύλλια ινδικής κάνναβης σε ἀγροὺς καὶ κτήματα. Ναύπλιο. Υπό οργάνων της Χωροφυλακής του Άργους, συνελήφθη κάτοικος Σκαφιδακίου και κάτοικος Πυργέλας. (1925 περίπου)


Τα κανναβουργεία (Κλωστική)

Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια καλλιέργειας κλωστικής κάνναβης εκδηλώθηκε το 1875. Την περίοδο 1915-1919, ο πόλεμος, ο ναυτικός αποκλεισμός και η ταχεία αύξηση της τιμής των δημητριακών συντέλεσαν στη μείωση της οργανωμένης καλλιέργειάς της. Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η κλωστική κάνναβη αποτελεί βασική γεωργική καλλιέργεια και το 1928 λειτουργούν στην Ελλάδα δέκα κανναβουργεία –εργοστάσια επεξεργασίας ινών– κυρίως για τη δημιουργία σκοινιών.
Μετά το 1935 καλλιεργείται εντατικότερα η κλωστική κάνναβη, η οποία περιέχει πολύ χαμηλά ποσοστά σε τετραϋδροκανναβινόλη, την ουσία δηλαδή η οποία είναι υπεύθυνη για την ευθυμία και το «ανέβασμα» που προκαλεί το φυτό. Τα έτη 1938, 1946 και 1952 η κλωστική κάνναβη καλύπτει 4.850, 6.207 και 7.005 καλλιεργούμενα στρέμματα αντίστοιχα. Με υπουργικές αποφάσεις, το 1939, καθορίζονται για κάθε έτος οι περιοχές και οι εκτάσεις στις οποίες επιτρέπεται η καλλιέργεια της κάνναβης για την παραγωγή ινών: στη Θεσσαλονίκη, στα Γιαννιτσά,στη Βέροια και στο Κιλκίς αρχικά, στη Βοιωτία και στο Μεσολόγγι από το 1945 και στην Ξάνθη, μετά το 1955 (εκεί ειδικά για παραγωγή σπόρων). Οι ίνες της κάνναβης χρησίμευαν για την κατασκευή σπάγγων, σχοινιών, υφασμάτων για σάκους και για πανιά πλοίων. Από τους σπόρους της παράγονταν επίσης έλαιο κατάλληλο για χρήση στη σαπουνοποιία και τη βερνικοποιία, ενώ στην περιοχή της Φλώρινας κοπάνιζαν σπόρους κάνναβης και αφού προσθέτανε ζεστό νερό έφτιαχναν μια πυκνόρρευστη μάζα την οποία στράγγιζαν, συμπλήρωναν λίγο βρασμένο σιτάρι και τη χρησιμοποιούσαν ως νηστίσιμο και θρεπτικό φαγητό. Η συνήθεια αυτή εγκαταλείφθηκε μετά την εφαρμογή της απαγορευτικής νομοθεσίας.
Μέχρι το 1957 που απαγορεύτηκε με νόμο η καλλιέργεια και της κλωστικής κάνναβης, λειτουργούσαν 7 κανναβουργεία στην Ελλάδα.(2). Το πιο παλιό ήταν το εργοστάσιο Δεσύλλα στην Κέρκυρα, το εργοστάσιο «Καννάβεως, Λίνου και Ιούτης» που ιδρύθηκε το 1871 από τον Αλέξανδρο Δεσύλλα και επεξεργαζόταν καννάβι, λινάρι και γιούτα, που εισάγονταν από την Ινδία, το Πακιστάν και τις Φιλιππίνες. Η τεράστια αυτή μονάδα την εποχή της ακμής της απασχολούσε γύρω στους 1500 εργάτες. Μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη, το 1932, τη διεύθυνση ανέλαβε ο γιος του, Θεόδωρος Δεσύλλας, (3) απόφοιτος της Ανωτάτης Ακαδημίας Εμπορικών Επιστημών της Γαλλίας και της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών..

(2). Στις 20 Σεπτεμβρίου 1937, η Έκθεση της Θεσσαλονίκης φιλοξενεί όλη την εθνική παραγωγή, με πρώτο τοελαιόλαδο, τη γραβιέρα Κρήτης, την κοπανιστή Χίου, τη σταφίδα και, με τη μορφή φωτογραφικού αφιερώματος, γίνεται αναφορά στα βιομηχανικά φυτά, «από τα σπουδαιότερα των οποίων πρέπει να θεωρηθούν η κάνναβις και το ρύζι» όπως γράφει το «Έθνος».
(3). Ο Θεόδωρος Δεσύλλας (1891-1968) αναμείχθηκε και με την πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Κερκύρας και διορίστηκε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας το 1947 και το 1950 υπουργός Ναυτικών.

Κατάφερε να αναπτύξει ακόμη περισσότερο την επιχείρηση, φτάνοντάς την σε ζηλευτά επίπεδα, ενώ ίδρυσε και ένα δεύτερο εργοστάσιο στον Πειραιά. Το εργοστάσιο Δεσύλλα βρισκόταν στη Γαρίτσα της Κέρκυρας. Παλιοί εργάτες της επιχείρησης θυμούνται το διαπεραστικό σφύριγμα της σειρήνας κάθε πρωί στις 6, όταν ξεκίναγε η πρώτη βάρδια. Οι περισσότεροι εργάτες και εργάτριες έμεναν σε κοντινά χωριά και πήγαιναν στην επιχείρηση με τα πόδια, ξεκινώντας χαράματα. Στο εργοστάσιο πάντως οι ώρες εργασίας ήταν πάρα πολλές και οι συνθήκες δύσκολες, ενώ η απόλυση τριών εργατών το 1911 ήταν η αφορμή για την κήρυξη της πρώτης εργατικής απεργίας στην Κέρκυρα με πρωτοβουλία του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου. Ένα χρόνο μετά οι εργαζόμενοι στο κανναβουργείο Δεσύλλα πετυχαίνουν με απεργία τη μείωση των ωρών εργασίας από 14 σε 12. Από τα μέσα του 20ου αιώνα άρχισε η μείωση της παραγωγής και του προσωπικού λόγω οικονομικών δυσκολιών. Το Δεκέμβριο του 1970 αντικαταστάθηκε ο διευθυντής του εργοστασίου και ο νέος μείωσε το προσωπικό κατά 50%. Το εργοστάσιο σταμάτησε να λειτουργεί το 1982.
 Το δεύτερο μεγάλο εργοστάσιο επεξεργασίας κάνναβης, ήταν το «Κανναβουργείο Έδεσσας», που ιδρύθηκε το 1908 από την «Εταιρεία Τότσκα και Σία» και αρκετούς μετόχους. Το 1912 λόγω απειρίας των μετόχων η διεύθυνση και η οργάνωση της επιχείρησης ανατίθεται στο βιομήχανο Ηρ. Χατζηδημούλα. Το κανναβουργείο αρχίζει να λειτουργεί κανονικά το 1913.
Εκεί, σ’ ένα χώρο έκτασης 14 στρεμμάτων, στην τοποθεσία Μεγάλος Κριμνός απασχολούνταν 100 εργάτες και παράγονταν καθημερινά 1.200 κιλά σπάγγος και σκοινιά. Σαν πρώτη ύλη χρησιμοποιούσαν εισαγόμενο καννάβι από τις Μπενάρες των Ινδιών, ενώ για τους σπάγγους αρχικά σερβικό καννάβι και αργότερα εγχώριο από τους κάμπους των Γιαννιτσών και των Κουφαλίων. Ταχοντρά σκοινιά πωλούνταν στην αγορά της Κρήτης –που ήταν το μεγαλύτερο κέντρο κατανάλωσης– στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, ενώ οι λεπτοί σπάγγοι στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, για τα καπνά.
H αφθονία των υδάτων στην περιοχή της Έδεσσας, καθώς και οι έντονες κλίσεις του εδάφους έδω-σαν την δυνατότητα εκμετάλλευσης της υδροκίνησης από τα αρχαία χρόνια. Από τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε η συστηματική εκμετάλλευση των νερών της περιοχής με την εγκατάσταση υδροκίνητων εργοστασίων. Ένα απ’ αυτά ήταν το κανναβουργείο. Το διάστημα από το 1928 μέχρι το 1940 ήταν η περίοδος της ακμής του εργοστασίου καθώς έφτασε να απασχολεί 150 εργάτες..
 Η διαδικασία κατεργασίας της κάνναβης και κατασκευής των σχοινιών ήταν δύσκολη αλλά γινόταν με εξαιρετική μεθοδικότητα και το εργοστάσιο γνώρισε ημέρες μεγάλης ακμής κατά το Μεσοπόλεμο, οπότε και προμήθευε σχεδόν αποκλειστικά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Παρήκμασε μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο το 1983. Αναπλάστηκε με στόχο να αποτελέσει πόλο έλξης και χώρο μάθησης, που θα συμβάλλει στην αναβίωση της ιστορίας της περιοχής. Σώζεται ο αυθεντικός εξοπλισμός του παλιού εργοστασίου που εντάσσεται στο Υπαίθριο Μουσείο Νερού μαζί με τα αναπαλαιωμένα κτίρια της κάποτε ισχυρής κλωστοϋφαντουργίας.
κλωστική 
Το 1950 άρχισε η παρακμή του κανναβουργείου, που οφειλόταν κυρίως σε προσωπικές φιλοδοξίες των μετόχων. Το 1967 ακολουθεί την τύχη των περισσότερων υδροκίνητων μονάδων που άρχισαν να κλείνουν οριστικά από το 1962. Μια τελευταία αποτυχημένη απόπειρα διάσωσης της επιχείρησης επιχειρήθηκε το 1966, από τους 100 εναπομείναντες εργάτες του, που ανέλαβαν τη διαχείριση ιδρύοντας τον «Παραγωγικό Συνεταιρισμό Εργασίας η Πέλλα».
 Η εισαγωγή πρώτης ύλης από το εξωτερικό γινόταν τακτικά από τους βιομήχανους εξαιτίας της εξαιρετικής της ποιότητας. Αντίθετα, οι Έλληνες καλλιεργητές, παρήγαγαν μια κάνναβη κακής ποιότητας και παρέδιδαν στα κανναβουργεία «μια μάζα από ίνες, ξύλα και κολλώδεις ουσίες». Την ίδια στιγμή, το ελληνικό κρατος στις παραγόμενες ποσότητες ελληνικής κάνναβης, σε περίπτωση δε άρνησής τους, τους απαγόρευε να εισάγουν κάνναβη από το εξωτερικό. Σε μια ομιλία του Θεόδωρου Δεσύλλα, στην Ανωτέρα Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών, το 1953, ενώπιον των φοιτητών της Σχολής, όπου αναπολεί τις νεανικές του προσπάθειες στη βιομηχανία της κάνναβης και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, κατατοπίζει το ακροατήριό του σχετικά με το φυτό και κατονομάζει τους υπαίτιους της κατάρρευσης της ελληνικής κανναβοβιομηχανίας: τους τεμπέληδες δηλαδή, τους γραφειοκράτες και τους πολιτικούς..
 Η περίοδος χάριτος για την κλωστική κάνναβη θα λήξει μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα συνθετικά νήματα θα την αντικαταστήσουν σε πολλές χρήσεις της: η καλλιέργειά της θα απαγορευτεί στην Ελλάδα το 1957. (περισσότερα στο βιβλίο CANAVACCIO σελ.24)



Η ποινικοποίηση της ινδικής κάνναβης (περι χασίς)
Ας φανταστούμε ότι η καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης, όχι μόνο είναι εξαπλωμένη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όχι μόνο συμβάλλει σημαντικά στην αγροτική οικονομία τους, αλλά ότι ενθαρρύνεται και φορολογείται από το Κράτος. Αυτό που σήμερα μπορεί να μοιάζει εφιάλτης ή όνειρο, ουτοπία ή φάρσα, αποτέλεσε πραγματικότητα πριν από έναν περίπου αιώνα.
 Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε μέσα από τα κείμενα των σχετικών νόμων πώς από τη νόμιμη καλλιέργεια, διακίνηση και χρήση φτάσαμε σε διάστημα λίγων χρόνων στην ποινικοποίησή τους.
 Να σημειώσουμε πάντως από τώρα τρία κεντρικά σημεία σχετικά με την εξέλιξη της νομοθεσίας περί ινδικής κάνναβης:
• η έκδοση νόμων και διαταγμάτων στις αρχές του 20ου αιώνα με στόχο τον έλεγχο αρχικά και την απαγόρευση αργότερα της ινδικής κάνναβης ήταν μάλλον το αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων, παρά κρατική αντίδραση στην καλλιέργεια ή τη χρήση του χασίς
μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30, ο νομοθέτης αντιμετωπίζει την ινδική κάνναβη χωριστά από το όπιο, τη μορφίνη, την ηρωίνη, την κοκαΐνη και τις άλλες ουσίες που θα ομαδοποιηθούν υπό την ονομασία «ναρκωτικά» και
• τα διάφορα νομικά κείμενα της εποχής υιοθετούν μία διάκριση μεταξύ ινδικής και κλωστικής κάνναβης.
 Αυτή η διάκριση, παρότι δε βασιζόταν σε σαφή κριτήρια (όπως ορίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία), χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την εφαρμογή δύο νομοθετικών μέτρων και σταθμών. Από τη μία μεριά, η καλλιέργεια της κάνναβης με σκοπό την εξαγωγή ινών, σπόρων και ελαίου ενθαρρύνθηκε από τα πρώτα βήματα του Ελληνικού Κράτους. Μόλις το 1836 το Βασιλικό Τυπογραφείο δημοσιεύει μία μελέτη του Γρ. Παλαιολόγου περί καλλιέργειας της κάνναβης –δεν γίνεται λόγος περί χασίς ήπερί ηδονιστικής χρήσης.
 Σταδιακά, και ιδίως από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι προσπάθειες βιομηχανικής ή βιοτεχνικής εκμετάλλευσης του φυτού πολλαπλασιάζονται, ενώ κατά τη μεταξική περίοδο η κανναβοκαλλιέργεια αφενός επεκτείνεται (Α.Ν. 976/1937) και αφετέρου τίθεται υπό κρατικό έλεγχο (Α.Ν. 1970/1939). Είναι ενδεικτικό ότι κανένας από τους δύο αυτούς αναγκαστικούς νόμους δεν αναφέρει το ενδεχόμενο το προϊόν της καλλιέργειας να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς –κι αυτό σε μία περίοδο που οι χασισοπότες διώκονται απηνώς.

 Από την άλλη μεριά, η καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης ενθαρρύνεται κι αυτή αρχικά (βλ. για παράδειγμα την έκθεση που υποβάλλει το 1887 ο δήμαρχος Ορχομενού Μαντινείας κατόπιν υπουργικής διαταγής), αλλά από τα τέλη του 19ου και ιδίως από τις αρχές του 20ου αιώνα η παραγωγή και η χρήση της θα περιοριστούν από μία σειρά νομοθετημάτων. Όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από ορισμένες διατάξεις αυτών των κειμένων και όπως αποδεικνύεται από την έρευνα της Ιωάννας Τσίγκανου, κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή έπαιξαν οι διμερείς εμπορικές σχέσεις Ελλάδας - Αιγύπτου, καθώς και η ενεργή ανάμειξη της βρετανικής διπλωματίας...

Το 1870 οι νομοί Αργολίδας και Αρκαδίας, πρωτοστατούσαν στην καλλιέργεια κάνναβης. Η Τρίπολη από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε κέντρο καλλιέργειας και εμπορίας χασίς. Μετανάστες από την Ανατολή , την Αίγυπτο, την Κύπρο, δίδαξαν, με υπουργική διαταγή, στον Δήμο Ορχομενού Μαντινείας, τη μεθοδολογία της καλλιέργειάς της. (περιοδικό «Ελληνική Γεωργία» 1887). πηγη

Εφημερίδα "Εμπρός" 24-12-1900. "Εκάηκαν 3.000 όκάδες χασίς" στο Λεβίδι Αρκαδίας - Ορχομενού.


Το πρώτο κείμενο που μαρτυρά την κρατική βούληση να περιοριστεί η χρήση του χασίς ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα: είναι μία εγκύκλιος του τότε Υπουργού Εσωτερικών Στέφανου Δραγούμη (εγκ. υπ’αρ. 22 της 27ης Μαρτίου 1890). Η εγκύκλιος αυτή βασιζόταν σε μία γνωμοδότηση του Ιατροσυνεδρίου για την επικινδυνότητα του χασίς και ζητούσε από τους κατά τόπους νομάρχες να ενεργήσουν για την έκδοση αστυνομικών διατάξεων που θα απαγόρευαν την κατανάλωση χασίς σε καφενεία και άλλα καταστήματα.
 Για παράδειγμα, μία διάταξη της Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς θα υιοθετήσει λίγα χρόνια αργότερα αυτές τις υποδείξεις, απαγορεύοντας τη χρήση και επιβάλλοντας το κλείσιμο των εν λόγω καταστημάτων, τη δήμευση των εσόδων τους και την καταστροφή των συνέργων της χρήσης (αστ. διάταξις Ν 55 της 11ης Σεπτεμβριίου 1897).
 Ωστόσο, τα κείμενα αυτά, όπως και μία εγκύκλιος του Υπουργείου Δικαιοσύνης που απαγόρευε την εισαγωγή χασίς στις φυλακές (εγκ. υπ’αρ.6348 της 6ης Απριλίου 1890), δεν φαίνεται να είχαν θεαματικά αποτελέσματα: μπορεί η αστυνομία να προβαίνει στο κλείσιμο κάποιων «χασισοποτείων», αλλά η χρήση της ινδικής κάνναβης στις φυλακές και τους τεκέδες θα αυξηθεί μάλλον παρά θα περιοριστεί στις αρχές του επόμενου αιώνα. Παράλληλα, η καλλιέργεια και η ιδιωτική χρήση του χασίς δεν αντιμετωπίζουν κανένα νομικό περιορισμό.
 Το γιατί εκδίδονται τέτοιες εγκύκλιοι και διατάξεις λίγα μόλις χρόνια μετά την έκθεση του δημάρχου Ορχομενού, δεν είναι ίσως άσχετο με τις –ατελέσφορες τελικά– διαπραγματεύσεις για την ανανέωση της ελληνο-αιγυπτιακής εμπορικής σύμβασης που θα εξέπνεε το Μάρτιο του 1890. Εκεί όπου ο ρόλος της εξωτερικής πολιτικής υπήρξε χωρίς καμία αμφιβολία καθοριστικός ήταν στην περίπτωση του νόμου ΓΡΚΓ’ (3123) «περί φορολογίας της Ινδικής καννάβεως και περί τελωνιακών μέτρων κατά την εξαγωγήν αυτής εις την αλλοδαπήν» που ψηφίστηκε, όχι χωρίς προσκόμματα, το 1906.

Φορολογία ινδικής κάνναβης - χάσις και τελωνειακά μετρά (1906).

Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή παρουσιάστηκε από τους εισηγητές του ως απλό φορολογικό μέτρο που θα εφαρμοζόταν σε ένα προσοδοφόρο γεωργικό προϊόν.
 Γρήγορα, όμως, έγινε σαφές ότι, κατά τις διμερείς συνομιλίες την άνοιξη του 1906 για τη σύναψη μίας νέας εμπορικής συμφωνίας, η ελληνική αντιπροσωπεία είχε δεσμευτεί για την ψήφιση ενός νόμου που θα απαγόρευε την εξαγωγή χασίς στην Αίγυπτο. Υπό τα συνδυασμένα πυρά των βουλευτών της αντιπολίτευσης, ο πρωθυπουργός  Γ. Θεοτόκης δήλωσε ότι: «το ζήτημα λοιπόν είνε καθαρόν αν ψηφισθή το νομοσχέδιον θα ψηφισθή και η σύμβασις, άλλως όχι». (από Εφημ. "Εμπρός", 8ης Ιουνίου 1906 - βλ. Canavaccio, σελ. 134).
 Έτσι, με τον εκβιαστικό αυτό ελιγμό το σχέδιο νόμου πέρασε τελικά με ορισμένες τροποποιήσεις από τη Βουλή. Οι διατάξεις του νόμου προέβλεπαν τη φορολόγηση της καλλιέργειας ινδικής κάνναβης με οκτώ δραχμές ανά στρέμμα, την απαγόρευση της εξαγωγής προς την Αίγυπτο και την καταβολή εγγύησης ύψους 10 δραχμών ανά οκά (περίπου 1.300 γραμ.) για την εξαγωγή προς τις άλλες χώρες. Το άρθρο 15 όριζε ότι τα ποσά που θα συγκεντρώνονταν από τη φορολογία και τις κατακρατηθείσες εγγυήσεις θα προορίζονταν αποκλειστικά για έργα υποδομής (αποξηραντικά, υδραυλικά ή οδοποιίας) στις χασισοπαραγωγούς περιοχές –και αυτή ήταν η σημαντικότερη τροποποίηση που μπόρεσαν να επιφέρουν στο σχέδιο νόμου οι αντιπρόσωποι των εν λόγω περιφερειών.
 Ο νόμος 3123/1906, πάντως, δεν έκανε καθόλου λόγο για το εμπόριο του χασίς στον ελληνικό χώρο ή για τη χρήση του, η οποία τιμωρεί το με σχετικά ελαφρές ποινές από τις αστυνομικές διατάξεις.


Αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, όμως, ένας νόμος (Ν. 1681/1919) που δεν αφορούσε τις ουσίες, αλλά την Αλητεία και την Επαιτεία, θα βάλει στο στόχαστρο έναν συγκεκριμένο τύπο χρήστη, τον οποίο όριζε ως εξής:
«όστις, άεργος ών ή αποδεδειγμένως διάγων άτακτον βίον, επιδίδεται καθ’ έξιν εις χασισοποτίαν, φοιτών προς τούτο εις τοιούτου είδους καταγώγια ή άλλα ενδιαιτήματα».

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΙΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ / ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: Περί αλητείας και επαιτείας (1919). Ο νόμος αυτός συνέδεε τη χρήση χάσις με την επαιτεία και την αλητεία, ευθέως ή εμμέσως...



Χρήση ινδικής κάνναβης: Παρέκκλιση και Εξουσία.
«Εγώ είμαι ρεμπέτης εκατό στα εκατό. Εθελοντής ρεμπέτης. Όχι κληρωτός. Γιατί ο κληρωτός υπάρχει περίπτωση ν’ απολυθεί. Ενώ εγώ θα μείνω για πάντα ρεμπέτης. Λένε πως τελείωσε το ρεμπέτικο, πέθαναν οι ρεμπέτες. Μήπως θεωρούν ρεμπέτη αυτόν που έπινε αργιλέ; Πρέπει να ξέρουν ότι αυτοί που λέγανε: “πίνω αργιλέ”, τότε που το λέγανε, το χασίσι είχε δέκα μέρες η οκά. Ενώ τώρα έχει φτάσει πέντε χρόνια το δράμι…».
Αυτά λέει ο Ακης Πάνου σε συνέντευξη του στον Λευτέρη Παπαδόπουλο πριν είκοσι πέντε χρόνια (Λ. Παπαδόπουλος, «Εν αρχή ην ο Καζαντζίδης», Καστανιώτης, Αθήνα, 2007).
 Σε λίγες γραμμές παραστατικού λαϊκού λόγου συμπυκνώνονται έννοιες όπως η υποκουλτούρα, η παρέκκλιση, ο κοινωνικός έλεγχος, η εγκληματοποίηση. Θα επανέλθουμε σ’ αυτές αναλυτικά, καθώς έχουν άμεση σχέση με το υπό πραγμάτευση θέμα.

Ψυχοενεργές ουσίες και ανθρώπινες κοινότητες.
Είναι γνωστό ότι η γνώση και η χρήση ψυχοενεργών ουσιών για ιατρικούς , ευφορικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς, ανάγονται στην προϊστορία του ανθρώπινου είδους. Σήμερα υποδηλώνονται με τον όρο «ναρκωτικά» για τις παράνομες ουσίες φυσικής ή χημικής προέλευσης που είναι δυνατόν να προκαλέσουν μεταβολή της σωματικής, πνευματικής ή συναισθηματικής κατάστασης του ατόμου που τις χρησιμοποιεί. «Κατάχρηση ναρκωτικών» σημαίνει τη χρήση ναρκωτικής ουσίας για σκοπό μη ιατρικό, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την μεταβολή της συμπεριφοράς. Υπάρχουν όμως και ναρκωτικές ουσίες, η χρήση των οποίων είναι κοινωνικά αποδεκτή, χωρίς να προκαλεί την αντίδραση του επίσημου συστήματος κοινωνικού ελέγχου υπό την μορφή της καταστολής. Υπολογίζεται ότι στη Βρετανία για κάθε μία λίρα που ξοδεύεται σε τροφή αντιστοιχούν 64 πένες για την κατανάλωση αλκοόλ και καπνού. Πέραν της κατανάλωσης τεράστιων ποσοτήτων καφείνης υπό την μορφή καφέ ή τσαγιού. Πράγματι, σε όλες τις πόλεις κάθε χώρας υπάρχουν σε κάθε γωνιά σημεία πώλησης αυτών των «ναρκωτικών» (καπνοπωλεία, μπαρ, καφετέριες κλπ). Εξήντα εκατομμύρια λίρες δαπανά κάθε χρόνο το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας για ηρεμιστικά, διεγερτικά και αντικαταθλιπτικά.
 Η κοινωνική αντίδραση στη χρήση ναρκωτικών ποικίλλει κατά τόπο και χρόνο.
Το όπιο που σήμερα καταδικάζεται ως καταστροφικό σκληρό ναρκωτικό, καταναλωνόταν νόμιμα τον 18ο και 19ο αιώνα ως ουσία χρήσιμη για την αποτελεσματική θεραπεία πολλών ασθενειών. Η ποινή για το κάπνισμα τον 17ο αιώνα ήταν ο θάνατος στην Τουρκία και στη Κίνα, και το κόψιμο της μύτης στη Ρωσία.
Τα ναρκωτικά διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
Στα διεγερτικά ναρκωτικά, όπως η κοκαΐνη, οι αμφεταμίνες, η καφείνη, η νικοτίνη, τα οποία διεγείρουν τις δραστηριότητες του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Στα κατευναστικά ναρκωτικά όπως η ηρωίνη, η μορφίνη, το PCP (Αγγελόσκονη), που χαλαρώνουν τους μύες, μειώνουν το άγχος, κατευνάζουν τον πόνο, επιφέρουν ευφορία ή υπνηλία.
Στα παραισθησιογόνα, όπως το LSD και το MDMA (Έκσταση), που μπορούν να επιφέρουν διαταραχές στο νευρικό σύστημα, αλλοιώνοντας την αντίληψη του χρήστη για την πραγματικότητα.
Η μαριχουάνα (και το χασίς) κατατάσσεται δύσκολα, καθώς μπορεί να επηρεάσει τον χρήστη με όλους αυτούς τους τρόπους.
 Ίσως γι’ αυτό, κατά την αρχαιότητα, η κάνναβις θεωρείτο ιερό φυτό, όπως στην Ινδία. Αναφέρεται σχετικά στην αρχαία ινδική λογοτεχνία:
«Το bhang (μαριχουάνα) δίνει τη χαρά, σε μεταφέρει στον ουρανό, είναι ο ουράνιος οδηγητής, είναι ο παράδεισος του φτωχού, είναι ο θεραπευτής της θλίψης… Με τη βοήθεια του bhang, οι ασκητές μπορούν να αντέξουν μέρες χωρίς τροφή και νερό. Η δύναμη του bhang βοηθάει μία οικογένεια Ινδών να ξεπεράσει τη δυστυχία των λιμών» (Thomas Szasz, “Ceremonial Chemistry”, Anchor, NY, 1974).
 Φαίνεται ότι η χρήση ψυχοτρόπων, ενταγμένη στην καθημερινή ζωή, τις τελετουργίες μυητικές και μη και τη θεραπεία, με ένα σύστημα κωδίκων και κανόνων, συνέβαλε στη συνοχή της ομάδας, διατηρούσε τις κοινές αξίες και συμβόλιζε ή και σταθεροποιούσε την κοινωνική ιεραρχία.
Η κατανάλωση χασίς και κρασιού από διαφορετικές τάξεις, καταγράφεται σε ένα αραβικό ποίημα του 16ου αιώνα, που υποδηλώνει ότι:
«Το κρασί είναι ποτό των πλούσιων και δυνατών, των Σεΐχηδων, ενώ το χασίς είναι φίλος των φτωχών, των Δερβίσηδων και των “ανθρώπων της γνώσης” ή εκείνων “που δεν έχουν ευλογηθεί με πλούτη και κοινωνική δύναμη” » (Δ. Γκέφου-Μαδιανού, Οικογένεια και χρήση χασίς σε μία κοινότητα της Αθήνας, Αθήνα,1985)


Το χασίς και ο κοινωνικός έλεγχος στην Ελλάδα. Εγκληματοποίηση
Η χρήση χασίς στην Ελλάδα αποτελούσε στις αρχές του 20ου αιώνα μία συνήθη πρακτική υποπολιτισμικών ομάδων στα αστικά κέντρα. Τα μεγάλα λιμάνιατης Ερμούπολης και του Πειραιά συγκέντρωναν πολλούς τέτοιους ανθρώπους.
Ακολούθησε η Αθήνα με την έντονη αστικοποίηση. Στις φυλακές η χρήση ήταν ο κανόνας. Η χασισοποτεία αποτελούσε μέρος ενός κώδικα αξιών και συμπεριφοράς, που εκφράστηκε αυθεντικά και δημιουργικά από το ρεμπέτικο τραγούδι. Στο ρεμπέτικο, η χρήση χασίς αποτελεί τη διαβατήρια τελετή για την ένταξη σ’ ένα χώρο που αρνιόταν τις υποκριτικές αξίες της διογκούμενης αστικής τάξης, και συνδετικό στοιχείο νέων συλλογικοτήτων.

(Greek prisoner with water-pipe Hashish Smokers, 1912) Φυλακισμένος στην Παλιά Στρατώνα φουμάρει ελεύθερα και ραχατλίδικα ναργιλέ!. Ο έγκλειστος, στο ηλιόλουστο προαύλιο της φυλακής, απολαμβάνει ανενόχλητος τον αργιλέ του.
Από το μήκος της σκιάς του αργιλέ, υπολογίζω ότι η ώρα είναι (περίπου) 12.00 το μεσημέρι.
Πού όρεξη για επιτήρηση οι φύλακες... (Φωτογραφία του 1912)
(Αρχείο Σπύρου Παπαϊωάννου). πηγη

[Greeks team prisoner in 1900. Rebetis with bouzouki, water-pipe (Hashish) Smokers, bulldog.. Nargile (Shisha)]
Ομάδα κατάδικων της φυλακής της Χαλκίδας το 1900, σε μια αναμνηστική φωτογραφία. Φυλακόβιοι μάγκες ποζάρουν, με μπουζουκι (ταμπουρά), γυάλινο ναργιλέ και σκύλους (μπουλντόκ), με τσιγάρα και πίπες στα χέρια.
*Τα πρώτα ρεμπέτικα της φυλακής αποκαλούνταν «μουρμούρικα». Αργότερα, κυρίως όταν το ρεμπέτικο έπαψε να ανήκει μόνο στο περιθώριο, γράφτηκαν πολλά τραγούδια με αναφορές στην φυλακή, στους τσακωμούς και στις, πάντα άδικες για τους ρεμπέτηδες, συλλήψεις κουτσαβάκηδων. Είναι η φάση που το ρεμπέτικο δείχνει μια αφελή ολοκληρωτική άρνηση απέναντι στους αστικούς νόμους έχοντας ακόμα σε μεγάλο βαθμό την νοοτροπία των παλιών κουτσαβάκηδων της πλατείας του ψυρρή που θεωρούσαν τιμή για αυτούς τα χρόνια καταδίκης τους.


Ο Μ. Βαμβακάρης περιγράφει την πρώτη του εμπειρία ως εξής:
«Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνισα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κόσμος σβούρα…Αφού περάσανε δυό τρεις ώρες, τότες συνήλθα. Τι μ’ έκανε και ξαναπήγα και δεν σταμάτησα; Το ντερβισιλίκι μου. Το ντερβισιλίκι πάει να πει πως ήμουνα μάγκας, φιλότιμος, δεν πείραζα κανένανε, με σεβόντουσαν, τους σεβόμουνα, μ’ αγαπάγανε, τους αγάπαγα, σ΄ ότι έλεγε ο ένας επικροτάγανε όλοι. Ήμαστε μάγκες, μάγκες ιππότες.. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν εί­χαμε σχέση με τους αλανιάρηδες, που κλέβανε και κάναν διάφορες ατιμίες..
Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα και αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του, και το πρωί πάλι στη δουλειά.» (Α. Βέλλου-Κάιλ, «Μάρκος Βαμβακάρης. Αυτοβιογραφία», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978).

 Ο χρήστης ουσιαστικά εκπαιδεύεται, «μαθαίνει» την απόλαυση της ουσίας από τους λοιπούς κοινωνούς της υποπολιτισμικής ομάδας. Το ίδιο άλλωστε δεν συμβαίνει με τη νικοτίνη – υπό άλλους όρους, συνθήκες, προσλήψεις και αξίες – στις εφηβικές παρέες;
(H. Becker, “Outsiders. Studies in the Sociology of Deviance”, Free Press, New York, 1963).

Η χασισοποτεία συντελούσε στην οργάνωση των σχέσεων στο εσωτερικό της ομάδας και την απόδειξη μίας αντισυμβατικής στάσης και αντίληψης ζωής που προσέδιδε κύρος και γόητρο. Η άφιξη των προσφύγων της Μ. Ασίας, όπου η συνήθεια ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη, καθώς και οι άθλιες συνθήκες εγκατάστασης και διαβίωσης, προκάλεσαν «ηθικό πανικό» στα αστικά στρώματα.
 Η χρήση χασίς συνδέεται με την παραβατικότητα και το έγκλημα, ο χασισοπότης παρίσταται ως ανήθικος και επικίνδυνος. Το ρεμπέτικο τραγούδι περιγράφεται ως αισχρό, επικίνδυνο και πρωτόγονο.

Οι δυνάμεις της τάξης καλούνται να εκκαθαρίσουν την απειλή. Όπως αναφέρεται εύστοχα:
 « Στις εκκλήσεις του Τύπου προς την Αστυνομία υιοθετείται η οικεία μεταφορά της καθαρότητας, η οποία χαρακτηρίζει την ρητορική των ναρκωτικών καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Η αποκατάσταση της τάξης εμφανίζεται ως προσπάθεια να «καθαριστεί» το κοινωνικό σώμα από τους «ξένους», απ’ όσους έρχονται από άλλες πατρίδες και «πολιτισμούς» και προκαλούν με τις συνήθειες τους τα οικεία ήθη… Στο πλαίσιο του ηθικού υποδείγματος της χρήσης ναρκωτικών αποτυπώνεται η επιλεκτική σύνδεση της χρήσης , ως μίας πρωτόγονης και απολίτιστης συμπεριφοράς, με μία ομάδα ατόμων που κατάγονται από την άγρια Ασία και την καθυστερημένη και λάγνα Ανατολή… Η συγκράτηση των συναισθημάτων, ο έλεγχος του πάθους, η πειθαρχία του εαυτού, ο εκπολιτισμός του σώματος- χαρακτηριστικά στοιχεία της αυτοσυνειδησίας των νέων αστικών στρωμάτων- αντιπαρατάσσονται τώρα στον πολιτισμό των φτωχών και παρανόμων της πόλης και προσδιορίζουν τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις» (Ε.Ανδριάκαινα, «Παίζοντας μετα Όρια», Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2005).

Η ένταση της ποινικής καταστολής κρίνεται αναγκαία για την προστασία της κοινωνικής υγείας έναντι μίας επικίνδυνης παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, που απειλεί πάνω απ’ όλα τη νεολαία.
 Λέει πάλι ο Μ. Βαμβακάρης:
«Τους ντεκέδες τότες που τους πρόκανα εγώ, όταν πηγαίνανε και τους έδενε η αστυνομία και τους έπαιρνε, η μεγαλύτερη ποινή που τους δικάζανε δύο μέρες,τρεις μέρες φυλακή. Τις οποίες τις πληρώνανε και βγαίνανε. Κατόπιν το '36-'37-'38…τότες έγινε η μεγάλη δουλειά. Τότες όταν σε πιάνανε ή πρεπε να βρούνε την πηγή…Και δέρνουνε τον κόσμο, και ΄τονε βάζουνε και χρόνια έ, δύο χρόνια, τρία χρόνια, έξι χρόνια, οχτώ μήνες, δέκα μήνες…»

Κατά συνέπεια, η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά δεν καθορίζεται από κάποιες εγγενείς ιδιότητες της συγκεκριμένης συμπεριφοράς, από την «παραβατική φύση» της συμπεριφοράς, αλλά γίνεται κοινωνικά αντιληπτή ως «παρεκκλίνουσα», μόνο μετά τον χαρακτηρισμό της ως τέτοια από αυτούς που έχουν την ισχύ να προβούν και να επιβάλλουν τον χαρακτηρισμό, να επικολλήσουν την ετικέτα στην πράξη και τον φορέα της. Στη συνέχεια, ο φορέας της παρέκκλισης που υφίσταται τις κυρώσεις του συστήματος κοινωνικού ελέγχου, είναι δυνατόν να εσωτερικεύσει το στίγμα, και να οδηγηθεί στη λεγόμενη «δευτερογενή παρέκκλιση», αποδεχόμενος τη νέα του ταυτότητα ως άτομο παρεκκλίνον. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται ένας φαύλος κύκλος εντονότερης καταστολής και μεγαλύτερης παραβατικότητας.
 Ένας από τους γνωστότερους θεωρητικούς αυτού του μοντέλου, ο Ε. Lemert, περιγράφει ως εξής αυτή τη διαδικασία:
«Η ακολουθία των φάσεων της διαντίδρασης που οδηγούν στη δευτερογενή παρέκκλιση είναι κατά προσέγγιση η εξής:
•η πρωτογενής παρέκκλιση
•οι κοινωνικές τιμωρίες
•η συμπληρωματική πρωτογενής παρέκκλιση
•οι ισχυρότερες τιμωρίες και απορρίψεις
•η περαιτέρω παρέκκλιση, ίσως με εχθρότητες και μνησικακία που αρχίζουν να επικεντρώνονται σ’ αυτούς που εφαρμόζουν τις τιμωρίες
•η κρίση η οποία φτάνει στα όρια της ανοχής και εκφράζεται με επίσημη δράση από την κοινότητα, η οποία στιγματίζει το παρεκκλίνον άτομο
•η ενδυνάμωση της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς ως αντίδραση στο.. (περισσότερα στο βλ. Canavaccio)

Tα σέα - ναργιλέδες

Πότες, αστυνόμοι και τα σέα
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε ανεβάσει στα ύψη την ανεργία και τον πληθωρισμό.
Οι συνθήκες διαβίωσης για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν δύσκολες και τα κατώτερα αστικά στρώματα των πόλεων, μαζί με τους εργάτες και τους πρόσφυγες, συχνά επιβίωναν χάρη στα δημοτικά συσσίτια. Είναι μια περίοδος που ο τιμάριθμος καλπάζει και τα ευρέα λαϊκά στρώματα ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης. Η αισχροκέρδεια και η νοθεία στα τρόφιμα συμπληρώνουν και επιβαρύνουν το αρνητικό κλίμα. Στον αντίποδα, η κοσμική ζωή των ανώτερων τάξεων συνεχιζόταν απρόσκοπτα με χαρτοπαιξία, παιχνίδια στον ιππόδρομο και κοσμικές εκδηλώσεις. Ο νέος τρόπος ζωής θεμελιώνεται πάνω στο μοντέλο του καταναλωτισμού και εισάγονται καινούργια υλικά σύμβολα όπως το ραδιόφωνο και το αυτοκίνητο τα οποία, στο εξής, θα καθορίσουν την κοινωνική ιεραρχία.

Δραπετσώνα. Φωτογραφία σε εφημερίδα της εποχής (αρχείο Αντώνη Μήλτσου)

Προσφέρεται και καφές.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ανθεί η χασισοποσία. Καφενεία που πωλούν «καραμέλες, σοκολάτες, ζαχαρωτά και λοιπά», ή άλλα που –όπως αναφέρει κάποια εφημερίδα– αναγράφουν σε ξεχωριστή πινακίδα δίπλα στο τζάμι ότι «Προσφέρεται και Καφές» αν και στην πρόσοψη υπάρχει τεράστια ταμπέλα που γράφει ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ, ενημερώνουν συνωμοτικά για το διαθέσιμο μαυράκι και βρίσκονται σε κάθε γειτονιά. Στο Βοτανικό, στον Υμηττό, στο Μεταξουργείο, στην Καισαριανή, στις παράγκες του Πειραιά δίπλα στους πρόσφυγες, αμέτρητα χαμόσπιτα, μαγαζάκια και καφενεδάκια γεμίζουν το ναργιλέ με χασίσι και τον «πατάνε» για να πιούν οι ενδιαφερόμενοι. Άλλα τόσα μαγαζιά υπάρχουν στο Βόλο, στη Λάρισα, την Πάτρα και την Καλαμάτα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας λειτουργούν 18 τουλάχιστον χασισοποτεία, στο συνοικισμό Νεάπολητης Θεσσαλονίκης γύρω στα 15 και τρία ακόμη βρίσκονται στη συνοικία Χαριλάου.
 Οι χασικλήδες συλλαμβάνονται, δικάζονται, εξορίζονται ή κρατούνται για λίγο καιρό στη φυλακή προς σωφρονισμό και στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι. Τεκέδες κλείνουν και ξανανοίγουν, μέχρι να τους επισκεφτούν ξανά τα λαγωνικά της Αστυνομίας Πόλεων.

Διαπίστωση: «Προσφέρεται και Καφές» εφημερίδα εποχής για το χάσις - τεκέδες. (Δεκ: 1920-'30)

Μάγκες αραχτοί ...
-
Ζωγραφική απεικόνιση, έφοδος αστυνομίας σε τεκέ... ζημιά..

"ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ, ΦΗΓΙΝ ΑΔΗΝΑΤΟ"
"κατάστικτος" - παλιό τατουάζ φυλακόβιου..
(Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον)
Στα χρόνια της φτώχειας και της ανεργίας, ο ναργιλές, το χασίσι κι ο μπαγλαμάς που τραγουδάει την επιθυμία για το βοτάνι της Προύσας –αυτό που «ακόμη και τον πόνο των αμαρτωλών στον Άδη μπορεί να γιάνει» – αποτελούν την καθημερινότητα μιας αρκετά μεγάλης ομάδας ατόμων. Είναι ακατανόητο για όσους ευημερούν, για τους πολιτικούς, τους ανθρώπους του τύπου και των γραμμάτων ή τους λιμοκοντόρους, τους βαρυσήμαντους εν ολίγοις της εποχής, πώς γίνεται μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων να υπερβαίνει την καθημερινή μιζέρια και την αβεβαιότητα της επιβίωσής της, ρουφώντας τα ντουμάνια μιας αμφιλεγόμενης δρόγης, ακολουθώντας μια ιεροτελεστία που ενισχύει την αδερφικότητα, την ταύτιση και τον κοινό αναστεναγμό για όσα πληγώνουν. Είναι δύσκολο να καταλάβουν πώς αυτοί οι ταλαίπωροι, οι άνεργοι, οι μεροκαματιάρηδες, οι εργάτες, μαζί με τους αργόσχολους, τους παράνομους και τους νταήδες, βρήκαν μια κοινή ηδονή που τους ενώνει. Δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι όλοι αυτοί έχουν τη δική τους ιερή «μήτρα», που μέσα της ο χρόνος κυλάει αργά και οι αισθήσεις αυτονομούνται. Κι αφού τραβήξουν μια επιπλέον βαρβάτη ορθοπεταλιά, πιάνουν τα όργανα και αφηγούνται ιστορίες για το χασίσι, που σβήνει τους νταλκάδες και φέρνει τη λησμονιά από ένα σεβντά που κεντάει σαν το φίδι.
Τα ρεμπέτικα τραγούδια των τεκέδων, τα ονομαζόμενα και χασικλίδικα, χρόνια μετά τη γαλλική «Λέσχη των Χασισιστών»(1) που η τέχνη τους –βγαλμένη από εσωτερικές αβύσσους – προσπαθούσε να συλλέξει το άναρχο «όνειρο» της τετραϋδροκανναβινόλης, έρχονται σε παρόμοιες συνθήκες μέθης να αφηγηθούν λιτά και αφτιασίδωτα αυτό που τους τρώει.

(1) Στις αρχές της δεκαετίας του 1840 στο ξενοδοχείο Pimodan του Παρισιού, o επιφανής γιατρός φρενολόγος Ιάκωβος Ιωσήφ Μορώ (γνωστός και ως Moreau de Tours), αρχίζει τη διεξαγωγή οργανωμένων συναντήσεων χασισοφαγίας προσκαλώντας τη λογοτεχνική και διανοητική ελίτ του Παρισιού μεταξύ των οποίων ήταν οι: Θεόφιλος Γκωτιέ, Κάρολος Μπωντλέρ, Gerard de Nerval, Εζέν Ντελακρουά, ο Μπαλζάκ και ο Αλέξανδρος Δουμάς. Ο Μορώ γνώρισε το χασίς στα τέλη της δεκαετίας του 1830 όταν, ως συνοδός ενός ασθενούς, επισκέφτηκε την Αίγυπτο, τη Συρία κι άλλες περιοχές που χρησιμοποιούσαν ήδη την κάνναβη την οποία έφερε στο Παρίσι δοκιμάζοντας αρχικά τις αγχολυτικές και αντικαταθλιπτικές της ιδιότητες σε ασθενείς του νοσοκομείου που εργαζόταν. Διαπίστωσε ότι με μεγαλύτερες δόσεις μπορούσε να πετύχει την πρόκληση ονείρων, ίδιων μ’ αυτά που έβλεπαν οι Άγγλοι λογοτέχνες του 19ου αιώνα κάνοντας χρήση οπίου!.


Greeks team Rebetes, with water-pipes Hashish -little Nargile- Smokers delight with music of baglamas. about 1920.
Χασισοπότες (καπνιστές) σταυροπόδι, πίνουν ναργιλέ και απολαμβάνουν υπό τον ήχο της πενιάς!!.. Φωτο από ρεπορτάζ κάποιου συντάκτη εφημερίδας -περί τα 1915. *Όσο ξεχωρίζουμε, ο πρώτος από αριστερά παίζει μπαγλαμά,, ο δεύτερος κοιτάει να ανάψει το αργιλεδάκι του διπλανού του καθώς τραβάει τζούρα απ' το καλάμι!. Ο τέταρτος τις παρέας κρατάει έναν τζούρα και ο πέμπτος "στο ζοριλίκι"!, περιμένει την σειρά του; ή ετοιμάζει το "καπάκι";! με το δεύτερο ναργιλεδάκι.

"ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ, ΣΤΙΧΑΚΙΑ Ν΄ ΑΡΑΔΙΑΖΩ...
ΜΑ ΜΟΥ ΤΑ ΦΕΡΝΕΙ Ο ΝΑΡΓΙΛΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ .!"
ΜΑΡΚΟΣ

Οι δικοί μας «ποιητές των καταγωγίων» δεν εμβαθύνανε ούτε αναλύανε τις καταστάσεις με τον τρόπο που το έκαναν ο Μπωντλέρ ή ο Θεόφιλος Γκωτιέ στο Παρίσι της δεκαετίας του 1840. Στα χαμόσπιτα που γεννιούνται οι εμπνεύσεις του μπαγλαμά, δεν υπάρχουνε πιάτα από σμάλτο ή πορσελάνη, ούτε μεγάλα βενετσιάνικα κύπελλα και οι αίθουσες δεν έχουν σκαλιστά επιχρυσωμένα φατνώματα, μπερζέρες ή τζάκια μαρμάρινα. Το ελληνικό παράπονο εκφράζει ό,τι βλέπει και βιώνει, αβίαστα. Με λίγες άμεσες κουβέντες, στολισμένες απ’ τη μονότονη παρουσία του μικροσκοπικού μπαγλαμά, φτιάχνουν τραγούδια για το ναργιλέ που αποκτά πλέον υπόσταση συντρόφου, παινεύουνε το καλό χασίσι και περιγράφουνε λεπτομερώς τα παθήματα και τις αναποδιές του βίου τους:

Ένα βραδάκι βρε παιδιά μας στήσανε καρτέρι
Και μας περικυκλώσανε μέσα στου μαουνιέρη.
Κάποιος μπαμπέσης ο άτιμος, μαρτύρησε το χάνι
Ήρθαν και μας μπλοκάρανε δώδεκα πολιτσμάνοι
Τα κλομπς βαρούσαν δώδεκα κι εμείς μαστουρωμένοι
Τρεις κάμες ξεβρακώσαμε, μα βγήκαμε χαμένοι
Φάγαμε ξύλο, βρε άθεο, μον’ πώς δεν μας σκοτώσαν
Και όλους από τέσσερα χρονάκια μας φορτώσαν...

Σε δυο στροφές όλες κι όλες, μαθαίνουμε ποιος τους την έπεσε, ότι κάποιος κάρφωσε τον τεκέ, δέχθηκαν επίθεση, ξεβράκωσαν τρεις κάμες κι έφαγαν τέσσερα χρόνια, λόγω μαστούρας. Αυτή η τραγική κατάσταση μεταμορφώνεται σε έναν ξερό νταλκά, κεντημένο με τα όργανα που έφεραν οι πρόσφυγες απ’ την Ανατολή, την οποία η αφαν γκατέ των Αθηνών θέλει να ξεχάσει. Οι δαρμένοι μετά την αποφυλάκιση τραγουδάνε με την ομήγυρη στον τεκέ την περιπέτειά τους, ξαναφουμάροντας έναν καλοπατημένο ναργιλέ.

Ρεμπέτες διασκεδάζουν με μπουζούκια και κιθάρα. Με κάσκα (καπέλο) ο Στεφανάκης Σπιτάμπελος.

Το λεξικό της "αμαρτίας".. Ο Τσικρικόνης και άλλα..

Μπαγλαμάδες παλιάς κοπής..
Ο μπαγλαμάς
Το 1934 οι αναγνώστες του «Θάρρους» στον Πειραιά, πληροφορούνται για τον μπαγλαμά, αυτό το άγνωστο όργανο το οποίο ελάχιστοι γνωρίζουν αφού σπάνια ακούγεται σε οικογενειακές διασκεδάσεις και σχεδόν ποτέ σε κοσμικές συγκεντρώσεις.
«Τα τραγούδια του μπαγλαμά δημιουργούνται ως επί το πλείστον στις φυλακές και στους τεκέδες από λωποδύτας και χασισοπότας και γι’ αυτό ο πολύς κόσμος τα αγνοεί» γράφει ο συντάκτης Φ. Γ (1034). Σημειώνει δε ότι πολλές εκατοντάδες λαϊκών δίστιχων, αληθινών αριστουργημάτων, εμπνεύσθηκαν από τους ήχους του μπαγλαμά. Ο αρθρογράφος δεν παίρνει θέση απέναντι στον τρόπο ζωής των δημιουργών, κάνει όμως μια απόπειρα να μεταφέρει στους αμύητους αναγνώστες το μουσικό ύφος αυτών των άγνωστων ακουσμάτων.

«Τα τραγούδια του μπαγλαμά, από απόψεως μέτρου παρουσιάζουν αυτήν την ιδιορρυθμίαν. Είνε τα πλείστα οκτασύλλαβα, δίστιχα ή τετράστιχα, ενώ τα δημοτικά μας τραγούδια είνε συνήθως δεκαπεντασύλλαβα. Αλλά και οι σκοποί των –έχουν δυο τρεις σκοπούς ξεχωριστούς– είνε γοργότεροι από τους σκοπούς των περισσοτέρων των δημοτικών μας τραγουδιών. Τα θέματα επίσης των τραγουδιών του μπαγλαμά περιγράφουν τα πράγματα που αφορούν την ζωήν της παλληκαριάς, της φυλακής, των χασισοποτείων και άλλων καταγωγίων και την πάλην μεταξύ λωποδυτών και χωροφυλάκων».
Ο Γιώργος Μπάτης μπροστά σε ένα από τα πολλά καφενεδάκια που είχε ανοίξει, μαζί με δύο αγαπητικούς, μάγκες της εποχής. Και οι τρεις κρατάνε μπαγλαμάδες, ενώ ξεχωρίζουν και άλλα όργανα του Μπάτη, μπουζούκια και μπαγλαμάς (1935)
Ο συντάκτης εξηγεί ότι λόγω της ατμόσφαιρας στην οποία εμπνεύστηκαν τα συγκεκριμένα τραγούδια, δεν μπορούν να αναφέρονται παρά μόνο σε τέτοια θέματα. Και κλείνει δημοσιεύοντας για το κοινό ένα καθ’ αυτό τραγούδι της φυλακής:
«Σήκω το γελεκάκι μου να ιδής τη μαχαιριά μου / για σένα μου τη δώσανε βαθειά μες στην καρδιά μου!»
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι θαμώνες των τεκέδων, οι οπαδοί της ηδονιστικής δρόγης, δεν είναι μόνο εγκληματίες και αργόσχολοι ηδονιστές, όπως θέλει να τους παρουσιάζει η αστυνομία και οι εφημερίδες της εποχής. Από τα στοιχεία που υπάρχουν, το μόνο έγκλημα που οι περισσότεροι φαίνεται να διέπραξαν είναι ότι κάπνιζαν το απαγορευμένο πλέον και με νόμο φυτό, το οποίο επιφέρει την ποθητή γαλήνη απομακρύνοντας τις μαύρες ιδέες που γεννάει η φτώχεια.



Συλλήψεις χασισοποτών και τοξικομανών στη δεκαετία του 1930
Η πλειοψηφία των συλληφθέντων για χασισοποσία το έτος 1930, όπως φαίνεται από τον πίνακα «Παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών φαρμάκωντων συλληφθέντων τοξικομανών χασισοποτών» (πιν. 1 και 2, σελ. 35), είναι άνεργοι (1). Ειδικότερα, σε σύνολο 685 ατόμων που συνελήφθησαν από την Γενική Ασφάλεια Αθηνών το 1930 για χρήση κοκαΐνης, ηρωίνης ή κάνναβης, οι 468 καταγράφονται ως άνεργοι. Από αυτούς, οι 31 έκαναν χρήση κοκαΐνης και ηρωίνης, ενώ 437 πιάστηκαν να καπνίζουνε χασίς σε τεκέδες. Από τον πίνακα,φαίνεται ότι η αμέσως επόμενη σε πληθυσμό ομάδα συλληφθέντων είναι οι καφεπώλες: σύνολο 43, καθώς και 23 υπάλληλοι καφενείου. Οι 33 από τους συλληφθέντες ήταν βιοτέχνες, 27 εργάτες, 16 εφημεριδοπώλες και οι υπόλοιποι φαρμακέμποροι, παλαιοπώλες, οδηγοί αυτοκινήτων και δύο στρατιωτικοί.
Οι καφεπώλες, δηλαδή οι τεκετζήδες, είναι πρώτοι στη λίστα των συλληφθέντων για τοξικομανία (κοκαΐνη, ηρωίνη). Τριανταπέντε 35 από αυτούς πιάστηκαν για ναρκωτικά (κοκαΐνη, ηρωίνη) και μόλις 8 να καπνίζουνε χασίς εντός του καταστήματος.
 Αυτά τα στοιχεία αποτυπώνουν μια σχετική μόνο εικόνα της εποχής και των πρωταγωνιστών της, αφού σ’ αυτούς δεν καταγράφονται φυσικά όσοι χρήστες απέφυγαν την τσιμπίδα του νόμου. Και είναι γεγονός ότι η υψηλή κοινωνία της εποχής δοκίμαζε τις απολαύσεις του χασίς αλλά και της κοκαΐνης, στην ασφάλεια και τη μυστικότητα του σαλονιού της..
 Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η αναφορά της εφημερίδας «Ακρόπολις», ήδη από το 1915, για όργια σε σπίτια περί την πλατεία Κάνιγγος, στα οποία συμμετείχαν γιοι τραπεζικών και φοιτητές, επιδιδόμενοι σε αιθεροποσίαν και κοκαϊνοποσίαν «ανάμεσα σε γύναια της νυκτερινής και της υπογείου ζωής των καφέ σαντάν, διαρκούσαν ολοκλήρους οργιώδεις νύκτας».
 Σημειώστε ότι στους αριθμούς των συλληφθέντων δεν συμπεριλαμβάνονται οι απλώς χρησιμοποιούντες ναρκωτικά που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του τότε ισχύοντος νόμου «περί επαιτείας και αλητείας»
(βλ. Canavaccio, «Η ποινικοποίηση της ινδικής κάνναβης», σελ. 25).

(1). «Για το αυξημένο ποσοστό ανέργων και ανειδίκευτων εργατών στο σύνολο των χρηστών κάνναβης,υπεύθυνες πρέπει να είναι οι συχνές φυλακίσεις, ο στιγματισμός του καπνιστή και τα δευτερογενή αποτελέσματα της εχθρικής απέναντί τους τοποθέτησης της κοινωνίας, έτσι όπως εκφράζεται από την άνιση και ασυνεπή εφαρμογή των νόμων» (Dornbush R. –Fink M. –Stefanis C., Chronic Hashish Use in Man, Summary Report,1974).

Πίνακας 1. Συγκεντρωτικός πίνακας των συλληφθέντων ανδρών και γυναικών, κατά το έτος 1930, με ηλικίες και είδος παραβάσεων (του Ν. περί ναρκωτικών φαρμάκων, καπνίζοντες χασίς εις κέντρα και επί αλητεία). Άνδρες 685, έναντι 10 γυναικών. (φωτο/κείμενο από βιβλίο Canavaccio).
Πίνακας 2. Παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών φαρμάκων των (ανδρών) συλληφθέντων κατά το 1930, τοξικομανών και χασισοποτών (κατά ηλικία, επάγγελμα, καταγωγή). Στην πρώτη κάθετη στήλη ο αριθμός των τοξικομανών (κοκαΐνη, ηρωίνη, μορφίνη). Στη δεύτερη, οι χασισοπότες που συνελήφθησαν να καπνίζουν κατά μόνας. Η τρίτη στήλη περιλαμβάνει τους καπνίζοντες εντός κέντρων στα οποία «κατά σύστημα παρείχον το τα μέσα προς χασισοποσία» (φωτο/κείμενο από βιβλίο Canavaccio).

Στην αναφορά της αστυνομίας που συνοδεύει τον αναλυτικό πίνακα των συλληφθέντων μαθαίνουμε ότι:
«η απλή χρήσις ναρκωτικών, πλην του χασίς δεν εθεωρείται αυτή καθ’ εαυτήν ως κολάσιμο αδίκημα υπό του τότε ισχύοντος Νόμου “περί μονοπωλείου ναρκωτικών φαρμάκων” και συνεπώς η Αστυνομία δεν είχε το δικαίωμα της συλλήψεως των απλώς τοξικομανών».

(Greek water-pipes hashish) Ναργιλεδες, οι δυο μεγάλοι είναι αυτοσχέδιοι!. Ο ένας (αριστερά) φτιαγμένος από πήλινη στάμνα και ο άλλος από καρύδα! - δεκ.'20 με '30. "Λουλάς"

Τμήμα Γενικής Ασφαλείας / συλληφθέντες δεκ.'30

Του εγκληματολογικού μουσείου. Ναργιλέδες, από καρύδα και πήλινη στάμνα.
Greek old water-pipes hashish


Η ίδια αναφορά, για τους τοξικομανείς, καταγράφει ορισμένα συμπεράσματα ως προς την έξη τους και τον τρόπο που την απέκτησαν:
«Ως προκύπτει, μόνον 1,15% εκ του συνόλου των κατά το έτος 1930 συλληφθέντων είχον σωματικήν αναπηρίαν και πιθανόν ν’ απέκτησαν την έξιν κατά την διάρκειαν της θεραπείας των τραυμάτων των. Δια το 98,8% τούτων δεν δύναται να υποστηριχθή το τοιούτον, διότι και η σύφιλις, υφ’ ης έχουσι προσβληθή το 7,5% και η φυματίωσις, εξ ης πάσχουσι τα 4,9% του συνόλου, δεν συνοδεύονται υπό πόνων, οίτινες να έχωσιν ανάγκην καταπραϋντικών.
Το πιθανώτερον επομένως είναι, ότι το μέγα ποσοστό των τοξικομανών απέκτησε την έξιν της χρήσεως ναρκωτικών, διότι παρεσύρθη εις τον αλητικόν βίον και υπό την επίδρασιν του παραδείγματος άλλων αλητών ειθισμένων εις την χρήση ναρκωτικών, ή διότι ηθέλησεν εκ περιεργείας ή εκ μιμήσεως να δοκιμάση τι αισθάνονται οι τοξικομανείς και εκυριεύθη υπό του πάθους.
Ούτως εκ των 695 συλληφθέντων του έτους 1930:
Οι 31 ειθίσθησαν εις την χρήσιν ναρκωτικών συνεπεία μιμήσεως.
Οι 484 διότι παρεσύρθησαν εις τον αλητικόν βίον εκ φυγοπονίας.
Οι 106 διότι παρεσύρθησαν εις τον αλητικόν βίον λόγω ροπής από χαρακτήρος.
Οι 11 διότι παρεσύρθησαν εξ ενδείας και οι 63 με την πρόθεσιν του κέρδους ησχολούντο εις την πώλησιν ναρκωτικών και ειθίσθησαν και οι ίδιοι εις την χρήσιν των».

«Να περισυλλεγούν το ταχύτερον» Το καλοκαίρι του 1932 φαίνεται πως η κατάσταση στην Αθήνα είχε γίνει αφόρητη. Οι καταστηματάρχες της οδού Αθηνάς και των κάθετων δρόμων ζητούσαν να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση της «πληγής των κοκαϊνομανών και μορφινομανών», οι οποίοι λυμαίνονταν τα μέρη τους. Η απάντηση δημοσιευόταν σύντομα στις εφημερίδες: «Συνεστήθη επιτροπή (που) θα τους περισυλλέξη όλους, θα τους κλείση σε κάποιο απομακρυσμένο μοναστήρι-ιατρείο και εκεί θα τους αρχίση συστηματική θεραπεία». Αλλά όσα μέτρα και αν λάμβανε η Αστυνομία ο αριθμός των τοξικομανών –κυρίως μορφίνης και κοκαΐνης– αυξανόταν. Αρκετοί συλλαμβάνονταν αλλά συνέχιζαν αμέσως μόλις ελευθερώνονταν. Άλλοι ζητιάνευαν στους δρόμους και άλλοι έκλεβαν, κάνοντας ό,τι είναι δυνατόν «για να ικανοποιήσουν το πάθος των». Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως η Αστυνομία ήξερε «όλη την οργάνωσι καθώς και τα πρόσωπα που την απαρτίζουν, από των μεγαλόσχησμων ιδρυτών των τραστ μέχρι των μικροπρακτόρων και μεταπρατών»! Αλλά δήλωνε πως δεν μπορούσε να αντιδράσει «διότι αντιβαίνει η επέμβασίς της στα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτου». Επίσημα δηλωνόταν πως δεν υπήρχε νομικό οπλοστάσιο και δεν ήταν εύκολο να συλληφθεί ο έμπορος με τα ναρκωτικά στα χέρια. Και όταν συλλαμβανόταν η ποινή ήταν εξαιρετικά μικρή, οπότε κάποιος αντικαταστάτης ή η γυναίκα του συνέχιζε την πώληση μέχρι ο ίδιος να βγει από τη φυλακή! *κείμενο-πηγή

Οι αστυνομικές αρχές ανησυχούν επίσης για την αύξηση της εγκληματικότητας και τη συσχετίζουν με τους τοξικομανείς, αλλά και τους χασισοπότες. Αυτή η αύξηση, λένε, είναι απότοκος της ειδικής ψυχικής καταστάσεως υπό την οποίαν διατελούν οι τοξικομανείς και χάρις εις την οποίαν χαλαρούται η ψυχική αντίστασιςεις τας παρορμητικάς προς διάπραξιν εγκλήματος πράξεις. Έτσι, οι χασισοπότες υπό την επήρεια του χασίς εκτρέπονται σε επιθέσεις, τραυματισμούς και ληστείες, ενώ οι άλλοι τοξικομανείς (ηρωινομανείς κλπ.) προσβάλλουν ως επίτο πλείστον την ξένη περιουσία. Η μέθοδος που εφαρμοζόταν τότε για την αποτοξίνωση των εθισμένων ήταν η «εν ειδικοίς απομονωτηρίοις δια της βαθμιαίας αποχής εκ της χρήσεως των προκαλεσάντων την τοξικομανίαν ταύτην ναρκωτικών».
«Το μαρτύριον ενός τοξικομανούς κρατουμένου εις το Τμήμα Γενικής Ασφαλείας, όστις αγωνιά κυριολεκτικώς και κυλίεται επί του δαπέδου οδυρόμενος, διότι δεν του εδίδετο η δόσις μορφίνης, με την οποίαν είχεν εθίσει τον οργανισμόν του...»
(...)
(περ. Canavaccio βλ σελ. 55)



Η δράση της αστυνομίας.
Οι περισσότεροι χασισοπότες στις αρχές της δεκαετίας του 1930 συλλαμβάνονται στη Στοά Πάππου. Πρόκειται για τη στοά που βρίσκεται ακόμη απέναντι από την είσοδο του πρώην Χρηματιστηρίου της οδού Σοφοκλέους. Εκεί, σ’ ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πρωτεύουσας που ήταν γνωστό στέκι χασικλήδων και τοξικομανών, πιάστηκαν συνολικά 31 άτομα. Η σχετική λίστα της αστυνομίας περιλαμβάνει όλα τα καφενεία–τεκέδες στα οποία έγιναν συλλήψεις και προσαγωγές εκείνη τη χρονιά.

Εκτός από τη Στοά Πάππου, στην οδό Μενάνδρου 50 συνέλαβαν συνολικά 15 άτομα, άλλα 6 πίσω από την Δημαρχία, όλοι μαζί 135 οπαδοί του χασίς πιάστηκαν σε καφενεία που παρείχαν μαζί με τον καφέ και την απαγορευμένη απόλαυση. Καφενεία που λειτουργούν στους πιο γνωστούς δρόμους και περιοχές του κέντρου των Αθηνών: Ζήνωνος και Σατωβριάνδου, Σωκράτους, Αρμοδίου, Πειραιώς, πλατεία Βάθης, αλλά και στη λεωφόρο Συγγρού, στη Μιχαήλ Βόδα και στο τέρμα Αμπελοκήπων.

1947 - ΑΘΗΝΑ. ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΘΗΣΑΥΡΟΣ" ΠΟΖΑΡΟΥΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΣΤΟΑ ΠΑΠΠΟΥ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΑΙΟΛΟΥ.

Όσοι πιάνονται, οδηγούνται στην αστυνομική διεύθυνση για τα περαιτέρω, καταγραφή στοιχείων, καταγραφή στιγμάτων ή άλλων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και φωτογράφηση.

[Athens 1930. Greeks arrested, in police station, for cannabis and drugs]
Ανάμεσά τους διακρίνουμε κυρίως νεαρά άτομα, κάποιον τύπο με γραβάτα και κανά δυο ανήλικους. Φοράνε τα παλτά, τα σακάκια και τα καπέλα τους, δείχνουν ταλαιπωρημένοι και τα παπούτσια τους είναι κουρελιασμένα. Κοιτάζουν το φακό του φωτογράφου της αστυνομίας με στωικότητα. Δεν φαίνεται να απορούν, ξέρουν τις διαδικασίες, όμως η σύλληψη εξακολουθεί να είναι μια ανεπιθύμητη εξέλιξη. Η στέρηση της ελευθερίας, όταν δεν ενοχλείς κανένα, δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί…

(old Greek water-pipes for hashish, knives and guns in police department)
"Τα σέα και τα μέα" - Αυτοσχέδιοι ναργιλέδες, μαχαίρια, πιστόλι. (Τμήμα Γενικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης).

Όλοι αυτοί πιάστηκαν επειδή δεν πρόλαβαν να εξαφανίσουν τα πειστήρια του εγκλήματος. Μέσα στον τεκέ, αν δεν έβρισκαν το λουλά να καπνίζει δεν υπήρχε βεβαιωμένη παράβαση. Έπρεπε να βρεθούν τα πειστήρια της παρανομίας. Κι όποτε η μύτη του Νόμου ανακάλυπτε τα ντουμάνια, πιάνανε τους ναργιλέδες και τους χασικλήδες και, με τα πόδια, στη σειρά σαν τρόπαια, τους οδηγούσαν στο τμήμα κάτω από τα απορημένα βλέμματα των περαστικών.

Athens 1930. Greeks arrested, in police station, for cannabis and drugs.
Φωτογραφία από το Τμήμα Γενικής Ασφαλείας Αθηνών. Αρχές της δεκαετίας του 1930, συλληφθέντες, "περισυλλογή της αστυνομίας" από τη στοά Πάππου. Χασισοπότες και τοξικομανείς. μεταξύ τούτων διακινούνται και ανήλικα πρόσωπα (Αρχείο του Αρ.Κουτσουμάρη).

Τμήμα Γενικής Ασφαλείας Αθηνων / συλληφθείς με τατουάζ, "κατάστικτος" δεκ.'30.

Αργιλές από κονσερβοκούτι και καλάμι (Συλλογή Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης)

Αυτοσχέδιος ναργιλές (τσίκα). "Nargiles" Old Greek water-pipe for hashish.

Συχνά η αστυνομία παρακολουθούσε τα σπίτια σεσημασμένων χασισοποτών στα οποία είχε πληροφορίες ότι συναθροίζονταν «διάφορα ύποπτα άτομα». Στις 26 Μαΐου 1928, γίνεται έφοδος στην οικία του γνωστού στην αστυνομία χασισοπότου Ι. Παπαδόπουλου και συλλαμβάνονται 7 άτομα: ένας 27χρονος αμαξηλάτης κάτοικος Ναυαρίνου 8, ένας αρτοπώλης 25 ετών κάτοικος Σεπολίων 8, ένας σοφέρ 25 ετών κάτοικος Πραξιτέλους 25 και 4 ακόμη άτομα ηλικίας 19-25 ετών, εκ των οποίων ο ένας ήταν φοιτητής της Νομικής και, από τους υπόλοιπους, ένας κρεοπώλης, ένας αχθοφόρος και ένας υπάλληλος καφενείου. Το ρεπορτάζ της εφημερίδας που δημοσίευσε την είδηση σημειώνει ότι: «εντός της οικίας ταύτης ανευρέθησαν και πειστήρια του αδικήματος ήτοι ναργιλές εξ ινδοκαρύου, εν πακέττο τουμπεκί και 15 δράμια χασίς άτινα και κατεσχέθησαν».

"Είχανε ναργιλεδάκι και φουμάρανε μαυράκι
παίζαν και μπαγλαμαδάκι για να σπάσουνε μεράκι"

Ρεμπέτικος ναργιλές "εξ ινδοκαρύου" (από καρύδα).

Η λογοκρισία που επιβλήθηκε το 1937 δεν ασχολήθηκε μόνο με τον στίχο, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά και με την μουσική. Και βέβαια δεν ήταν μονοσήμαντη – δεν αφορούσε μόνο την ηχογράφηση ή την εκτέλεση ορισμένων τραγουδιών. Ήταν βαθύτερη, ήταν συνολικότερη και διεκδικούσε την συνολική ανακατασκευή της κοινωνικής ηθικής κι εν τέλει της συλλογικής -και της προσωπικής- μνήμης. Έτσι η χασισοποσία από έκφραση μαγκιάς κατάντησε στίγμα ανομολόγητο. Συνεπώς, ο εξοβελισμός του μαύρου και της σημασίας/λειτουργίας των τεκέδων στην ιστορία και την μνήμη του ρεμπέτικου τραγουδιού δεν ήταν μόνο η φυσική συνέπεια αλλά και το ζητούμενο..


Χασισοπότες και τεκέδες.
Η αρνητική στάση εναντίον αυτών που κάπνιζαν χασίς και οι διώξεις, μοιάζουν με τιμωρία μιας κοινωνικής ομάδας που βρήκε τον τρόπο να βγάλει τη γλώσσα στη μιζέρια που βίωνε καθημερινά. Από τις στρατιές των ανέργων που ζούσαν σε καθεστώς ανέχειας, ενοχλούσαν όσοι επέλεγαν τη «βασιλεία» του χασίς, όσοι γινόντουσαν «δερβισάδες» μ’ ένα κομμάτι μόνο μαύρο και μ’ ένα σιροπιαστό μπινελίκι.

«Μόλις φουμάρουνε οι χασικλήδες» λέει ο Μάρκος Βαμβακάρης στην Αυτοβιογραφία του «δεν τους ενδιαφέρει αν ζούνε ή αν πεθαίνουνε. Είναι ησυχότατοι, δεν πειράζουν άνθρωπο. Μόνον να φαν θέλουν όταν πεινάσουν και τίποτα παραπάνω και να κοιμηθούν, να βλέπουνε όνειρα».

Και ο Γιάννης Πολυκανδριώτης (παλιός τεκετζής, είχε καφενείο-τεκέ, στα Βούρλα) συμφωνεί, σε συνέντευξή του στο Λευτέρη Παπαδόπουλο, το 1972:
 «..Καλύτεροι άνθρωποι από τους χασικλήδες δεν υπάρχουνε! Όταν τραβάς χασίσι καλμάρουνε τα νεύρα σου. Ζαλίζεσαι λιγάκι και κάθεσαι ήσυχος στη γωνιά σου, δεν πειράζεις άνθρωπο.. Αλλά ο νόμος κάνει ό,τι θέλει.. Λέει πως όποιος πίνει χασίσι γίνεται οκνός και δεν πάει στη δουλειά του. Κατάλαβες τι γινότανε;..».

Οι περιγραφές αντίθετα που βρίσκουμε στις αστυνομικές εκδόσεις, φανερώνουν την προκατάληψη για τους χασικλήδες (Ν. Αρχιμανδρίτη, «Επιστημονική και Τεχνική Αστυνομία», 1957):
 «Οι χασισοπόται εκ της επιδράσεως του χασίς και της όλης αυτών διαβιώσεως, έχουν διαμορφώσει ίδιον τύπον με έντονα εξωτερικά γνωρίσματα και συμπεριφοράν, εξ ων διακρίνεται η αντίθεσις αυτών προς το κοινωνικόν σύνολον. Ο χασισοπότης διακρίνεται από τας βραδείας κινήσεις του, την πελιδνήν όψιν του προσώπου, το απλανές και πονηρόν βλέμμα και από το κάτω χείλος όπερ κρέμαται κυριολεκτικώς, δίδον έκφρασιν καταπεπονημένου και σκοτεινού ανθρώπου. Η ομιλία του είναι βραχνή και προφέρει βραδέως τας λέξεις, παρενθέτων συνθηματικάς φράσεις. Αι κινήσεις και το ύφος του, οσονδήποτε και αν εμφανίζεται ούτος ενδεδυμένος καλώς, προδίδουν την ιδιότητά του, διότι βαδίζει πάντοτε νωχελώς με κυρτωμένην ελαφρώς την μιαν ωμοπλάτην και με κρεμασμένας τας χείρας κατά μήκος του σώματος. Το όλον ύφος του είναι βαρυαλγές και διαρκώς παραπονείται δια την “άτιμη” τύχην του. Γενικώς ο χασισοπότης αποφεύγει την έντιμον εργασίαν και παρουσιάζει δραστηριότητα μόνον οσάκις εγκληματεί, οπότε επιδεικνύει αλληλεγγύην, φιλοτιμίαν και γενναιότητα δια την προστασίαν των ομοίων του χασισοποτών».

Και ο καθηγητής Στριγγάρης, στο ίδιο κλίμα, παρατηρεί ότι «η εκφραστική κινητικότης των χασισοποτών απαρτίζεται από σειρά στερεοτύπων κινήσεων τας οποίας ιδιοποιούνται συν τω χρόνω και τας οποίας δύναται να ανεύρη τις ομοιομόρφως εις όλους. Το σώμα ελαφρώς προς τα πρόσω κεκλιμένον, οι οφθαλμοί ημιάνοικτοι, βλέμμα ειρωνικόν ή βλοσυρόν, το κάλυμμα της κεφαλής πλαγίως τοποθετημένον και στηριζόμενον επί του ενός ωτός, πρόσωπον μορφάζον, απότομοι κινήσεις των μελών, γόνατα κεκκαμένα μετά ασταθούς βαδίσματος». (!)

Ο Βαμβακάρης, που κάπνιζε χασίς για πολλά χρόνια και μίλησε με ειλικρίνεια γι’ αυτό το «πάθος» του, αντιπαραθέτει τη δική του εμπειρία από τη γνωριμία του με τους θαμώνες των τεκέδων:

«Για μένα οι αθρώποι του τεκέ ήταν και καλοί και κακοί, όπως υπάρχουνε παντού. Όμως κυρίως καλοί. Ιδίως όταν μαστουριάζανε, και κακός κάποιος να ήτανε, γινότανε πράος, ήσυχος, χωρίς κακία στο νου του. Γι’ αυτό το λαχταρούσαμε και το αποζητούσαμε το χασίσι. Αφού φουμέρναμε δεν κάναμε τίποτες, παρά καθόμαστε μαστούρια σ’ ένα μέρος, καθόμαστε και ρεμβάζαμε. Μας άρεσε να βλέπουμε, μας άρεσε να ακούμε. Με το χασίσι κάθεσαι, ησυχάζεις, αν είσαι νευρικός σε καλμάρει και σου φαίνεται ωραίο το παν. Ο,τιδήποτε ωραίο και να δεις, σου αρέσει. Κάθεται και το βλέπει ο μαστούρης. Γι’ αυτό κι εγώ έπαιζα μπουζούκι μέσα στα μαστούρια, που ‘ταν όλοι μαστουριασμένοι, καθόντουσαν και δεν έβγαζε κανένας μιλιά παρά μόνον ακούγανε το όργανο, το μπουζούκι. Και τους άρεζε. Και για μένα που έπαιζα, ο κόσμος όλος ήταν δικός μου. Δεν μ’ έμελλε για τίποτες, για τίποτες».



Χαμόσπιτα ησυχαστήρια. 
Οι περισσότεροι τεκέδες λειτουργούσαν σε απόκεντρα σημεία της πόλης. Συχνά άνοιγαν κοντά σε νεκροταφεία, για να ‘χουν φαίνεται εξασφαλισμένη την ησυχία από πλευράς των αιωνίως σιωπηλών γειτόνων τους, προκαλώντας όμως τη μήνη των παπάδων που πήγαιναν για καμιά λιτανεία και τους έκαναν πρώτοι λιτανεία οι χασικλήδες, με τα ντουμάνια και τις πενιές τους.

Ώρες με θρέφει ο λουλάς, ώρες αδυνατάω, 
ώρες με ρίχνει σε νταλκά κι ανθρώπου δε μιλάω. (Μάρκος 1933)

[from Greek film: Rebetes, smoking (with hookah) hashish in a "Teke"] - Φουμάρουν σε τεκέ - σκηνή από την ταινία "Ρεμπέτικο".
Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει ότι οι τεκετζήδες υπήρξαν ισχυροί, σοβαροί και έγκυροι τύποι της υποκοσμιακής κοινωνίας και ήταν άτομα με έντονη προσωπικότητα. Παρείχαν στους πελάτες τους προστασία και διέθεταν όλα τα σέα, από ναργιλέδες, μαρκούτσια και χασίσι μέχρι γλυκά, μπαγλαμάδες ή κανένα τουμπελέκι.

Σαν μαστουριάσω και γινώ λιώμα απ' τη μαστούρα 
ξεχνώ όλα μου τα βάσανα κι όλη μου τη σκοτούρα
Με πίκρες και με βάσανα με προίκισε η φύση
κι όλα περνούν και χάνονται μόνο με το χασίσι (Μάρκος. 1934)


Συνήθως οι τεκέδες ήταν χαμόσπιτα, μια κάμαρα χαμηλοτάβανη ή μια παράγκα, ενώ στους πιο εξευγενισμένους υπήρχε σάλα και ξεχωριστός χώρος στα ενδότερα για τους καπνίζοντες. Πολλές φορές δεν υπήρχε πάτωμα, ήταν σκέτο χώμα, άλλοι τεκέδες είχαν σανίδες, ένα τραπέζι απαραίτητα στο κέντρο του δωματίου, γύρω του καρέκλες ή καναπεδάκια και χαμηλά σκαμνιά. Στη μέση, βασίλευε ο ναργιλές.
Ο Στριγγάρης περιγράφει τους τεκέδες ως: «μικρά καφφενεία, τα οποία παρουσιάζουν έξωθεν ειρηνικήν εικόνα με μικράν ή και πολυάριθμον πελατείαν και διατηρούν εις το βάθος ιδιαίτερα μικρά δωμάτια δια το κάπνισμα του χασίς. Εντός αυτών διέρχονται οι καπνισταί πολλάς ώρας της ημέρας και της εσπέρας και παραμένουν ενίοτε ολοκλήρους ημέρας μέχρι βαθείας νυκτός».

Ο Ν. Αρχιμανδρίτης (Επιστημονική και Τεχνική Αστυνομία, 1957), αναφέρει αναλυτικά όλα τα είδη των χασισοποτών, τους τεκέδες και τους μυστικούς τους κώδικες, ό,τι γενικά χρειάζεται να ξέρουν τα νέα σαΐνια της αστυνομίας που μπαίνουν στο σώμα για να πολεμήσουν το έγκλημα και τη φαυλότητα που γεννάνε τα ντουμάνια της κανναβουριάς.
 «Τα χασισοποτεία διευθύνουν απόφοιτοι των φυλακών, οι οποίοι λέγονται “ντεκεντζήδες”. Οι χασισοπόται συνήθως καπνίζουν ομαδικώς, πέντε έως δέκα, η δε προπαρασκευή εις το χασισοποτείον του καπνίσματος γίνεται παρουσία των υπό του ντεκεντζή, ο οποίος θεωρείται ο εμπειρότερος χασισοπότης. Συνήθως τα χασισοποτεία εμφανίζονται ως μικροκαφενεία, το δε καπνιστήριον (ο ντεκές) ευρίσκεται εις το βάθος της οικοδομής, εις ιδιαίτερον δωμάτιον καλώς προφυλασσόμενον από τα βλέμματα των περιέργων και έχει ει δυνατόν ιδιαιτέραν διπλήν έξοδον, δια την διαφυγήν των χασισοποτών εις περίπτωσιν εφόδου της αστυνομίας. Το εσωτερικόν του ντεκέ, έχει πάντοτε ολίγον φωτισμόν, χαμηλά ξύλινα καθίσματα (σκαμνιά) και εις το μέσον μίαν εστίαν πυράς (μαγκάλι), δια την τροφοδότησιν με κάρβουνα αναμμένα του ναργιλέ. Εκεί υπάρχουν και γλυκίσματα, ιδίως σύκα και καρύδια, από τα οποία τρώγουν οι χασισοπόται όταν καπνίζουν το χασίς. Εις τους τοίχους υπάρχουν, συχνά, υδατογραφημέναι ακαλαίσθητοι εικόνες γυναικών ημιγύμνων, διάφορα άνθη και διάφοροι άλλαι παραστάσεις, αι οποίαι κατά την μέθην μετασχηματίζονται εις την φαντασίαν των χασισοποτών, αναλόγως προς τας επιθυμίας και τους πόθους των.
 Οι πελάται του χασισοποτείου είναι πάντοτε γνωστοί κακοποιοί, οι οποίοι δια να εισχωρήσουν εις το ιδιαίτερον δωμάτιον χρησιμοποιούν συνθηματικόν χτύπημα ή φράσιν ωρισμένην ή άλλον τινά τρόπον, τον οποίον καθορίζει εκ των προτέρων ο διευθυντής του κέντρου.
 Όταν συγκεντρωθούν όλοι οι χασισοπόται “δερβισάδες”, ο διευθυντής του κέντρου “ντεκεντζής” παρασκευάζει τον ναργιλέν (λουλάν-μάπαν ή γούργουραν) και πρώτος αναρροφά δια να ελέγξη την λειτουργίαν του και δια να δώση το σύνθημα της ενάρξεως της τελετής. Ακολούθως παραδίδει αυτόν εις τους “δερβισάδες”, οι οποίοι κάθονται κυκλικώς οκλαδόν κατά το τουρκικόν έθιμον, ή επί χαμηλών καθισμάτων (σκαμνίων). Ο κάθε χασισοπότης αναρροφά άπαξ και παραδίδει εις τον παρακαθήμενον και ούτω ο ναργιλές περιφέρεται, μέχρις ότου χορτάσουν όλοι, οπότε λέγονται “μαστούρηδες”».
 Την ώρα που φέρνει βόλτα ο ναργιλές, ειδικοί τσιλιαδόροι σε κοντινή απόσταση από τον τεκέ, έξυπνοι και με ανεπτυγμένη όραση, ελέγχουν την περιοχή για να ειδοποιήσουν σε περίπτωση εφόδου των αστυνομικών. Σε πολλά μαγαζιά προλαβαίνουν και κάνουν θρύψαλα το ναργιλέ με τα σέα του αν ειδοποιηθούν εγκαίρως κι έτσι δεν βρίσκεται ποτέ το τεκμήριο του εγκλήματος. Θάβουν τα κομμάτια ή τα ρίχνουν σε κανένα ανοιχτό υπόνομο, εάν διαθέτει το μαγαζί. Μέχρι και σκύλους χρησιμοποιούν ορισμένοι τεκετζήδες, «ειδικώς εξασκουμένους να περιφέρονται πέριξ του κέντρου ή να ίστανται προ αυτού ως ακίνητοι σκοποί και να ειδοποιούν περί της εμφανίσεως παντός αγνώστου».

Έλληνες πρόσφυγες της Μ. Ασίας. Καταυλισμοί, χαμόσπιτα και καφενεία, Αθήνα. Φωτο: ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ, Π. ΠΟΥΛΙΔΗΣ.
Άποψη της Ακρόπολης, μάλλον από το Θησείο, περίπου 1922 πηγη

"Και τον ανάβει η Κυριακούλα, που `χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα!"

Στις Σπηλιές, στα Βράχια.
Οι χασικλήδες θέλαν μόνο την ησυχία τους, να μπορούν να φουμάρουν χωρίς τον κίνδυνο της αστυνομικής εφόδου, γι’ αυτό πολλές φορές παίρνανε τα βουνά για να φουμάρουνε το ναργιλέ σιγά σιγά και ήσυχα, γιαβάσικα όπως λέγανε.
Πηγαίνανε μέσα σε σπηλιές που είχαν ανακαλύψει και τις είχανε μετατρέψει σε κρυψώνες και χώρους συνάντησης. Έκρυβαν το ναργιλέ σ’ ένα σημείο στη σπηλιά και όταν επέστρεφαν τον ξέθαβαν κι άρχιζαν τις «βόλτες».
 Οι σπηλιές της Πειραϊκής που, όπως αναφέραμε, γίνονται αντικείμενο ευφάνταστου ρεπορτάζ το 1911, περιβάλλονται από το μύθο τρομερών κακοποιών που έχουν το αρχηγείο τους σε απρόσιτα σπήλαια – δωμάτια και οργανώνουν τα εγκληματικά τους σχέδια πίνοντας το ναργιλέ τους. Οι αλήτες, οι χασισοπότες, οι κακούργοι και οι ληστές του Πειραιά εμπνέονται από τη μαγεία της φύσης και αποφεύγουν τις παγίδες αριστοτεχνικά.
 «Εκεί στις ακτές της Πειραϊκής χερσονήσου μαζί με το γεμάτο ιώδιο αεράκι που θωπεύει το πρόσωπο, ταυτόχρονα υψούται μία ελαφρά νεφέλη καπνού, το άρωμα της οποίας προκαλεί την αηδίαν και τον έμετον.

Χασικλής στα βράχια της Πειραϊκής, «αραχτός» - κοιμώμενος στα αρχαία τείχη 1911. (Φωτο από: Pireorama).

Κάπου εκεί εις ένα σπήλαιον υπό ή υπέρ τους βράχους αναπαύονται οι κυρίαρχοι της μαγικής ακτής καπνίζοντες ηδυπαθώς το τσιμπούκι ή τον ναργιλέν των με το ονειροπλόκον χασίς, ξεκουραζόμενοι από τας ριψοκινδύνους ασχολίας των ή σχεδιάζοντες ίσως τολμηράς επιχειρήσεις. Ακριβώς υπό την λευκάζουσαν λωρίδα του δρόμου και ολίγον κατωτέρω των ερειπίων των μακρών τειχών ευρίσκεται η περιώνυμος και ιστορική σπηλιά, το απάτητον καταφύγιον των λωποδυτών και κακούργων και από ξηράς και δια θαλάσσης. Η σπηλιά αυτή είνε φυσικόν κοίλωμα μεταξύ δύο τεραστίων και αποκρήμνων βράχων εντελώς περίπου απροσπέλαστον δια ξηράς. Πώς όμως κατορθώνουν αυτοί όταν διώκωνται κατά πόδας υπό χωροφυλάκων, να διολισθαίνουν δίκην αιλούρων ή κατσικιών εκεί μέσα αφήνοντες τους χωροφύλακας καθίδρους να αφρίζουν από την λύσσαν των, είνε μυστήριον.» (1911).
 Η ιστορική σπηλιά βρίσκεται λίγο πιο πέρα από την έπαυλη Σκουλούδη (νυν Αντικαρκινικό Μεταξά), μετά το σταθμό του τραμ. Χρησιμεύει ως ορμητήριο των χασικλήδων και λωποδυτών που λυμαίνονται τον Πειραιά. Σε δυο βήματα μάλιστα απόσταση βρίσκεται ένα ερειπωμένο σπιτάκι, χτισμένο στην πρόσοψη μιας ακατοίκητης μάντρας, το οποίο: «οι νυκτερινοί ιππόται της χερσονήσου χρησιμοποιούν όχι τόσον ως κατοικίαν, όσον δια τους κτηνώδεις έρωτάς των. Αλλοίμονον δε εις εκείνον, όστις θα ετόλμα να τους ταράξη τας συχαμεράς στιγμάς…».
 Μύθοι περιβάλλουν το διάστημα της Πειραϊκής χερσονήσου από την έπαυλη Σκουλούδη μέχρι και την Ναυτική Σχολή. Μύθοι που έχουν να κάνουν με τις δαιδαλώδεις σπηλιές που υπήρχαν τότε σε όλο το μήκος της παραλίας, σπήλιες με αναρίθμητους διαδρόμους και που εντός αυτών διέμεναν άνθρωποι του υπόκοσμου.. Ήταν τόσος ο τρόμος των εγκλημάτων της περιοχής που είχε γίνει σχεδόν μύθος ότι εγκληματίες, βιαστές, πορτοφολάδες και κάθε λογής άλλα στοιχεία, κτυπούσαν ακριβώς μετά την μάνδρα της επαύλεως και μετά εξαφανίζονταν μυστιριωδώς μπαίνοντας μέσα στις σπηλιές της Πειραϊκής."

1911.. (Φωτο από: Pireorama) πηγη

Στην κορυφή της Πειραϊκής χερσονήσου διακρίνεται το μεγαλοπρεπές μέγαρο του «αποκρύφου κόσμου του Πειραιώς», μέσα στο οποίο γίνονται οι γενικές συνεδριάσεις των πολυπληθών και πολλές φορές αντίπαλων ομάδων, τα γλέντια τους, τα φαγοπότια ενώ συχνά διαμένουν εκεί μέλη του σκοτεινού συνδέσμου. Εκεί πάνω είχε τη σπηλιά του και ο «Νταής των νταήδων» ο αρχηγός των κακοποιών. Έμενε σε μια σπηλιά στον πιο απόκρημνο βράχο, ένα αληθινό δωμάτιο, την πιο απρόσιτη και ενδιαφέρουσα σπηλιά της Πειραϊκής. Ήταν αθέατος, βαρύς κι αμίλητος και κάπνιζε το ναργιλέ του πάντα με συντροφιά της αρεσκείας του κι εκεί σ’ έκείνο το «δωμάτιο» λένε πως έβγαιναν οι διαταγές της τρομοκρατίας των αγαθών πολιτών του Πειραιά. Πιο πέρα ήταν δυο σπηλιές που η είσοδός τους κρυβότανε προς το μέρος της θάλασσας από τεράστιους ογκόλιθους που είχανε κατρακυλήσει μέχρι την ακτή.
 Εδώ κατέφευγαν οι χασικλήδες τη νύχτα, φουμάροντας ανενόχλητοι το ναργιλέ τους, απολαμβάνοντας τη θαλάσσια αύρα έξω απ’ τις σπηλιές και ετοίμαζαν με αληθινή μυσταγωγία το ναργιλέ και τους λουλάδες με το καλύτερο χασίς της Προύσας.

Στα βράχια της Πειραϊκής.. - Τα αρχαία τείχη, 1910 περίπου.. πηγη


«Άγιοι» χασισοπότες, καλλιτέχνες μουσικοί

Η τετράς του Πειραιά / "Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς"
The famous Piraeus 4 - Great Greeks hashish smokers and musicans 1934 - Rembetiko - Greek urban music - Mangas. Rebetiko singers poured their hearts out over the terrible and gloomy times of poverty, expressing themselves in their songs. "Music is the emotional life of most people"

Στης μαστούρας το σκοπό
«Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα  / και στη σπηλιά του Δράκου βγήκα
Βλέπω τρεις μαστουρωμένοι / και στην άμμο ξαπλωμένοι.
Ήταν ο Μπάτης και ο Αρτέμης / και ο Στράτος ο τεμπέλης
Βρε συ Στράτο, βρε συ Στράτο / φιάξε αργιλέ αφράτονα
να φουμάρει το Μπατάκι / που είναι χρόνια ντερβισάκι
να φουμάρει και ο Αρτέμης  / που πάει και μας φέρνει
Μας φέρνει μαύρο από την Πόλη / και μαστούρια είμαστε όλοι
τουμπεκί απ’ την Περσία  / πίνει ο μάγκας με ησυχία»...

Στη δεκαετία του ’30, η σκηνή που περιγράφει ο Γιώργος Μπάτης ήταν καθημερινότητα στις σπηλιές και τους λόφους γύρω από τον Πειραιά. Οι μάγκες επέλεγαν τα απόμερα σημεία για να αποφύγουν είτε την κακή εξήγηση του τεκετζή, είτε το «ξενέρωμα» που έφερναν οι εισβολές των –ανεπιθύμητων στους τεκέδες– οργάνων της τάξης. Για «να πιουν με ησυχία» πάνω στην κουρελού που είχαν κουβαλήσει στη σπηλιά, όπως λεει κι ο Γιάννης Εϊτζιρίδης, πιο γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς, στο «Πέντε μάγκες στον Περαία», ένα απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που γράφτηκαν με θέμα το χασίς και την κοινωνία των χασικλήδων του Πειραιά. *Το τραγούδησε το '35 ο Αντώνης Καλυβόπουλος (Σμυρνη 1902 - Αθηνα 1960).
Φούμαραν και ήταν τζούρα / φώναξαν τον τεκετζή
δεν κατάλαβαν μαστούρα / ήταν σκέτο τουμπεκί ..
Εσύ νόμιζες πως έχεις / τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις / μήτε και πρεζάκηδες ..
Πάμε `κεί στου Κουνελάκη / έχω ζούλα ναργιλέ
πάμε μάγκες να τον πιούμε / να μην πάμε στον τεκέ ...

Σπηλιές και βράχια αφθονούσαν κατά μήκος της Πειραϊκής Ακτής. Στέκια χασικλήδων αλλά και κακοποιών.
"Το λιμανάκι στην Κρεμμυδαρού, είχε το όνομα Μόλος του Βασιλιά Γεωργίου Α’ και από το Κέντρο, το Μπουζουξίδικο του Κράκαρη, το λέγανε «ο κάβος Κράκαρη». Οι ναυτικοί και οι χασικλήδες, διωγμένοι από τις σπηλιές της Πειραϊκής Χερσονήσου, καταλήξανε στα όρια Αγίου Διονυσίου – Δραπετσώνας, όπου εκεί συγκεντρώνονταν στις παράγκες απολαμβάνοντας την χασισίδικη μέθη, όπου γίνονταν και συμπλοκές τόσο μεταξύ τους όσο και με την αστυνομία.
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι και ανακατεύτηκε με τους ανατολικούς αμανέδες, τα αρμένικα τραγούδια και τα νησιώτικα". πηγη

Ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του περιγράφει μια εμπειρία του στη σπηλιά του Κουλού, ένα απόκρημνο μέρος στην ακτή της Δραπετσώνας:
«Πήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο από την Προύσα. Μόλις πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω, τράβηξα δυνατά με το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις κι έπεσα χάμω και συλλογιζόμουνα πώς ν ανέβω τώρα το γκρεμό να φύγω; Αρχίνησα με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφτασα ως πίσω από το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ήταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών και δεν ερχόντουσαν μαζί στη σπηλιά όπου πηγαίναμε οι Πειραιώτες. Είχαν δικό τους νταραβέρι...».
*Διάβασε περισσότερα εδώ -> Σπηλιά του Κουλού.

Το χασίς δεν ήταν κάτι νέο για τον Πειραιά ούτε φυσικά το έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Την εποχή που αφηγείται ο Μάρκος, η καλλιέργεια της κάνναβης είχε ήδη δια νόμου (Ν. 2017 του 1920) απαγορευθεί, οι δε καπνίζοντες χασίς τιμωρούντο με κράτηση ή και πρόστιμο. Η αστυνομία, σύμφωνα με το νόμο αυτό είχε καθήκον:
«να παρακολουθή αγρύπνως τας κινήσεις των χασισοποτών και να κλείη τα καταγώγια ή τα άλλα ενδιαιτήματα εις ά επιδίδονται καθ' έξιν εις χασισοποτίαν ούτοι, συλλαμβάνουσα δε τούτους επ αυτοφώρω να τους παραδίδη εις την αρμοδίαν Εισαγγελικήν αρχήν δια την κατά νόμον τιμωρίαν των»!

Ματαίως. Πίναν στη ζούλα, φτωχοί και πλούσιοι, όπως λέει ο Μάρκος, σε διάφορους τεκέδες, χασίς διαφορετικής ποιότητας ανάλογα με το πορτοφόλι τους. Όταν τύχαινε να συνυπάρχουν οι τάξεις στον τεκέ, οι φτωχότεροι φρόντιζαν να κάθονται κοντά στις θέσεις των πλουσίων καθώς πάντα οι τελευταίοι έπιναν απ΄ το «καλό». Για τους φτωχότερους έμενε ο «φλόμος», τ΄ αποτσίγαρα, οι κάφτρες δηλαδή που άφηναν οι πλούσιοι. Πλένανε το τουμπεκί, τα καλής ποιότητας, συνήθως περσικά, φύλλα καπνού, των πλουσίων, το βάζαν σε κάτι αυτοσχέδιους αργιλέδες και ξανακάπνιζαν το «φλόμο». Σε μια από τις παλιότερες ηχογραφήσεις του ο Μάρκος τραγουδάει:
«Όταν πλύνω τουμπεκάκι, / θα φουμάρω τσιμπουκάκι».
Στην ετικέτα του δίσκου, ο τίτλος του τραγουδιού είναι «Όταν πίνω τουμπεκάκι». (Κατά λάθος).

Αλλά, εκτός από τους τεκέδες, υπήρχαν κι οι σπηλιές στις ακτές, οι γούβες και τα βουνά. Κάποτε, ο Μπάτης με τον Στράτο πήγαιναν στα βουνά της Νίκαιας για να πιουν αργιλέ. Τους παρακολουθούσαν δυο χωροφύλακες για να τους πιάσουν επ΄ αυτοφώρω. Ο Μπάτης τους αντελήφθη κι εκεί που κάθισαν να καπνίσουν, βάζει φωτιά σ΄ ένα θυμάρι για ν΄ ανάψει τον αργιλέ και φωνάζει:
«Βάρδα, φουρνέλο»!.. Όπου φύγει – φύγει, οι χωροφύλακες... Η διάσημη από το τραγούδι του Μπάτη, σπηλιά του Δράκου, στον Κερατόπυργο στο Κερατσίνι που σήμερα είναι σφραγισμένη, ήταν μια από τις προσφιλείς καβάτζες για τους μάγκες αλλά και για τους τέσσερις της «Τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς» που ήσαν δεινοί χασισοπότες.

Πειραιάς, 1932 - '33 "ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΟΔΟΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ - ΔΙΑΤΑΓΗ ΔΗΜΑΡΧΟΥ - ΖΟΡΖ Α.ΒΑΤΕ" Ο Μπάτης στο κεφενεδάκι του (coffee shop ) "H oδός απελπισίας", που άνοιξε με διαταγή δημάρχου! Δίπλα από την ταμπέλα, ένας νεαρός μαθητής με κιθαρα και ο Μήτσος Καρυδάκιας (μπαγλαμά). Δημήτρης Καρυδάκης ή Καρυδάκιας, μπουζουξής, κολλητοί φίλοι με τον Δελία, τον σκότωσαν στην Κατοχή, βρέθηκε δολοφονημένος, στη Δραπετσώνα το 1942 και κανείς δεν έμαθε ποτε, ποιός τον σκότωσε..

Στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου "Υπόκοσμος και καραγκιόζης" διαβάζουμε: "Οι μάγκες του Πειραιώς εσύχναζαν στους τεκέδες του Αγίου Διονυσίου (τότε λειτουργούσε ως νεκροταφείο), στα Καρβουνιάρικα (δηλαδή στην ακτή Ξαβερίου), στην Πειραϊκή (ήτανε μια ερημιά - είχε δυο ταβέρνες και περιμετρικό χωραφόδρομο), στα μπορντέλα (Βούρλα), στην Μάντρα του Σκυλίτση, στου Βάβουλα τη γούβα (γεμάτη καλαμιές) και στις παραλιακές σπηλιές (Μπαϊκούτσι, Κερατόπυργο, Κερατσίνι κ.τ.λ.). Σ' αυτές τις σπηλιές - όπου επήγαιναν κυρίως το βραδάκι για να φουμάρουν χασίσι - γινότανε συχνά έφοδοι της Χωροφυλακής. Οι μπασκίνες έριχναν στο ψαχνό με γκράδες. Οι μάγκες απαντούσαν με πιστολιές. Συνήθως ο κάθε μάγκας έσερνε μαζί του μια μπουλντόκα... Τελειώνω την παράγραφο με μια καταπληκτική λεπτομέρεια: οι μάγκες του Πειραιά, αυτής της εποχής, γουστάριζαν να παίζουν στις σπηλιές οκαρίνα..."

Η οκαρίνα ("μικρή χήνα") είναι μέλος της οικογένειας των φλάουτων. Ενώ τα περισσότερα φλάουτα είναι κυλινδρικά, η οκαρίνα - γνωστη και ως "φλάουτο αγγείο" - έχει συνήθως σχήμα σφαιρικό ή ωοειδές.. πηγη

Ο Μπάτης (o, κατά Ζωρζ Πιλαλί, «Ζωρζ Μπατί, χοροδιδάσκαλος και τεκετζής, ουράνιος χασιστής και στη μαστούρα του ευγενής») που διέθετε δικό του τεκέ – χοροδιδασκαλείο στην οδό Αίμου στην Αγιά Σοφιά –σήμερα στη θέση του υψώνεται πολυκατοικία - περηφανευόταν πως στη ζωή του είχε πιει βαπόρια χασίσι. Όπως μαρτυρά ο Μανώλης Δημητριανάκης, (1) μαθητής του Μάρκου (και εκ των τριών βασικών, μαζί με τους Γιώργο και Δημήτρη Κοντογιάννη, της «Ρεμπέτικης Κομπανίας»)
(1). Συνέντευξη του Μ. Δημητριανάκη στον υπογράφοντα Γ. Χριστοδουλόπουλο, 2008.
όταν λίγο πριν τη δικτατορία του 1967 και προς το τέλος της ζωής του Μπάτη, του ζητούσε να παίξει μαζί του μπαγλαμά, εκείνος του έλεγε:
«Άμα θέλετε να παίξω, να με παίρνετε λίγες μέρες πριν για να περπατήσω, να κυκλοφορήσει το αίμα μου»!.
Όσο για τον Στράτο τον «τεμπέλη»; Η συγκλονιστικότερη φωνή που έβγαλε το ρεμπέτικο τραγούδι, ο μέγας Στράτος Παγιουμτζής, μαγκίτης, αλανιάρης και βαρκάρης του λιμένος Πειραιώς ήταν πολύ περήφανος μαστούρης. Ο τέταρτος, ο μικρότερος της παρέας, ο Ανέστοςο «Αρτέμης» του τραγουδιού – η «μαύρη γάτα» όπως άλλωστε λέγαν και τον πατέρα του στη Σμύρνη για τη δεινότητά του στο σαντούρι, ήταν φυσικά κι αυτός χασικλής αλλά πιο ντροπαλός καθώς ήταν –σαν κορίτσι όπως λέγαν οι υπόλοιποι στεκόταν πάνω στο πάλκο –δεν το διατυμπάνιζε κιόλας. Διέθετε, όπως όλοι συμφωνούσαν, το γλυκύτερο παίξιμο ανάμεσα στους μπουζουξήδες της εποχής και μιλούσε με τα τραγούδια του:
«Όταν μπουκάρω στον τεκέ, τον αργιλέ τσακώνω
και μες στα φυλλοκάρδια μου τραβώ, τον ξελιγώνω»,
ακούγεται στο «Σούρα και μαστούρα» (Χασάπικο - Ηχογρ. το 1936).
Λίγα τραγούδια άφησε ο Ανέστος Δελιάς αλλά ένα κι ένα:
«Το σακάκι», «Το χαρέμι στο χαμάμ», «Κουτσαβάκι», «Τον άντρα σου κι εμένα», «Αθηναίισα» αλλα και ο «Ο πόνος του πρεζάκια»
«Απ΄ τον καιρό που άρχισα την πρέζα να φουμάρω, 
ο κόσμος μ΄ απαρνήθηκε δεν ξέρω τι να κάνω..»
 Το «Αρτέμης» ήταν παρατσούκλι που του είχε κολλήσει ο Γιώργος Μπάτης ή, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, ο Μήτσος ο Καρυδάκιας. Ο Ανέστης Δελιάς είχε έρθει από τη Σμύρνη με την καταστροφή, μόλις δέκα χρόνων μαζί με την μεγαλύτερη αδερφή του και την έγκυο στο τρίτο παιδί μητέρα τους και έμενε στη Δραπετσώνα. Στην αρχή της Δραπετσώνας, δίπλα στις προχειροφτιαγμένες παράγκες όπου στοιβάζονταν οι πρόσφυγες, υπήρχαν τα διαβόητα Βούρλα, οίκος ανοχής με περισσότερες από 70 τρίτης κατηγορίας πόρνες εγκατεστημένες εκεί ήδη πριν τα τέλη του 19ου αιώνα για τις ανάγκες των ξένων στόλων που ελλιμενίζονταν στον Πειραιά. Στα Βούρλα δούλευε και η ερωμένη του Δελιά, η "Κούλα" επονομαζόμενη «Σκουλαρικού», εκείνη που τον «μύησε» στην πρέζα. ήταν τέλη του 1934, αρχές του 1935… Πέθανε στις 31 Ιουλίου του 1944 από υπερβολική δόση ηρωίνης στη διάρκεια της Κατοχής σε νεαρή ηλικία, περίπου 32 ετών..

Άλλο Χασικλής και άλλο πρεζάκιας ..
Χασισοπότες και τοξικομανείς: Δυο διαφορετικοί κόσμοι.
 «Όταν ο Ανέστος έφυγε από κοντά μας και έγινε πρεζάκιας, εμείς τότε δεν τον εζυγώναμε», αφηγείται ο Μάρκος Βαμβακάρης. «Πόσες φορές του ελέγαμε, βρε Ανέστο δεν βλέπεις τους άλλους που έχουνε γίνει; Είναι αμαρτία. Κόψε την πρέζα κι έλα μαζί μας να φιαχτείς, να δουλέψεις κοντά μας. Του ελέγαμε όλοι και οι τρεις (ο Στράτος και ο Μπάτης δηλαδή), αλλά αυτός δεν άκουγε κανένα. Μια φορά τον επείσαμε και ήρθε μαζί μας και τον εφυλάγαμε να μη μας φύγει… Έγινε πολύ ελεεινός, αρχίσαμε μόλις τον εβλέπαμε να τον αποφεύγουμε διότι δεν ημπορούσαμε να μας βλέπει η Ασφάλεια με αυτόν να έχουμε πάρε -δώσε…».

Το χασίς δεν ήταν άγνωστο στην ημεδαπή επικράτεια, ούτε ήρθε το 1922, με τους πρόσφυγες. Ήταν ήδη γνωστό στην Ελλάδα από το 1880. Άλλωστε, σύμφωνα και με μιαν επικουρική μαρτυρία, (από το βιβλίο του Κ. Μακρή, "Το ελληνικόν χασίς", Αθήναι 1929) ο Πειραιάς υπερείχε αριθμητικά, σε σύγκριση μεάλλες πόλεις, στην ύπαρξη και λειτουργία τεκέδων:
 «Άφθονα είναι τα κέντρα των χασιστών εις πολλάς των μεγάλων πόλεων της Ελλάδος, την σημαντικοτέραν όμως εξάπλωσιν έλαβε το χασίς εν Πειραιεί. Εις την πόλιν ταύτην υπήρχον και υπάρχουν έτι τα περισσότερα κέντρα χασιστών.(…) Πλήθος χασιστών, προερχομένων κυρίως εκ Μικρασίας, είχον εγκατασταθεί από το 1914 εις την Πειραϊκήν χερσόνησον ιδία, όπου, από παλαιοτέρας εποχής αυτη, λόγω του ότι ήτο σχεδόν έρημος, εχρησίμευεν ως κέντρο χασιστών».

χαμόσπιτο 

Πειραιάς, Δραπετσώνα και Μενίδι.
«Χαρμάνης είμ' απ' το πρωί, πάω για να φουμάρω
Μεσ' τον τεκέ του Σάλωνα, π' έχει το φίνο μαύρο» 
(Χασάπικο του Μάρκου - Ηχογρ. το 1933)
Ο Μάρκος ξέρει τους περισσότερους τεκέδες του Πειραιά και τους αναφέρει ονομαστικά: του Ζουάνου του Καλοκαιρινού, από τους πρώτους που γνώρισε, του Μίχαλου στα Χιώτικα –στέκι πρώτης τάξεως χασικλήδων, καλοντυμένων και λεφτάδων–, του Σάλωνα που ήταν πάντοτε ντυμένος στην πένα, με τα δαχτυλίδια του και τα κουστούμια του, -εδώ να πούμε εμείς, ότι ο Σάλωνας καταγόταν από την Άμφισσα -τα ιστορικά Σάλωνα- , του Αβίγλη στα λιπάσματα που ήταν στραβός κι από τα δυο μάτια, του Γεράσιμου στο Γκαζοχώρι, αλλά και τους τεκέδες στα Βούρλα στη Δραπετσώνα, ένα από τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς, που συνυπήρχαν με τα «παραθυράτα» μπορντέλα.

Δημοσίευμα του 1904 που αφορά επιδρομή της αστυνομίας σε χασισοπότες. Στα βούρλα του Αγίου Διονυσίου και στις Σπηλιές της Φρεαττύδος. Στο περιβάλλον των Βούρλων κινούνταν ένα σωρό από χασισοπότες, έμποροι ναρκωτικών, σωματέμποροι, ιδιοκτήτες τεκέδων, αγαπητικοί κ.ο.κ. Αυτοί κυρίως που έχουν όμως τα πρωτεία είναι οι χασισοπότες. Σχεδόν κάθε μέρα που οι εφημερίδες δημοσιεύουν και μια σύλληψη στα βούρλα και φυσικά στην άλλη περιοχή που μάζευε τότε χασισοπότες στα βράχια της Πειραϊκής μετά την Έπαυλη του Σκουλούδη. πηγή
Στα Βούρλα, γνωστά και ως Βρωμολίμνη εξαιτίας του έλους που κάλυπτε το λιμάνι και ήταν γεμάτο βούρλα, σύχναζαν αγαπητικοί, λαθρέμποροι, χασικλήδες, σκυλόμαγκες, νταήδες και κάθε καρυδιάς καρύδι και λειτουργούσανε τεκέδες που ήταν μια κάμαρα. Από το 1894 είχαν εγκατασταθεί εκεί 70 περίπου πόρνες σε σπίτια του Δήμου για να εξυπηρετούν τις ερωτικές ανάγκες των πληρωμάτων των εμπορικών πλοίων που αγκυροβολούσαν στην περιοχή. Τρεις διπλές σειρές βρώμικων χαμόσπιτων είχαν χτιστεί δίπλα σχεδόν στο αστυνομικό τμήμα των Βούρλων και λόγω της πολυάριθμης πελατείας έμεναν όλοι ικανοποιημένοι.

Συμπλοκή και μαχαίρωμα στα Βουρλα. Δημοσίευμα του 1908, τα Βούρλα στον Άγιο Διονύση ήταν πορνείο σαν στρατόπεδο, φυσικά γινόταν χρήση ναρκωτικών (εδώ έκαναν πρεζάκια τον Α Δελιά) και μετά την κατοχή έγινε τόπος φυλακής.

Στα απομνημονεύματά του, το 1975, ο στιχουργός του ρεμπέτικου και νταής του Πειραιά Νίκος Μάθεσης – Τρελάκιας (1907-1975) περιγράφει τον προπολεμικό Πειραιά και την Τρούμπα:
 «Ο Περαίας πριν μισό αιώνα ήταν πολύ άγριος. Ο Περαίας με τα καταγώγιά του, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα καφέ–σαντάν του, με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών… Από τη μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλα, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες στο δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Περαία μες στα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Περαίας! Απ’ την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενο».

Η παρέα του Ν. Μάθεση χορεύει χασάπικο, υπό τον ήχο της λατέρνας, στην Κούλουρη (Σαλαμίνα) στις 23-8-1927.
Ο Μάθεσης με πειραιώτες φίλους του. Μάγκες, αλανιάρηδες, νταήδες,, όλοι φούμαραν αβέρτα! (1934).
Ο Μάθεσης (δεξιά) με δύο φίλους του, στην πλατεία Κάνιγκος, το 1936.


Χασίσι και κατοχή.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος, αναφέρεται στην πλατιά διάδοση της χασισοποσίας την περίοδο 1940-41:
 «Τον παλιό καιρό το χασίσι σερνόταvε στο δρόμο. Και το φουμάρανε πολλοί άνθρωποι του λαού. Το χασίσι δεν είχε μπει ακόμη στα σαλόνια.
Κάποτε η δυστυχία ήτο μεγάλη. Η φτωχολογιά την αντιμετώπιζε με το τραγούδι, με το κρασάκι και με το χασίσι. Αρκεί v’ ακούσεις σμυρναίικα τραγούδια για να καταλάβεις την τότε πλατιά διάδοσή του.
Συνήθως, το χασίσι το φουμάρανε άντρες. Ωστόσο, υπήρχαν και γυναίκες που αναζητούσαν παρηγοριά σ’ αυτό.
Το χειμώνα του 40-41, για να γλυτώσουμε από τους βομβαρδισμούς νοικιάσαμε ένα σπίτι στην Καπουτζήδα (σημερινή Πυλαία). Θυμάμαι την νοικοκυρά μας, μια παντρεμένη σαραντάρα, να στρίβει τσιγαριλίκια το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο –η μάνα μου δεν σχολίαζε το φαινόμενο. Ήταν η εποχή που το χασίσι δεν ταυτιζότανε με το έγκλημα. Στο βιβλίο μου ”Το άγιο χασισάκι“, περιέγραψα πώς γνώρισα τον κόσμο των χασικλήδων στα παιδικά μου χρόνια. Στην περίοδο της Κατοχής η χασισοποσία φούντωσε. Στη διάρκεια του Αvταρτοπόλεμου η φαvταρία κατέφευγε στο χασίσι. Η ηγεσία του λεγόμενου ”Εθνικού Στρατού“ παρίστανε τον μαλάκα. Εξάλλου, πριν από κάθε επίθεση στο Γράμμο ή στο Βίτσι πότιζαν τους στρατιώτες με δυνατό αμερικάνικο κονιάκ, που έφτανε στις μάχιμες μονάδες σε γκαζοτενεκέδες».

Ο Ηλίας Πετρόπουλος γνώρισε πολλούς χασικλήδες της εποχής –αν και ο ίδιος δεν έπινε– και διαπίστωσε το γλυκό τους χαρακτήρα:
 «Επί δεκαετίες οι χασικλήδες είχαν περάσει στη δικαιοδοσία των εγκληματολόγων, που τους θεωρούσαν σαν στιγματισμένα άτομα. Η Εγκληματολογία ανέκαθεν δούλευε, χέρι – χέρι με την Aστυνoμία. Το ίδιο έκαναν και οι γιατροί, που “ανακάλυψαν” πως οι χασικλήδες είναι οκνηροί, βρόμικοι και ανεπανόρθωτα εθισμένοι στα ναρκωτικά. Και επιπλέον, ότι είναι αποβλακωμένοι, επικίνδυνοι μαχαιροβγάλτες, ανίκανοι να οδηγήσουν αυτοκίνητο, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αληθεύει».

"Δηλητηριάσεως εκ χασισίου" !!! από εφημερίδα τις εποχής. (1910;).

Και ο Λεωνίδας Χρηστάκης (συγγραφέας, εκδότης κ.α) πήρε μια γεύση από τους τεκέδες της Αθήνας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και καταγράφει έναν λεπτομερή Οδηγό Χασισοποτείων Πρωτευούσης της εποχής.
 «Περιδιαβαίνοντας την περιοχή της Αθήνας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 πρόλαβα να πάρω μια εικόνα, μια γεύση και μια μυρωδιά –στην κυριολεξία– από μια εποχή που έμοιαζε κατά τα ακούσματά μου φανταστική. Δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ σε πολλούς τεκέδες της Αθήνας αφού μόνο μερικά από τα παρακάτω στέκια τα επισκέφθηκα προσωπικά, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήξερα την ύπαρξη άλλων στον κεντρικό και στον μείζονα αθηναϊκό χώρο.
Μερικοί τεκέδες –που από τότε είχαν αρχίσει να φθίνουν– λειτουργούσαν μέσα στο κέντρο της Αθήνας και άλλοι στην πέριξ περιοχή της Αττικής.
Στην Αθήνα, στην οδό Γερανίου σε στοές και σε παλιά σπίτια που λειτουργούσαν ως μαγαζιά.
Παραδίπλα στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο δρομάκι της οδού Βηλαρά, σ’ ένα υπόγειο που όποια ώρα περνούσες απ’ έξω άκουγες πενιές μπουζουκιού και κανα τραγούδι ρεμπέτικο.
Στην Πλατεία Λαυρίου στο δεύτερο μεγάλο υπόγειο της ψησταριάς «Τα Τζουμέρκα».
Στην πέριξ της πλατείας Βάθης περιοχή και κυρίως στην οδό Μαιζώνος.
Σε υπόγεια παλιών σπιτιών της οδού Καρόλου Ντηλ  πριν χτιστεί το κτίριο του ΟΤΕ. (Θεσσαλονίκη;)
Στο τέλος του αδιέξοδου της οδού Σκαραμαγκά και Πατησίων, όπου έχουν συμβεί και σφαγές συμμοριών–εμπόρων.
Στο πίσω μέρος της Λαχαναγοράς (Βαρβακείου), σε κάτι απίθανα δρομάκια κι αδιέξοδες στοές στο Μοναστηράκι και στα τότε καθρεφτάδικα του Ψυρρή.
Στην οδό Σαρρή όπου τακτικοί θαμώνες των μεταβαλλόμενων τεκέδων ήσαν … πυροσβέστες λόγω του εκεί Σταθμού της Πυροσβεστικής.
Στο Θησείο στις κολλημένες στο μαντρότοιχο του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου παράγκες, πολύ πριν κτιστεί η Στοά του Αττάλου.
Απέναντι από την πίσω μάντρα του Παναθηναϊκού γηπέδου.
Στη μάντρα του μπαρουτάδικου Μποδοσάκη. Γίνονταν τα βράδια χαμός από πενιές και χασικλίδικα ρεμπέτικα.
Στην αρχή της Βουλιαγμένης, στα πέριξ της Φυλακής του λόφου.
Στο τέλος της οδού Κολωνού στα πέριξ ενός εγκαταλελειμμένου καπνεργοστάσιου.
Στις παράγκες του κτήματος της Παχήνας.
Εποχιακοί τεκέδες στα βαγόνια του σιδηροδρόμου, στη Λιοσίων.
Στην Καισαριανή, στην πίσω μάντρα του ηρωικού Σκοπευτηρίου, στον μαντρότοιχο όπου μια εποχή τραγουδούσαν ο Τσιτσάνης κι η Μαρίκα Νίνου.
 Πέριξ της δημοσιάς προς το Μενίδι κι ενδεχομένως, όπως άκουγα, και αλλού… Ως μη άμεσα ενδιαφερόμενος είδα κι άκουσα γνήσιους γέροντες ρεμπέτες, που νέα κορίτσια –ή οι κόρες τους– τους συνόδευαν σαν αγγελίνες…»


Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου και οι ουσίες.
"Κάτω στου Μήτσου τον τεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο.." Ν. Λ.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (Αθήνα, 1888 – 1944) και ο Μήτσος Παπανικολάου (Ύδρα 1900 – Αθήνα 1943) έχουν καταγραφεί στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως οι «παρακμίες» (decadents) και «καταραμένοι» (maudits) νεο-ρομαντικοί ποιητές του Μεσοπολέμου. Η γνωριμία τους έγινε γύρω στο 1920.. (μέρος από Canavaccio)
Ένα από τα κοινά στοιχεία μεταξύ τους είναι η χρήση ναρκωτικών ουσιών: χασίς και ηρωίνης.. Ο Παπανικολάου πέθανε τον Οκτώβριο του 1943, στο τμήμα τοξικομανών του Δημόσιου Ψυχιατρείου Αθηνών, από πρέζα· ενώ ο Λαπαθιώτης αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά, ξημερώνοντας 8-1-1944, στο σπίτι του, στη συμβολή των οδών Κουντουριώτη και Οικονόμου, στα Εξάρχεια. Ο θάνατος του Παπανικολάου σχετίζεται άμεσα με τα ναρκωτικά, αφού έκανε χρήση υπερβολικής δόσης ηρωίνης.
Η αυτοκτονία του Λαπαθιώτη σχετίζεται έμμεσα με τα ναρκωτικά, μιας και προείχε η έσχατη οικονομική και ψυχολογική εξαθλίωση του ποιητή στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής..
 Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι η πρώτη επαφή του Λαπαθιώτη με τα ναρκωτικά, συγκεκριμένα με το χασίς, έγινε στην αρχή του 1917 στην Αίγυπτο, όταν ακολούθησε τον πατέρα του στο ταξίδι αυτό, ως διερμηνέας με τον βαθμό ανθυπολοχαγού. Στην Αλεξάνδρεια, εκτός από τη γνωριμία του με τον Καβάφη, επισκέφθηκε κι «ένα αυθεντικό αράπικο χασισοποτείο, εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Σχετική γενικόλογη αναφορά κάνει ο ποιητής στην αυτοβιογραφία του. Φυσικά, δεν ομολογεί ότι έκανε χρήση, απλώς δηλώνει ότι ήταν παρών μεν, πλην όμως παρατηρητής και μόνο:
(Βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου: Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1986, σελ. 153-157)
 «Τώρα κι εγώ πλέον είχα χειραφετηθεί, και ξεφεύγοντας από τις συντροφιές και τις κάποτε εκτάκτως οχληρές περιποιήσεις των υποχρεωτικών μου οδηγών, ξεκινούσα ολομόναχος τα βράδια και τις νύχτες, και περιπλανιόμουν εδώ κι εκεί στην τύχη, σε συνοικίες μακρινές και ίσως επικίνδυνες για έναν ξένο – σε καφενεδάκια και θέατρα μικρά, αράπικα, σε μέρη που μοναχός λευκός ήμουν εγώ! Κι αυτό μου ΄δινε ένα αίσθημα παράξενο, απιθανότητος, παραμυθιού κι ονείρου.
(…)
Σ’ αυτές μου τις νυχτερινές περιπλανήσεις, τις ανερμάτιστες, γνώρισα και συνδέθηκα και με μερικούς ιθαγενείς: με τον Χουσεΐν, ένα Σουδανό, που ήταν ακόλουθος κάποιου Εγγλέζου αξιωματικού, και που φορούσε κι ο ίδιος μια στολή χακί, με φέσι, με τον Μοχάμεντ και τον μικρότερο αδελφό του Άλη και μ’ άλλους. Χάρις σ’ αυτούς, που έγιναν πιλότοι μου, κατόρθωσα να εισχωρήσω σε μερικά μυστήρια της σκοτεινής φυλής των. Μάλιστα αυτά τα δυο αδέλφια, μ’ οδήγησαν μια νύχτα με τ’ αμάξι έξω από την πόλη, σ’ ένα αυθεντικό αράπικο χασισοποτείο, εξαιρετικού ενδιαφέροντος, όπου και παρακολούθησα, απάνω στα ντιβάνια, το κλασικό κάπνισμα του απαγορευμένου  “παυσώδυνου”, μέσα στην υποβλητικότατη ατμόσφαιρα των “τεχνητών” γήινων “παραδείσων”. Άλλη βραδιά μ’ οδήγησαν, όχι μέσα βέβαια –γιατί αυτό ήταν απολύτως ακατόρθωτο– αλλά στα γύρω ενός θρησκευτικού “τεκέ”, απ’ όπου ανέβαιναν στη σιωπή της νύχτας μονότονες, θρηνώδεις κι ατελεύτητες οι ψαλμωδίες των οιστρηλατημένων “ντερβισάδων”. Χάρις σ’ αυτούς και την αφοσιωμένη τους φιλία εισέδυσα και γνώρισα, έστω και τόσο λίγο και τόσο φευγαλέα, σ’ εκείνα που διψούσα να γνωρίσω, τα μόνα που μου έδιναν βαθύ ενδιαφέρον κι αληθινή εξωτική συγκίνηση! Οι Ρωμιοί με πήγαιναν στου “Γκρόππι” και στου “Αθηναίου” και στις παριζιάνικες “revues”, σε συγκεντρώσεις κοσμικές, κοσμοπολίτικες, και σ’ ανιαρότατα κι ανόητα θεάματα…»

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στην Αίγυπτο το 1917.

Ο Άρης Δικταίος όμως αναφέρει ότι την Άνοιξη του 1914, μετά τη δημοσίευση του Μανιφέστου του Λαπαθιώτη, όπου ο ποιητής επιτίθεται στους παλιότερους καλλιτέχνες και συγγραφείς, καλώντας τους νεότερους δημιουργούς να συνεργαστούν μαζί του στο «γκρέμνισμα των Ψεύτικων Ειδώλων που κυριαρχούν», προκλήθηκε πάλι μέγα φιλολογικό σκάνδαλο. Ο ποιητής δέχθηκε, ξανά, διάφορες γραπτές επιθέσεις. Μεταξύ αυτών, ένα σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Νέα Ελλάς, στις 30-5-1914, πλην των άλλων γράφει και για χασίς.
Διόλου απίθανο, λοιπόν, η πρώτη επαφή του Λαπαθιώτη με το χασίς να έγινε στην Ελλάδα, το 1914, τρία χρόνια πριν το ταξίδι του στην Αίγυπτο.

*Ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, μας μαρτυρεί για δυο τεκέδες στην οδό Βουτάδων (στο Γκάζι-Αθήνα), παράλληλα με τη μάντρα του τότε εργοστασίου παραγωγής φωταέριου (Γκαζιού).
Φωτο του ΄44 με τη μάντρα του εργοστασίου στο Γκάζι (ίσως στην οδός Βουτάδων). Βρετανοί στρατιώτες μετά την κατάληψη του εργοστασίου Φωταερίου. Αθήνα Δεκέμβριος του 1944. Δεξιά ξεχωρίζουν κάποιοι κάτοικοι στο πεζοδρόμιο, στα παράθυρα και μπαλκόνια να τους κοιτούν..
Γκάζι, Οδός Βουτάδων. Πιθανότατα δεκαετία 1950. Πρώτη ύλη για την παραγωγή του αερίου ήταν ο λιθάνθρακας.. Για δεκαετίες στην οδό Βουτάδων και τα υπόλοιπα δρομάκια πίσω από τις κεντρικές αγορές γινόταν εμπόριο χασίς και άκμαζε η πορνεία, αλλά η γειτονιά νέκρωσε τη δεκαετία του 60΄.



Ο Δικταίος πάλι, το 1964, αναφέρει ένα –άτιτλο, δημοτικοφανές, ελευθερόστιχο σατιρικό– στιχούργημα του Λαπαθιώτη, περί χασίς, τεκέ και τα συναφή:
Κάτω στου Μήτσου τον τεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
και βρήκαν ντουμανότρουπες κι ένα γιαπί λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκοχτώ μαρκούτσια.
Σουρτά σουρτά, με μπαμπεσά, ζυγώσαν οι ρουφιάνοι,
με ζούλα ήρθαν οι πούστηδες και μας εβάναν μπόστα:
Τσιμπήσαν πρώτα το Μπαλήν, όπου φυλούσε τσίλιες
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας και μας τα κάναν λίμπα!
Πήραν τις ντουμανότρουπες, πήραν και τους λουλάδες,
πήραν και τις διμούτσουνες, τα δεκοχτώ μαρκούτσια,
πήραν και τους ντερβίσηδες και στο πλεχτό τους πάνε
πήραν τον Μίκα το Ντουρντή, το τζε του Ντελαβέρη,
το Μπάμπουλα, το Μπόρμπουλα και το Μπαλή το Μήτσο
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάτα, το θερίο,
που ΄κανε πέντε στην Παλιά και τρεις στο Παλαμήδι,
κι όντας μιλάει τσακίζεται και λέει «Οφ, τ’ αδρεφάκι!..».
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια…
Κι ο Λιάκος βαρυγκόμαγε κι ο Λιάκος βλαστημούσε.
–Λιάκο μ’ τι έχεις και θλίβεσαι, τ’ έχεις κι αναστενάζεις;
–Δεν κλαίω που με τσιμπήσανε και στο πλεχτό με πάνε, μόν’ κλαίω που μου τη σκάσανε κι ακόμα είμαι χαρμάνι…
 Φυσικά, ο επιμελητής δεν περιορίζεται στην απλή αναφορά του στιχουργήματος αλλά, φορώντας την τήβεννο και υψώνοντας το δάχτυλό του, προχωρά σε μια σειρά από κρίσεις κι επικρίσεις για τον τρόπο ζωής του Λαπαθιώτη, ηθικολογίες και κηρύγματα, δίκην εισαγγελέως! Αναφέρεται καταφρονητικά στις ολονύχτιες περιπλανήσεις του ποιητή, στις ερωτικές του επιλογές και τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Βεβαιώνει, τέλος, ότι ο Λαπαθιώτης, πέρα από το γεγονός ότι δεν δημοσίευσε το παραπάνω στιχούργημά του, όσο ζούσε, δεν έγραψε κάτι ανάλογο. Και, φυσικά, κάνει λάθος και στα δύο σημεία.
(...)



Ο ελληνικός τύπος στα ίχνη των χασισοποτών.
Η θεματολογία των ελληνικών εφημερίδων τα τελευταία 100 χρόνια ασχολείται με το χασίς και τα ναρκωτικά, δημοσιεύοντας πλήθος σύντομων ειδήσεων για συλλήψεις λαθρεμπόρων, χρηστών και χασισοκαλλιεργητών. Ο τύπος διαμορφώνει μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο το κοινό αίσθημα, προβάλλοντας το στερεότυπο του χασικλή εγκληματία. Οι χασικλήδες παρουσιάζονται ως φαύλα πρόσωπα, επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια,αργόσχολα τέρατα της κοινωνίας προορισμένα να καταλήξουνε στον βέβαιο θάνατο της ηρωίνης...
Οι εφημερίδες κρατούν σε εγρήγορση το ενδιαφέρον του κοινού σερβίροντάς του ιστορικά και ερωτικά αναγνώσματα. Δημοσιεύουν σε συνέχειες το βίο και την πολιτεία ξακουστών ληστών, την άθλια καθημερινότητα των φυλακών και, φυσικά, των χασισοποτείων. Περιγράφουνε επεισόδια σε τεκέδες, με πρωταγωνιστές χασικλήδες που αλληλοσφάζονται, και διατυπώνουν καμιά φορά υπαινικτικά σχόλια για την αστυνομία που δεν κάνει σωστά τη δουλειά της και ανέχεται αυτές τις φωλιές των εγκληματιών, αυτά τα κολλέγια της επικίνδυνης μαστούρας...

Φόνος νεαρού μαρμαρογλύπτη σε τεκέ ενός Μανιάτη.

"Αι αθλιότητές μας. Όλαι αι φυλακαί μας" ΣΚΡΙΠ (1909)

Υπάρχουν παρόμοια ευφάνταστα ρεπορτάζ σε διαφορετικές εφημερίδες, για παράδειγμα το 1909 στο «Σκριπ» (βλ. σελ. 143) και το 1925 στην εφημερίδα «Έθνος». Οι συντάκτες εμφανίζονται ως ήρωες που καταφέρνουν με κίνδυνο της ζωής τους να μπουν στα καταγώγια του Πειραιά, στις φυλακές και στα «εντευκτήρια» των χασισοποτών για να συλλέξουν πληροφορίες. Ο Πότης Κούκης στο «Έθνος» (βλ.σελ.154), γράφει:
«Ημέρας ολοκλήρους και νύκτας μακράς κατεγινόμεθα να συλλέξωμεν  πληροφορίας περί του πώς θα μπορέσωμεν να πλησιάσωμεν ”ντεκέ” ακινδύνως, πώς θα κάμωμεν παρέα με τους χασισοπότας και πώς θα ξεμπλέξωμεν από αυτήν την φασαρίαν  χωρίς να δεχθώμεν καμμιά μαχαιριά ή καμιά ξυραφιά για σουβενίρ, πράγμα ουχί ασύνηθες δια τους απροσκλήτους παρεισάκτους».
 Έμαθαν μέχρι και την αργκό των χασικλήδων από φημισμένους δασκάλους του Πειραιά για να περάσουν απαρατήρητοι, έλαβαν επίσης τρία θαυμάσια περίστροφα από φίλους τους αστυνομικούς με την ευχή «να΄ναι αχρείαστα»
Ο συντάκτης αισιοδοξεί ότι σε περίπτωση παρεξηγήσεως έχουν αρκετές ελπίδες καθώς
«είμεθα τρεις, ευτυχώς αρκετά χεροδύναμοι, και έχωμεν αρκετάς ελπίδας ότι “θα φάμε αλλά και θα δώσουμε”, κατά την έκφρασιν ενός της παρέας».

περί τα 1930.. Από εφημερίδα τις εποχής. Συλληφθέντες με ονοματεπώνυμο και 100 κιλά χασίς.

Όσοι χασισοπότες συλλαμβάνονται, φιγουράρουν στις σελίδες του τύπου με όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, ηλικία, επάγγελμα και ακριβή διεύθυνση κατοικίας.
 Ενώ η ευρύτερη κοινωνία φαίνεται ότι ανέχεται το φαινόμενο της χασισοποσίας, ο τύπος και η εξουσία εργάζονται με στόχο να χτίσουν μια αρνητική δημόσια εικόνα για το χασίς, τους τεκέδες και, αργότερα, για τους λαϊκούς μάστορες των χασικλίδικων τραγουδιών που ξεπήδησαν μέσα απ’ τα χασισοποτεία. «Τα τραγούδια αυτά περιγράφουν έναν ξένο τρόπο ζωής, μη συμβατό με τον ελληνισμό που πρέπει να στρέψει πλέον το βλέμμα προς τη Δύση». Οι επιθέσεις κατά της μουσικής των τεκέδων, άρχισαν με καταγγελτικά άρθρα εναντίον των αμανέδων το 1931 και στη συνέχεια επεκτάθηκαν στα τραγούδια που υμνούσαν τη μαστούρα.
Η «Παξιμαδικλέφτρα» για παράδειγμα κατηγορήθηκε ότι
«χαμοσέρνει την τέχνη των  ήχων στα βρωμερότερα επίπεδα της σαρκικής μουσικής ρυπαρογραφίας».

Εφημερίδα για τον "απαίσιον λουλάν" και για γνωστούς κουτσαβάκηδες της εποχής:
"Κατωρθώθη να συλληφθή μιας ομάς παρά την έξωθεν των χαμαιτυπείων γέρφυραν, άποτελουμένη εκ των γνωστών κουτσαβάκηδων της παραλίας..".

Μικρή μερίδα του τύπου, σε αντίθεση με την κυρίαρχη διάθεση στιγματισμού, προτιμάει να καταγράφει και να αξιολογεί χωρίς να ηθικολογεί. Ο δημοσιογράφος -λόγιος Κώστας Φαλτάιτς αναφέρεται στα τραγουδια που γεννήθηκαν υπό τους ήχους του μπαγλαμά γράφοντας ότι «έχουν ειλικρίνεια και αυθορμητισμό που εκπλήσσει και γοητεύει».
 Ο ίδιος, στο «Εμπρός» της 21ης Ιουλίου 1922 (σελ. 151) προβληματίζεται επειδή ο απαγορευτικός νόμος του 1920 εκτός από τις φυτείες και το εμπόριο της κάνναβης κατέστρεψε και ολόκληρη λαϊκή προφορική φιλολογία, «αναπτηχθείσαν εις την Ελλάδα υπό την έμπνευσιν των καπνών του χασίς».
 Στην ίδια εφημερίδα 24 χρόνια νωρίτερα, ένα ρεπορτάζ αναφέρεται στη σύλληψη από τον ενωμοτάρχη καταδίωξης της αστυνομίας Πειραιά, πέντε ανδρών και ενός νέου από τις καλύτερες κοινωνικές τάξεις του Πειραιά. Οι εν λόγω χασισοπότες συνελήφθησαν «παρά τον Άγιον Διονύσιον, εν ρωμαντική τοποθεσία κάτωθεν λευκών, παράλυτοι και χαυνωμένοι εκ της πόσεως του απαισίου χασίς».

1946. (Ριζοσπάστης)

Το 1946 ο «Ριζοσπάστης», καλεί το λαό να πάει αυτοβούλως και να κλείσει τους τεκέδες. Ένα χρόνο μετά επαινεί τους επονίτες του Βόλου που με δική τους πρωτοβουλία ξερίζωσαν φυτείες με κανναβουριές. Τα δραστήρια μέλη της ΕΠΟΝ όταν δεν ξεριζώνουνε φυτείες, εξοντώνουν εθελοντικά ακρίδες στα χωράφια της Λαμίας ή καρφώνουν στην αστυνομία όσους κρυφούς τεκέδες γνωρίζουν...
 Από τις εφημερίδες, έχουμε πληροφόρηση για όλες τις περιοχές της ελληνικής επικράτειας στις οποίες λειτουργούν χασισοποτεία.

 Το «Εμπρός», μεταφέρει εκτενή αποσπάσματα από τη συζήτηση στην ελληνική Βουλή για τη φορολογία της ινδικής κάνναβης το 1906, και αποτυπώνει την ιδιαίτερη σχέση που είχε τότε το ελληνικό κράτος με το φυτό και τους καλλιεργητές του.

«Βγήκε απ’ το θρυλικό ΕΠΟΝτικο χωνί η διαταγή: «Να κλείσουν μέχρι αύριο το πρωί όλες οι χαρτοπαικτικές λέσχες, οι τεκέδες, τα παράνομα πορνεία! Όσα δεν κλείσουν, θα τα σπάσουμε!. κι αλήθεια, δύο (τεκέδες) που δεν έκλεισαν στο Δουργούτι καταστράφηκαν απ’ τους Επονίτες.»
- Νέα Γενιά εκδ. ΕΠΟΝ 26-2-46

«Η διάδοση του χασίς απειλεί την ελληνική νεολαία (…) Η ινδική μεραρχία που «απελευθέρωσε» την Ελλάδα από…το ΕΑΜ και ξεχύθηκε ύστερα από το Δεκέμβρη σε όλες τις περιοχές της χώρας, διέδωσε παντού το χασίς (…) Η ΕΠΟΝ (Κομουνιστική Νεολαία) πρωτοστάτησε στη σταυροφορία για την καταπολέμηση του χασίς. Στο Βόλο Επονίτες ξερίζωσαν πέρυσι φυτείες από Κανναβούρι. Επιτροπές νέων παρουσιάστηκαν στο Δεσπότη και τον Εισαγγελέα και ζήτησαν την ενίσχυσή τους για να σταματήσει η εξάπλωση του χασίς.»
- Εφημερίδα: «Ριζοσπάστης» 15 Αυγούστου 1947

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (1948) / Ένας μεγάλος κίνδυνος. Το χασίς και οι συνέπειές του.

«Είναι γεγονός που αποδείχθηκε ότι οι (Κομουνιστο) συμορίται σε κάθε περιοχή που ήλεγχαν εφρόντιζαν για την εντατική καλλιέργεια ινδικής Καννάβεως.»
- Γ. Καράγιωργας. Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ Ιούλιος 1956

..περί δεκαετίας '20, από εφημερίδα, για την καλλιέργεια ινδικής κάνναβης στην Ελλάδα.

Ο περίφημος τεκες του Περδικάκη ή Μπισμπίρα. Απο εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ"13/1/1901.
Tου Περδικάκη ή Μπισμπίρα Στις εφημερίδες της εποχής, βρίσκουμε αρκετές πληροφορίες για τον «περίφημο τεκέ».

Σε άρθρο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ της 6/9/1902 με τίτλο «Ο χθεσινός φόνος εντός χασισοποτείου», διαβάζουμε:
 «Εις το τέλος της οδού Ψαρομηλίγκου, παρά την Αγία Τριάδα, εις ένα στενόν που προκαλεί τρόμον, λειτουργεί από πολλού το χασισοποτείον του Περδικάκη ή Μπισμπίρα ή άλλως εις την γλώσσαν των χασισοποτών «Τεκές του Παναγούλια» καλουμένου.»

Ο τεκές αυτός ήταν στην Αθήνα όχι στον Πειραιά, οδό Ψαρομηλίγκου αυτό φαίνεται και από το πιο κάτω δημοσίευμα στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 13/1/1901:
 «Εις την οδόν Ψαρομηλίγγου από πολλού λειτουργεί υπό το πρόσχημα καφενείου και με τον όχι τόσον εύφημον τίτλον του τεκέ εν καταγώγιον του χειρίστου είδους εντός του οποίου συναγελάζοντο τακτικά όλα τα καθάρματα και τα περιτρίμματα της πρωτευούσης, χασισοποτούντα, χαρτοπαίζοντα και διαπράττοντα παντοίας φαυλότητας.
… Το απαίσιον αυτό κέντρον ήτο γνωστόν εις την αστυνομίαν, η οποία πολλάκις αγεληδόν συνελάμβανε τους τροφίμους αυτού, δια να τους απολύση την άλλην ημέραν.
… Ο αστυφύλαξ της καταδιώξεως Δημήτριος Μπουρλάκος είχεν εντολήν να εισέλθη εις το καταγώγιον. Πράγματι δε φέρων πολιτικήν ενδυμασίαν και ακολουθούμενος παρ άλλου συναδέλφου του, μείναντος έξωθεν, εισήλθεν εις το κατάστημα και με το περίστροφον εις τας χείρας επέταξεν εις τους χασισοπότες να μη κουνηθούν. Προ της απροόπτου αυτής εφόδου του αστυφύλακος οι χασισοπόται και οι λοιποί φαυλόβιοι κατ αρχάς υπεχώρησαν, ιδόντες όμως κατόπιν ότι δεν είχον απέναντί των ή έναν μόνον αστυφύλακα, ερρίφθησαν κατ αυτού περί τους εικοσιπέντε φαυλόβιοι, ων τας κεφαλάς δεν είχεν τελείως παραλύσει το κάπνισμα του χασίς, και άλλοι δια μαχαιρών, άλλοι δι άλλων φονικών οργάνων ετραυμάτισαν τον ατυχή αστυφύλακα πριν ή ούτος προφθάση καν να αμυνθή εις το στήθος παρά την καρδιακήν χώραν, εις την κεφαλήν και εις άλλα μέρη του σώματος.
… Η κατάστασίς του όμως είναι κρισιμωτάτη, ολίγαι δ ελπίδαι υπάρχουσι περί της διασώσεως αυτού. Εκ των δραστών η αστυνομία ηδυνήθη να συλλάβη τρεις.
 Πλην όμως τούτων παρουσιάσθη χθες μόνος εις το 3ον τμήμα ο πυροβολητής Σωτήριος Μπισμπίκης, αδελφός του ετέρου των διευθυντών του καταγωγίου ο οποίος ήτο εντός αυτού κατά την ώραν της φονικής σκηνής…» πηγη

εφόδους σε τεκέδες - χασισοποτεία δεκ.'30
Δενδρύλια κάνναβης (χάσις) σε γλάστρες σε αυλές σπιτιών.

1954 και μετά.. Ηράκλειο Κρήτης, Καλλιέργεια του χασίς.. "Συστηματικός καταναλωτής: Οι Αμερικάνοι της βάσεως" (Πρώην Αμερικανική Βάση Γουρνών) / "Κάπνισμα και Στρηπ-τηζ".

"ΜΙΝΙ ΤΕΚΕΣ" ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ / Συνδυασμός χασίς και σεξ.

Τσιγάρα και καβάτζες.
Ο εναλλακτικός τρόπος καπνίσματος είναι το τσιγάρο, που όμως δεν προτιμάται από τους παλιους μερακλήδες χασικλήδες (είχαν συνηθίσει τον άργιλε). Στρίβεται με δύο, τρία ή και περισσότερα φύλλα τσιγαρόχαρτου που αναλόγως κολλούνται μεταξύ τους και ονομάζονται δίφυλλα ή τρίφυλλα. Στη μια πλευρά εφαρμόζει η τζιβάνα, ένα κάπως σκληρό χαρτονάκι που παίζει το ρόλο επιστόμιου και προστατεύει τα χείλη του καπνιστή όταν φτάνει στις τελευταίες ρουφηξιές.
 Έξω απ’ τους τεκέδες λοιπόν οι οπαδοί της κάνναβης την έστριβαν και την κάπνιζαν στο ύπαιθρο.
 Από τον Σπύρο Παξινό [(1895-1957) ήταν ανώτατος αξιωματικός της Αστυνομίας Πόλεων και διευθυντής της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών την περίοδο 1936-1941] μαθαίνουμε ότι: «το κάπνισμα των τσιγαριλικίων ενεργείται εις διάφορα απόκεντρα μέρη ή εις ιδιαίτερα κέντρα ενίοτε δε και εντός των κινηματογράφων και των θεάτρων, αναλόγως της θρασύτητος του καπνιστού και της νομιζομένης υπ’ αυτού ασφαλείας του μέρους εκ της αστυνομικής επιτηρήσεως. Επίσης καπνίζουν τσιγαριλίκια και εντός αυτοκινήτων (ταξί), είτε οι ίδιοι οι σωφέρ, είτε καπνισταί εύποροι επιβιβαζόμενοι αυτοκινήτου προς τον σκοπον τούτον, προς μεγαλυτέρας των ασφάλειαν».

Παλιές καβάτζες - κρυψώνες - για τσιγάρα σε, καλούπι για παπούτσια, σε βούρτσα και "στα κούφια μου τακούνια".
Καβάτζα τσιγαριλίκια, σε κρεμάστρα.

Πειραιάς. Ανακαλυφθεί σπείρα εμπόρων ναρκωτικών σε κουρείο στην Καλλιθέα. (25 γραμμάρια χασίς) - Ο προμηθευτής του κουρείου ήταν από την Άμφισσα!.

Το μυστηριώδες καφενείον. Οι πελάται του.
.*από: Εφημερίδα Παλιγγενεσία, 29 Ιουλίου 1893.
Εν μια των κεντρικωτέρων συνοικιών της πόλεως, όπισθεν του Μοναστηρακίου ευρίσκεται μικρόν καφενείον από του οποίου βαρεία εξέρχεται πάντοτε οσμή αναγκάζουσα τους εκείθεν διερχομένους να φράσσωσι την ρίνα των.
Την ημέραν σπανίως βλέπεις εντός αυτού άνθρωπον.
Την νύκτα έχει πάντοτε κλειστάς τας θύρας, αν τις όμως παρετήρει προσεκτικώς δια του άνωθεν της θύρας μικρού φεγγίτου θα έβλεπεν εντός φως, και ανεφίστα περισσότερον την προσοχήν του θα ήκουεν εντός αυτού του καφενείου συνδιαλέξεις ανθρώπων.
 Υποκείμενα υπόπτου ποιότητος και μυστηριώδους επαγγέλματος, άγριαι δε συνήθως φυσιογνωμίαι ήσαν οι τακτικοί πελάται του. Κάτι χρωματογραφίαι παριστάνουσαι οικτρώς επεισόδια του ρωσσοτουρκικού πολέμου ήσαν τα μόνα κοσμήματα του μυστηριώδους καφενείου.
Ο αστυνόμος του Δ΄ τμήματος κ. Αρ. Κατσελίδης αγρυπνών την νύκτα της προχθές, ανεκάλυψε το καταγώγιον τούτο και χωρίς να είπη τίποτε ώθησε την θύραν και εισήλθεν εντός αυτού.
Υπό το θαμβόν φως της λυχνίας παρέστη προ πρωτοτύπου θεάματος. Ο κύριος του καταστήματος χυδαιοτάτης φυσιογνωμίας ήτο εξηπλωμένος επί τινός έδρας εν πάση νωχελεία και περιεστοιχίζετο ευλαβώς υπό των αξιοτίμων κ.κ.Μενδρεσέ, Καλαφάτη, Αραπάκη κ.τ.λ. πάντων γνωστών προσωπικοτήτων εις άπαντα τον αστυνομικόν κόσμον.
Ο καφετζής περιεστοιχιζόμενος υπό των υπηκόων του εκάπνιζε μακαρίως χασίς από τινός πρωτοτύπου ναργιλέ συνισταμένου εξ ενός πηλίνου αγγείου ενείδει κουμπαρά φέροντος δύο οπάς επί της μιας των οποίων είνε τοποθετημένον μικρόν καλάμι δι’ ου ροφώσιν, επί της ετέρας δε έτερος μικρός κάλαμος παχύτερος, φέρων εις την έξω άκραν πηλίνην πλάκα κοίλην ολίγον εφ’ ης τοποθετείται το χασίς.
Βρώμα και δυσωδία εβασίλευεν εν τω καφενείω. Οι οφθαλμοί πάντων των λωποδυτών μηδέ του καφετζή εξαιρουμένου, ήσαν θολοί και εφαίνοντο πάντεςως υπό νάρκην διατελούντες.
Ολίγον απωτέρω του περί τον καφετζήν ομίλου ήτο εξηπλωμένος επί τινός παλαιο καναπέ εις εκ των πελατών, εν αδαμιαία περιβολή.
– Διατί είνε γδυτός αυτός; ερωτά ο κ. αστυνόμος.
– Διότι όταν πίνη χασίς νομίζει ότι βρίσκεται στον Παράδεισον, αποκρίνεται ο καφετζής.
Εις τον τοίχον μιας γωνίας του καφενείου ευρέθη εις τόμος της Χαλιμάς, όζων φρικωδώς, εις άλλην δε γωνίαν ανευρέθη ο βίος και η πολιτεία του Αγ. Ιωάννου του Καλυβίτου!
Οι λωποδύται ως και ο καφεπώλης, συστηματικός χασιτζής, συνελήφθησαν και ωδηγήθησαν εις την αστυνομίαν.
Επί του Μενδρεσέ γενομένης ερεύνης ανευρέθησαν εις τα θυλάκιά του επισκεπτήρια φέροντα το όνομά του!
Ο κ. αστυνόμος τον συνεβούλευσε να προσθέση κάτωθι του ονόματός του και τον τίτλον του επαγγέλματός του, ούτω:
«Ι. Μενδρεσές, λωποδύτης».


Τα απόκρυφα των Αθηνών Οι χασισοπόται εγκληματίαι
Πώς τους συλλαμβάνει η αστυνομία / Αι καταδίκαι των και αι εξορίαι / Ειδική περιγραφή και έρευνα του “Σκριπ”.
Από Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (13 Σεπτεμβρίου 1902)
 Εγράψαμεν ήδη ότι η αστυνομία ευρίσκεται εις διαρκή κίνησιν πάντοτε όσον αφορά τα χασισοποτεία των Αθηνών. Δεν αφίνει ευκαιρίαν από του να επεμβαίνη και να τα κλείη. Αλλά το κλείσιμον αυτό διαρκεί ημέρας μόνον. Πάλιν ανοίγουν ταύτα εις το αυτό ή εις άλλο μέρος της πόλεως και πάλιν επεμβαίνειη αστυνομία. Θα εξακολουθεί δε αύτη η κατάστασις αιωνίως εν όσω δεν υπάρχει αυστηρός νόμος προς καταδίωξιν γενναιοτέραν των χασισοποτείων και των φαυλοβίων των διαιτωμένων εις αυτά.
Το Πταισματοδικείον
Οι χασισοπόται συλλαμβανόμενοι παρά της αστυνομίας παραπέμπονται εις το Πταισματοδικείον προς δίκην. Συνήθως κρατούνται όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνον εις τα υπόγεια της αστυνομίας όπως σωφρονισθώσι δια της τιμωρίας. Αλλ’ η φυλάκισις αύτη, συνεχής και συνειθισμένη πλέον δι’ αυτούς, ουδε μίαν σωφρονιστικήν επίδρασιν έχει. Το Πταισματοδικείον τους καταδικάζει συνήθως εις φυλάκισιν. Η φυλάκισις αυτή δεν είνε δυνατόν παρά να είνε ολιγοήμερος, δια τούτο με όλην την επέμβασιν του νόμου οι χασισοπόται δεν είνε δυνατόν να φυλακίζωνται επί μακρόνχρόνον. Κρατούνται ένα μήνα, δύο το πολύ και έπειτα πάλιν είνε ελεύθεροιόπως συνεχίσουν τας πράξεις των. Δια τούτο εύρον ότι το καλλίτερον είνε όπως το Πταισματοδικείον αντί να τους καταδικάζη εις φυλάκισιν να τους τιμωρή διαπροστίμων. Καθώς δεν είνε αδύνατον να πληρώνουν τα πρόστιμα, στέλλονταιεις τας φυλακάς. Εις τας δια χρέη φυλακάς καταντά να έχουν ούτω διαρκές άσυλον οι φαυλόβιοι χασισοπόται. Τους κρατούν εκεί όσον τους είνε δυνατόν να τους κρατήσουν και ούτως ευρίσκει την ησυχίαν της η αστυνομία και η πόλις.
Το μέτρον της εξορίας
Αλλ’ εννοείται μόλις εξέλθουν των φυλακών δεν θα βραδύνουν να δώσουν αφορμήν εις την αστυνομίαν όπως τους συλλάβη πάλιν. Συμβαίνει να υπάρχουν πολλοί λωποδύται χασισοπόται, οι οποίοι να καταδικάζονται τρις και τετράκιςτο έτος παρά του Πταισματοδικείου. Δια να αποφεύγη λοιπόν όλας τας διαδικασίας ταύτας η Αστυνομία εύρε το μέτρον της εξορίας. Συναθροίζει αρκετούς φαυλοβίους και μίαν ωραίαν πρωίαν τους αποστέλλει εις τας Καλάμας, εις την Άρταν, εις την Θεσσαλίαν. Απαράλλακτα όπως άλλοτε επί της εποχής της Μανών Λεσκώ η αστυνομία εξώριζεν όλους τους υπόπτους και τους φαυλοβίους εις την Αμερικήν. Η τιμωρία της εξορίας είνε οδυνηρά δια τους χασισοπότας. Είνε υποχρεωμένοι να μεταβούν πεζοί από τας Αθήνας εις τας Καλάμας ή εις την Θεσσαλίαν. Ούτως οδοιπορούν ένα μήνα, υφιστάμενοι τα πάνδεινα. Μόλις φθάσουν εκεί τίθενται υπό αστυνομικήν επαγρύπνησιν. Αλλά συνήθως κατορθώνουν και δραπετεύουν και επανακάμπτουν εις την πρωτεύουσαν. Αλλ’ έως ότου επανακάμψουν παρέρχεται αρκετόν χρονικόν διάστημα κατά το οποίον ησυχάζει η αστυνομία από τα κοινωνικά ταύτα τέρατα. Έπειτα πάλιν αρχίζει η αυτή και ατελείωτος κωμωδία. Δυστυχώς ο νόμος δεν προβλέπει προς αυστηροτέραν τιμωρίαν των όντων αυτών, η δε δικαιοσύνη δεν η μπορεί να θέση χείρα επ’ αυτών παρά μόνον όταν ταύτα προβούν εις την διάπραξιν φόνου ή άλλης σοβαράς εγκληματικής πράξεως.
Πού συνηθίζουν το χασίς
Είνε περίεργον ότι όλοι οι χασισοπόται συνηθίζουν να καπνίζουν χασίς εις τας φυλακάς. Δυστυχώς αι ελληνικαί φυλακαί αντί να χρησιμεύουν προς σωφρονισμόν των εγκληματιών, τουναντίον συντείνουν εις την τελείαν αποκτήνωσιντων ατυχών αυτών όντων. Όπως είνε λίαν διαδεδομένη η οινοπνευματοποσία,η χαρτοπαιξία εις τας φυλακάς, όπως είνε εξηπλωμένη η οπλοφορία ούτω και το χασίς έχει ευρέως κατακτήσει τας τάξεις των φυλακισμένων. Εκεί φυλακιζόμενοι οι φαυλόβιοι συνηθίζουν να πίνουν χασίς, έπειτα δε εξερχόμενοι των φυλακών παραδίδονται ελευθεριώτερον εις την χασισοποσίαν, ήτις τους οδηγεί εις διάφορα εγκλήματα.
Τι δύναται να κάμη ο Κλήρος
Εν όσω η αστυνομία είνε αδύνατον να σωφρονίση τους χασισοπότας δια των τιμωριών ας επιβάλλει εις αυτούς, υπάρχει μία ιδέα μας έλεγεν εις αστυνομικός όπως επεμβή ο κλήρος και προσπαθήση η εκκλησία να πράξη ό,τι δεν δύναται η αστυνομία. Η δύνατο ο ιερεύς να εισήρχετο εις τα αστυνομικά κρατητήρια όπου κρατούνται οι συλλαμβανόμενοι χασισοπόται και δια νουθεσιών και δια διδασκαλιών να προσεπάθει να μεταβάλη τας πονηράς ταύτας φύσεις. Διότι κυρίως πρόκειται ν’ αποτραπούν τα όντα ταύτα από την χασισοποσίαν, ήτις τα οδηγείεις τας μεγαλειτέρας εγκληματικάς πράξεις. Ο θείος λόγος ηδύνατο να ενεργήση περισσότερον του ανθρωπίνου. Να αναπτυχθή δηλαδή εις τα απαίσια ταύτα όντα ο πόθος προς την εργασίαν. Διότι παρατηρημένον είνε ότι όλοι αυτοί οιχασισοπόται είνε πάντοτε εντελώς άεργοι, κάποτε δε αν τύχη κανείς εξ’ αυτών και πεισθή ν’ αναλάβη μίαν εργασίαν αρχίζει και αποφεύγει την επικοινωνίανμε τους άλλους φαυλοβίους, παύει από του να χασισοποτή, από μίαν δε καλήνευκαιρίαν εξαρτάται η σωτηρία του και η εμμονή του εις τον ίσιον δρόμον. Οκ. Γενήσαρλης ηδύνατο να καταφύγη εις την θρησκείαν, διότι αυτή πλέον δια την αστυνομίαν μένει να είνε το μόνον πλέον μέτρον κατά των χασισοποτών.
Η σύλληψίς των
Περίεργοι είνε αι διατυπώσεις εις τας οποίας υποβάλλει η αστυνομία τους συλλαμβανομένους φαυλοβίους. Μόλις συλληφθούν οδηγούνται εις το αστυνομικόν κρατητήριον. Την πρωίαν παρουσιάζονται ενώπιον του αστυνόμου, ο οποίος τους υποβάλλει εις ανάκρισιν. Το πρώτον των ψεύδος είνε το όνομάτων. Κάθε φορά που συλλαμβάνονται δίδουν και εν νέον ψευδές όνομα. Τούτο δεν ανησυχεί διόλου τους αστυνομικούς. Ο αστυνόμος συνήθως απαντά: «Πώς; Ένα όνομα ακόμα, Σκαντζόχοιρε; Δεν πειράζει. Γράψε του και το νέον όνομα».
Ούτω γίνεται η καταγραφή του λωποδύτου με το νέον του όνομα. Οδηγείται κατόπιν εις την αστυνομίαν όπου εξακριβούται η ταυτότης του και ο φαυλόβιος καταγράφεται εις το ειδικόν δι’ αυτούς βιβλίον με το νέον του όνομα και με τα χαρακτηριστικά του δίπλα εις τα παληά του τοιαύτα. Καταντά μερικοί χασισοπόται λωποδύται να έχουν τριάντα ονόματα κατ’ αυτόν τον τρόπον. Κατόπιν γίνεται επιθεώρησις αν υπάρχη εις την αστυνομίαν η φωτογραφία του συλληφθέντος. Αν δεν υπάρχη φωτογραφείται ούτος και η φωτογραφία του τίθεται εις το γνωστόν Πάνθεον των λωποδυτών εις το αστυνομικόν υπόγειον. Δίπλα εις το Πάνθεον αυτό τοποθετείται ο συλληφθείς.
Οι χασισοπόται κατάστικτοι
Ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν όλων των χασισοποτών είνε τα στίγματα, τα οποία  φέρουν επί των σωμάτων των. Δεν υπάρχει χασισοπότης, ο οποίος να μην έχη κεντήση επί του στήθους του, επί του βραχίονός του, επί της πλάτης και εν όνομα και εν σύμβολον και μίαν εικόνα. Τα στίγματα αυτά, δείγματα του παλληκαρισμού των χρησιμεύουν ευτυχώς δια την αστυνομίαν ως τα ασφαλέστερα χαρακτηριστικά των. Μόλις τους συλλάβουν τους γυμνώνουν και επιθεωρούντα στίγματα των σωμάτων των, τα οποία καταγράφονται και αυτά λεπτομερώςεις το ιδιαίτερον βιβλίον των χασισοποτών. Συμβαίνει συχνά πολλοί των χασισοποτών να προσπαθούν μεταμφιεζόμενοι να απατήσουν την αστυνομίαν, θα το κατώρθωναν δε ευκόλως αν δεν υπήρχον τα στίγματά των ταύτα. Δια τούτοοι μικρότεροι χασισοπόται τώρα αποφεύγουν πλέον να στίζουν τα μέλη των, παραδειγματιζόμενοι εκ της τύχης των μεγαλειτέρων των.
Μερικοί παράξενοι τύποι
Μεταξύ των χασισοποτών υπάρχουν μερικοί λίαν παράδοξοι τύποι. Ούτοι δεν επικοινωνούν διόλου με τους άλλους συναδέλφους των, σωστοί αγριάνθρωποι, προβαίνοντες εις τας λωποδυτικάς των πράξεις μόνοι των, άνευ συνεργασίας άλλων. Ιδίως έχουν την μονομανίαν να χασισοποτούν μόνοι των. Πηγαίνουν εις ένα χασισοποτείον, πληρώνουν ένα τάλληρον προκαταβολικώς τον καταστηματάρχην και τον διατάσσουν να κλείση το κατάστημά του και να τους παρασκευάση την «τζίκα» μόνον δια τον εαυτόν τους. Κάθηνται τότε, ροφούν το καλάμι και μεθύσκονται ναρκούμενοι μόνοι των ως βασιλείς, ως αυτοκράτορες. Αυτοί είνε και οι επιφοβώτεροι. Αν τύχη κατά την στιγμήν της χασισοποσίας των και εισέλθη κανείς εις το καφενείον είνε ικανοί να τον σφάξουν. Αυτοί είνε που ανθίστανται αγριώτερον κατά των αστυνομικών οργάνων βγάζοντας μαχαίρι μόλις πλησιάση αστυφύλαξ. Είνε δε άφοβοι και θρασύτατοι. Ποτέ σχεδόν δεν χασισοποτούν την νύκτα θεωρούντες τούτο ως δειλίαν. Τουναντίον εισέρχονται αγέρωχοι την ημέραν εις τα χασισοποτεία, όπου διατάσσουν μεγαλοφώνως «την τζίκα».
Το χασίς
Ως γνωστόν το εμπόριον του χασίς δεν είνε απηγορευμένον. Η καλλιέργειά του είνε ελευθέρα, εξ αυτής δε αποζούν ολόκληροι πληθυσμοί εις την Μαντινείαν και το Άργος. Το χασίς εξάγεται και εξοδεύεται εις το εξωτερικόν όπου η φορολογία του είνε μεγάλη. Συνήθως την εξαγωγήν του διενεργούν και πολλοί συστηματικοί λαθρέμποροι κερδίζοντες μεγάλα ποσά εκ του λαθρεμπορίου τούτου. Το χασίς δεν έχει τα θύματά του μόνον μεταξύ των φαυλοβίων. Δυστυχώς υποφέρουν πολύ εξ αυτού και οι καλλιεργηταί του δηλητηρίου τούτου. Μας διηγήθησαν ότι εις την Πελοπόνησσον τα κορίτσια του λαού τα καλλιεργούντα το χασίς, υφίστανται κάποτε ζωηρούς κλονισμούς. Συνήθως το χασίς διαθέτει ταύταεις διαρκή ευθυμίαν και χαράν. Όλαι αι εργάτιδες τραγωδούν και χαριεντίζονται όλην την ημέραν. Πολλάκις δε την εσπέραν ενώ επιστρέφουν εκ της εργασίας των είνε σχεδόν τρελλαί από ζωηρότητα και προβαίνουν εις διαφόρους σκηνάς προς τους διαβάτας που συναντούν.
 Απο: Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (13 Σεπτεμβρίου 1902).

«Μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα, / με τ’ άσπρα του τα γένια!..
τραβάω μία ντουμανιά, -Θεούλη μου!- ξεραίνεται στα γέλια!..»
Ρεμπέτικο τραγούδι, αδέσποτο-τεκετζίδικο άσμα, πιθανώς δεκαετιας '30, με τίτλο "Θεέ μεγαλοδύναμε", (Η προσευχή του μάγκα, ή Ντουμανιές).

Ιερες τελετες.
Για τους χασικλήδες ο τεκές είναι χώρος ιερός και η διαδικασία του καπνίσματος μια κανονική τελετή που οδηγεί στις ποθητές χίμαιρες. Όσοι βρίσκονται εκτός των τειχών, βλέπουν το ιερό σαν κάτι διαβολικό. Στο Φάληρο, πίσω απ’ το Γηροκομείο κοντά στο μνήμα των Αγγλογάλλων ναυτών, βρίσκεται ένα χασισοποτείο. Ένα σκοτεινό τετράγωνο οικοδόμημα με μια αμυδρή λάμψη φωτός που διαφεύγει απ’ τα παράθυρά του, μαζί με τα ντουμάνια…
 Το καλοκαίρι του 1911 δημοσιογράφος της εφημερίδας «Εμπρός» κάνει ένα ριψοκίνδυνο οδοιπορικό –που δημοσιεύεται σε συνέχειες– στα άντρα και τα καταγώγια του Πειραιά και στα απρόσιτα σπήλαια της Πειραϊκής, που είχε το αρχηγείο του ο «Νταής των Νταήδων». Σε ένα από τα φύλλα της εφημερίδας, γύρω στη δωδέκατη συνέχεια του οδοιπορικού του, αφηγείται την ιστορία έξι  νεαρών φίλων εκ των οποίων οι τρεις ήταν ασκληπιάδες (δικηγόροι) και ο ένας διάκος (μετέπειτα αρχιμανδρίτης). Η παρέα γλεντούσε σε εξοχική ταβέρνα πίνοντας κρασί και τελώντες εν εκστάσει κατέληξαν στο χασισοποτείο του Φαλήρου.:
 «Η αυλή όπου τους ωδήγησεν ο καταστηματάρχης με ενδείξεις σεβασμού, ήτο μία μάνδρα σκοτεινή με δύο πεζούλια, αντί καναπέδων και μερικούς ογκώδεις λίθους αντί καθισμάτων. Από την οπισθίαν θύραν εφαίνετο αμυδρώς φωτιζόμενον το εσωτερικόν του χασισοποτείου. Ένας πάγκος μακρύς με ξύλινα θρανία γύρω και με μίαν λάμπα κρεμαστήν εις το μέσον της χαινούσης οροφής του ήσαν τα μόνα του έπιπλα. Οι τοίχοι μαυρισμένοι και γλοιώδεις ανταπεκρίνοντο εις το σύνολον της απαισιότητος. Η οροφή ανοίγουσα χάος καδρονιών απέληγεν εις ένα φεγγίτην όλως ανεπαρκή δια την εξάτμισιν. Γύρω στο τραπέζι πλήθος απαισίων μορφών εκάπνιζεν, ερέμβαζεν ή εκοιμάτο. Μια σιγή θανάτου εκυριαρχούσεν εκεί μέσα διακοπτομένη από το ειονεί υπόκωφον γουργούρισμα των ναργιλέδων και το φύσημα των πηλίνων πιπών! Εις την σκοτεινοτέραν γωνίαν της αυλής εκείνης διεκρίνοντο μόλις δύο θαμώνες οι οποίοι συνεζήτουν μυστηριωδώς καπνίζοντες τας πίπας των και συχνά πυκνά διακοπτόμενοι από παταγώδη γέλοια».




Οι βιολογικές και κοινωνικές συνέπειες της χρήσης κάνναβης.
 Όπως συμβαίνει με πολλές ουσίες που εισέρχονται στο ανθρώπινο σώμα, έτσι και με την κάνναβη μπορεί να προκύψουν θετικές ή αρνητικές συνέπειες για τον χρήστη, ανάλογα με την ποσότητα, τη συχνότητα, την ποιότητα και – ίσως το σημαντικότερο – το βιοχημικό προφίλ του χρήστη.
Οι υποστηρικτές της απαγόρευσης της χρήσης στηρίζουν την άποψή τους στις αρνητικές επιπτώσεις της κατανάλωσης κάνναβης, ενώ όσοι υποστηρίζουν την αντιαπαγόρευση τείνουν να επικεντρώνονται στις θετικές συνέπειές της.
Αν υποθέσουμε ότι και οι δύο πλευρές έχουν βάσιμα επιχειρήματα, το ζήτημα μεταξύ τους αφορά το συνολικό ισοζύγιο ανάμεσα στις αρνητικές και τις θετικές συνέπειες. Θα ήταν η πολιτική της ανοχής, ή εκείνη της απαγόρευσης, που θα είχε περισσότερες πιθανότητες να μειώσει συνολικά τη βλάβη; Ποια πολιτική θα εξυπηρετούσε καλύτερα την κοινωνία σαν σύνολο, καθώς και τους προβληματικούς χρήστες ναρκωτικών;
Η αντίληψη της « μείωσης των βλαβών »Η επιστήμη της βιολογίας είναι περισσότερο επιδεκτική αντικειμενικής αποτίμησης, σε σχέση με τις κοινωνικές επιστήμες. Μια βασική θέση που θα αναπτύξουμε παρακάτω είναι ότι η σωστή χρήση κάνναβης μειώνει τη βιολογική βλάβη που προκαλείται από βιοχημικές διαταραχές του οργανισμού, ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με την ηλικία. Η σωστή χρήση, σε διάκριση προς τη μη ενδεδειγμένη, μπορεί να έχει σημαντικές θετικές συνέπειες για την υγεία μας, λόγω του τρόπου με τον οποίο η κάνναβη μιμείται τα φυσικά κανναβινοειδή. Ουσιαστικά, το ενδοκανναβινοειδές σύστημα, όπως έχει διαμορφωθεί μετά από 600 εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, είναι βασικός παράγοντας μείωσης της βιολογικής βλάβης, λόγω της ομοιοστατικής δράσης του. Τα κοινωνικά επακόλουθα της χρήσης κάνναβης θα αντιμετωπιστούν ως επιγενόμενα αυτού του βιολογικού υποβάθρου. Εδώ έγκειται το παράδοξο της σχέσης ανάμεσα στην κάνναβη και τη μείωση της βλάβης. Είναι μήπως προτιμότερη η σωστή χρήση της κάνναβης από τη μη χρήση;

Το Ενδοκανναβινοειδές Σύστημα
Σκευάσματα κάνναβης έχουν χρησιμοποιηθεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, στη θεραπεία ασθενειών όπως η επιληψία, οι ημικρανίες, προβλήματα εγκυμοσύνης και δυσμηνόρροιας. Ωστόσο, μόνο πρόσφατα ταυτοποιήθηκαν τα δραστικά συστατικά της κι άρχισαν να κατανοούνται οι μηχανισμοί της δράσης τους. Αν και η Δ-9-Τετραϋδροκανναβινόλη (THC) είχε παραχθεί από τον Mechoulam ήδη από το 1967, μόλις το 1990 εντοπίστηκε στον εγκέφαλο και απομονώθηκε ο υποδοχέας κανναβινοειδών. Από τότε, η πρόοδος στο πεδίο αυτό έχει υπάρξει αλματώδης. Η ανακάλυψη υποδοχέων κανναβινοειδών στα κύτταρα εύλογα οδήγησε στην αναζήτηση ενδογενών ουσιών (συνδετών) που θα μπορούσαν να τους ενεργοποιήσουν, αφού έμοιαζε απίθανο τέτοιοι υποδοχείς να είχαν διαμορφωθεί για να καπνίζουμε εμείς χόρτο. Το 1992 ανακαλύφθηκε το λιπίδιο ανανδαμίδη. Αυτός ο μεταβολίτης ήταν η πρώτη από μία διαρκώς επεκτεινόμενη ομάδα ενώσεων, γνωστών ως ενδοκανναβινοειδών (ενδογενείς συνδέτες που μοιάζουν στη μαριχουάνα), που ανακαλύφθηκαν. Η σύνθεση, η αποικοδόμηση και η μεταφορά των κανναβινοειδών στους υποδοχείς, συγκροτούν μαζί το ενδοκανναβινοειδές σύστημα. Το ευρύ θεραπευτικό δυναμικό, που απορρέει από τη σωστή διαχείριση του ενδοκανναβινο ειδους συστήματος, μόλις άρχισε να αναγνωρίζεται. Πράγματι, μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες και πανεπιστημιακοί ερευνητές σ’ όλο τον κόσμο κάνουν πια έρευνες που σχετίζονται με τα κανναβινοειδή. Προσπαθούν κυρίως να κατανοήσουν τη λειτουργία του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος, καθώς και να μάθουν πώς μπορούμε να το επηρεάσουμε, αυξάνοντας ή ελαττώνοντας τη δραστηριότητά του, ανάλογα με την ασθένεια ή όποια άλλη κατάσταση μας ενδιαφέρει. Η Βρετανική GWP harmaceuticals αναπτύσσει μια σειρά προϊόντων βασισμένων σε εκχύλισμακάνναβης, που τώρα βρίσκονται σε στάδιο κλινικής δοκιμασίας, στη Βρετανία και στον Καναδά. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι τόσο θετικά, που η BayerAG μπήκε σε μια συμφωνία 25 εκατομμυρίων δολαρίων για τη διανομή του προϊόντος Sativa της GW. Από την άλλη μεριά, η Sanofi Research έχει αναπτύξει ένα σκεύασμα με ανταγωνιστική δράση ως προς τα ενδοκανναβινοειδή,που αποτρέπει το αίσθημα πείνας που αυτά επιφέρουν, και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο του βάρους.



Σκύθες πολεμιστές

Αρχαια ευρήματα (Σπόρια κάνναβης και Τρίμματα).
Ο Ηρόδοτος περιγράφει πως μαστουρώνουν οι Σκύθες:
"Τεντώνουν μάλλινα υφάσματα πάνω σε τρία δοκάρια που ενώνονται στη κορυφή και μέσα σ'αυτή τη σκηνή βάζουν μια λεκάνη γεμάτη πυρακτωμένες πέτρες. Μετά παίρνουν σπόρους κάνναβης, τρυπώνουν στη σκηνή και ρίχνουν τους σπόρους πάνω στις καυτές πέτρες. Αυτοί αρχίζουν να καπνίζουν και βγάζουν τόσο καπνό που δε συγκρίνεται με κανένα ελληνικό ατμόλουτρο. Οι Σκύθες το απολαμβάνουν τόσο, ώστε να ουρλιάζουν από ευχαρίστηση".
 Στα τέλη του 1993 αρχαιολόγοι ανέσκαψαν παγωμένους Σκυθικούς τάφους στην Κεντρική Ασία, που χρονολογούνται μεταξύ 500 και 300 π.Χ. Μέσα ανακάλυψαν τρίποδα και προβιές, μαγκάλια και κάρβουνα με υπολείμματα σπόρων κάνναβης με φρούτα. Είναι γενικά αποδεχτό ότι η κάνναβη προήλθε από την Κεντρική Ασία και ότι από κει απλώθηκε στην Ευρώπη.
 Ενώ οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι μπορεί να μην χρησιμοποιούσαν την κάνναβηως παραισθησιογόνο, υπάρχουν ενδείξεις ότι γνώριζαν τις ψυχοτρόπες ιδιότητές της. Ο Δημόκριτος αναφέρει ότι έπιναν κάνναβη με κρασί και μύρρο για να προκαλέσουν οράματα, ενώ ο Γαληνός γράφει περί το 200 π.Χ. ότι ορισμένες φορές κερνούσαν κάνναβη τους επισκέπτες για να προκαλέσουν ευθυμία.
 H κάνναβη έφτασε στην Ευρώπη από τον βορρά. Στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη δεν την καλλιεργούσαν για τις ίνες της, αν και, ήδη από τον 3ο αι. π.Χ., χρησιμοποιούσαν ίνες κάνναβης που εισήγαγαν από τη Γαλατία για την κατασκευή ιστίων και σκοινιών. Την αναφέρουν οι συγγραφείς Λουκίλιος και Πλίνιος που, στη μνημειώδη Φυσική Ιστορία του, του 1ου αι. μ.Χ., περιγράφει την παρασκευή σκοινιού και υφασμάτων.
 Η καλλιέργεια της κάνναβης άρχισε στις βρετανικές αποικίες του νέου κόσμου από το 1606 (Καναδάς) για να απλωθεί στη Βιρτζίνια το 1611 και να μεταφερθεί από τους αποίκους μέχρι τη Νέα Αγγλία το 1632. Στην προεπαναστατική Βόρεια Αμερική η κάνναβη εχρησιμοποιείτο για την κατασκευή φτηνών ρούχων για τους εργάτες. Στις Ισπανικές αποικίες της Νότιας Αμερικής εισήχθη από το 1545 (Χιλή).
 Η παραγωγή ινών είναι αρχαιότατη, αλλά η κατανάλωση των φύλλων της πρέπει να οδήγησε στην χρήση της κάνναβης για οικιακές και άλλες χρήσεις. Οι καρποί της είναι πολύ θρεπτικοί και είναι απίθανο να μην τους εκμεταλλεύτηκαν οι πρώιμοι πολιτισμοί που έτσι κι αλλιώς εκμεταλλεύονταν κάθε πιθανή πηγή τροφής. Έχουν βρεθεί ίχνη καρπών κάνναβης σε Γερμανικούς τάφους του 500 π.Χ., ενώ είναι γνωστή η χρήση της στη διατροφή των πουλιών σε ολόκληρο τον κόσμο.
 Η ιαματική αξία της κάνναβης στη λαϊκή ιατρική σπάνια διαχωρίστηκε από τις παραισθησιογόνες ιδιότητές της. Η αρχαιότερη αναφορά σ΄ αυτήν τη χρήση είναι πέντε χιλιάδων χρόνων παλιά και προέρχεται από την Κίνα όπου ο αυτοκρατορικός βοτανολόγος Σεν Νουνγκ (Shen Nung) σύστηνε την κάνναβη για τη θεραπεία της ελονοσίας, της μπέρι – μπέρι, της δυσκοιλιότητας, των ρευματικών πόνων, της αφηρημάδας και των διαταραχών της γυναικείας περιόδου.


- Αναφορές στην κάνναβη έχουν διασωθεί σε έργα των: Αριστοφάνη, Σοφοκλή, Αριστοτέλη, Έφιππου, Στράβωνα, Διοσκουρίδη, Αρχιγένη, Απολλόδωρου Δαμασκηνού, Σωρανού, Γαληνού, Παυσανία, Πολυδεύκη, Πλούταρχου και Αθήναιου. Ο Παυσανίας, μάλιστα, αναφέρει (Παυσανίου Ηλιακά, VI, 26,5) ότι στην Ηλεία, τόπο τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων, υπήρχε εκτεταμένη καλλιέργεια κάνναβης καλής ποιότητας: «Την μεν την κανναβίδα και λίνον και την βύσσον σπείρουσιν όσοις η γη τρέφει εστίν επιτήδειος». από τεύχος (20) του περιοδικού «Όριον» "Κάνναβις: Ιερή και αναθεματισμένη" πηγή.

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΓΕΝΕΣΙΣ - ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ -ΛΟΓΟΣ 29- Καί είπε ακόμα ο Θεός: «Ιδού, σας έδωσα όλα τα σπερματοφόρα φυτά, που βρίσκονται στην επιφάνεια της γης, και κάθε δέντρο, που έχει μέσα του καρπό με σπόρο, αυτά θα είναι για τροφή σας.»

Φάρμακο δια πάσαν νόσον.
Το «δώρο των θεών» χρησιμοποιήθηκε πλατύτερα ως θεραπευτική μέθοδος στην Ινδία: έλεγαν πως δίνει ζωή στο μυαλό, μακραίνει τη ζωή, βελτιώνει την κρίση, κατεβάζει τον πυρετό, φέρνει ύπνο, θεραπεύει τη δυσεντερία. Λόγω των ψυχοτρόπων ιδιοτήτων της, η κάνναβη έχαιρε μεγαλύτερης εκτίμησης απ΄ ό,τι τα φάρμακα που δρούσαν μόνον στο σώμα. Αναφέρεται, λοιπόν, σε πολλά αρχαία ινδικά ιατρικά συγγράμματα: στο έργο Σουσρούτα (Sushruta) διαβάζουμε ότι γιάτρευε τη λέπρα. Στο Μπαραπρακάσα (Bharaprakasha) του 1600 π.Χ. περιγράφεται ως αντιφλεγμονώδης, ανακουφιστική του στομαχιού και ιαματική της χολής ενώ συνιστάται για την όρεξη, τη χώνεψη και τη βελτίωση της φωνής.
 Το φάσμα των ιαματικών χρήσεων της κάνναβης στην Ινδία απλώνεται από τη γιατρειά της πιτυρίδας, των πονοκεφάλων και της μανίας, ως την ευεργετική επίδραση που υποτίθεται πως έχει στα αφροδίσια νοσήματα, στο άσθμα,στους πόνους των αυτιών και την πολιομυελίτιδα.
 Στη Μεσαιωνική Ευρώπη η κάνναβη δεν πρέπει να χρησιμοποιήθηκε για τις ψυχοτρόπες ιδιότητές της, όμως την είχαν σε εκτίμηση για τις θεραπευτικές της ιδιότητες, που τις αναφέρουν και γιατροί της αρχαιότητας, όπως ο Διοσκουρίδης και ο Γαληνός. Οι μεσαιωνικοί βοτανολόγοι έκαναν διάκριση ανάμεσα στην καλλιεργημένη και την άγρια κάνναβη και συνιστούσαν τη δεύτερηγια τη θεραπεία όγκων, ενώ την πρώτη για φάρμακο διαφόρων ασθενειών, από τον βήχα μέχρι τον τέτανο. Προειδοποιούσαν, όμως, ότι μπορεί να προκαλέσει στειρότητα στους άντρες, «ξεραίνοντας το σπέρμα τους», αλλά και να σταματήσει το γάλα των γυναικών που θήλαζαν.

Ιερό μείγμα.
Οι πρωτόγονοι άνθρωποι πρέπει να γνώριζαν καλά τις παραισθησιογόνες ιδιότητες της κάνναβης, που τους ταξίδευε σε άλλα πεδία, γι’ αυτό και θεώρησαν από πολύ νωρίς το φυτό ως δώρο των θεών που τους διευκόλυνε την επικοινωνία με τα πνεύματα.
 Ο Γαληνός μας αναφέρει ότι το ψωμί και τα γλυκά με κάνναβη, σε μεγάλες ποσότητες είναι μεθυστικά. Φαίνεται πως οι μεθυστικές της ιδιότητες ήταν γνωστές στην Κεντρική Ασία, ιδίως ανάμεσα στους Σκύθες, που επηρέασαν σε πολλά και τους Έλληνες, αλλά και οι Ινδοί δεν ήταν αδαείς: έφτιαχναν ένα μίγμα από κάνναβη και άλλα στοιχεία, το Μπανγκ (Bhang), το οποίο θεωρού-σαν ιερό και πίστευαν ότι ξορκίζει το κακό, φέρνει τύχη και απαλλάσσει από τις αμαρτίες. Όσοι ποδοπατούσαν τα φύλλα του ιερού φυτού θα πάθαιναν κάποια συμφορά, ενώ πολλοί ιεροί όρκοι βασίζονταν στην κάνναβη.
Στη Μικρά Ασία η χρήση της κάνναβης πρέπει να ήρθε από την Ασσυρία όπου την χρησιμοποιούσαν από την πρώτη χιλιετία προ Χριστού ως λιβάνι, στοιχείο που δείχνει ότι γνώριζαν τις μεθυστικές της ιδιότητες. Όσο για τη Βίβλο, αναφέρεται και εκεί η κάνναβη, αν και έμμεσα... (βλ Canavaccio σελ 209).


«Γιατί δεν χρησιμοποιούμε την κάνναβη για να αντιστρέψουμε το Φαινόμενο του Θερμοκηπίου και να σώσουμε τον πλανήτη;»
 Στις αρχές του 1989, Ο Τζάκ Χερέρ (Jack Herer) και η Μαρία Φάρροου (Maria Farrow) έθεσαν αυτήν την ερώτηση στον Στήβ Ρόουλινγκς (Steve Rowlings), τον πιο υψηλόβαθμο αξιωματούχο του Αμερικανικού Υπουργείου Γεωργίας (ο οποίος ήταν υπέυθυνος για την αντιστροφή του Φαινομένου του Θερμοκηπίου) στο ερευνητικό κέντρο του USDA στην Μπέλτσβιλ του Μαίρυλαντ.
Πρώτα, συστηθήκαμε και του είπαμε ότι αρθρογραφούμε για εφημερίδες των Πράσινων. Έπειτα, ρωτήσαμε τον κ. Ρόουλινγκς:
«Αν είχατε επιλογή, ποιος θα ήταν ο ιδανικός τρόπος για να σταματήσουμε ή και να αντιστρέψουμε το Φαινόμενο του Θερμοκηπίου;».
Εκείνος είπε:
«Να σταματήσουμε να κόβουμε δέντρα και να μη χρησιμοποιούμε ορυκτά καύσιμα».
«Λοιπόν, γιατί δεν το κάνουμε αυτό;».
«Δεν υπάρχει βιώσιμο υποκατάστατο για το ξύλο, στην παραγωγή χαρτιού, ούτε για τα ορυκτά καύσιμα».
«Γιατί δεν χρησιμοποιούμε ένα ετήσιο φυτό για να παράγουμε χαρτί, καθώς και βιομάζα ως καύσιμο;»
«Αυτό θα ήταν ιδανικό», συμφώνησε.
«Δυστυχώς, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, το οποίο να παράγει τις ποσότητες που θέλουμε».
«Τί θα λέγατε λοιπόν αν υπήρχε ένα τέτοιο φυτό, που θα μπορούσε να υποκαταστήσει όλο τον ξυλοπολτό και όλα τα ορυκτά καύσιμα, που θα επέτρεπε τη φυσική παραγωγή όλων των ινών που χρησιμοποιούμε, καθώς και του οτιδήποτε, από δυναμίτη μέχρι πλαστικά, που ευδοκιμεί και στις 50 πολιτείες, που ένα στρέμμα του θα μπορούσε να υποκαταστήσει 4,1 στρέμματα δάσους, και που αν  παραχωρούσε κανείς το 6% των εδαφών των Η.Π.Α. στην ενεργειακή καλλιέργειά του (έστω και εδάφη οριακής απόδοσης), θα απέδιδε αυτό όλα τα 75 τετράκις δισεκατομμύρια BTU που χρειάζεται η Αμερική κάθε χρόνο; Θα βοηθούσε αυτό, ώστε να σωθεί ο πλανήτης;».
«Αυτό θα ήταν ιδανικό. Αλλά δεν υπάρχει κανένα τέτοιο φυτό».
«Πιστεύουμε ότι υπάρχει».
«Α ναι; Και ποιό είναι αυτό το φυτό;»
«Η κάνναβη».
«Η κάνναβη!» μουρμούρισε για μια στιγμή.«Δεν θα το είχα σκεφτεί ποτέ. Ξέρετε, πιστεύω ότι έχετε δίκιο. Η κάνναβη θα μπορούσε να είναι το φυτό που θα μπορούσε να τα επιτύχει όλ’ αυτά. Αυτή είναι μια λαμπρή ιδέα!»
Είχαμε αρχίσει να ενθουσιαζόμαστε, καθώς συνοψίζαμε αυτές τις πληροφορίες και σκιαγραφούσαμε τις δυνατότητες της κάνναβης να συνεισφέρει στην παραγωγή χαρτιού, ινών, καυσίμων, τροφών, βαφών κτλ, καθώς και στην εξισορρόπηση των οικοσυστημάτων του πλανήτη, αποκαθιστώντας το ισοζύγιο οξυγόνου στην ατμόσφαιρα, δίχως να διαταραχθεί το επίπεδο ζωής που οι περισσότεροι Αμερικάνοι έχουν συνηθίσει. Στην ουσία, ο Ρόουλινγκς συμφώνησε ότι οι πληροφορίες μας ήταν πιθανώς σωστές και ότι το σχέδιο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να πετύχει.Είπε:
«Είναι μια καταπληκτική ιδέα, και πιστεύω ότι θα μπορούσε να πετύχει. Μα, φυσικά, δεν μπορείτε να την υλοποιήσετε».
«Θ’ αστειεύεστε!», απαντήσαμε. «Και γιατί όχι;»
«Λοιπόν, κ. Χερέρ, γνωρίζετε ότι κάνναβη είναι επίσης και η μαριχουάνα;»
«Ναι, φυσικά και το ξέρω, γράφω γι’ αυτό το θέμα 40 ώρες την εβδομάδα για τα τελευταία 17 χρόνια».
«Το λοιπόν, γνωρίζετε ότι η μαριχουάνα είναι παράνομη, δεν είναι έτσι; Δεν  μπορείτε να την χρησιμοποιήσετε»... (περ. σελ. 218)




Ποπάϋ, ο χασισοπότης.
Ο Ποπάϋ είναι ένας από τους πιο διάσημους και αγαπημένους, σε όλον τον κόσμο, χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων. Από τότε που δημιουργήθηκε, ο ναύτης με το συνθηματικό σφύριγμα του τσιμπουκιού (που δεν αποχωριζόταν ούτε στον ύπνο του), έγινε παγκόσμιο φαινόμενο, και εκατομμύρια παιδιά σ’ όλο τον κόσμο έπεσαν με τα μούτρα στο σπανάκι ελπίζοντας πως θ’ αποκτήσουνε την δύναμη του ξακουστού ναύτη. Μήπως όμως το σπανάκι που δίνει στον Ποπάϋ τόση δύναμη είναι στην πραγματικότητα μια αναφορά σε κάποιο άλλο «μαγικό χορτάρι»;
Μήπως τα παιδιά σ’ όλο τον πλανήτη λατρεύουν έναν ήρωα που στην πραγματικότητα είναι χρήστης του απαγορευμένου χόρτου, της μαριχουάνας;
 Τα στοιχεία που υποστηρίζουν μια τέτοια άποψη είναι μόνο ενδεικτικά, όμως υπάρχουν και αν ληφθούν υπόψη όλα μαζί, θα οδηγήσουν πολλούς αναγνώστες στο συμπέρασμα ότι το σπανάκι που δίνει στον ήρωα τις υπερφυσικές του δυνάμεις είναι μια ξεκάθαρη αναφορά στην κάνναβη και τις θαυματουργές της ιδιότητες.
Η δημιουργία του κόμικ
Από το 1929, όταν ο καρτουνίστας Έλζι Σίγκαρ δημιούργησε το χαρακτήρα, μέχρι σήμερα, οι ιστορίες του Ποπάϋ γράφτηκαν και σχεδιάστηκαν από πολλούς διαφορετικούς συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ο Ποπάϋ αρχικά δημιουργήθηκε ως δευτερεύων χαρακτήρας στη σειρά κινουμένων σχεδίων του Σίγκαρ «Thimble Theatre». Για 10 χρόνια ο Σίγκαρ εξιστορούσε τις περιπέτειες της Όλιβ Οϊλ, του αδελφού της Κάστωρ και του μνηστήρα της Χαμ Γκρέϊβυ. Στην αρχή μιας νέας περιπέτειας, ο Κάστωρ και ο Χαμ έπρεπε να σαλπάρουν για ένα υπερπόντιο ταξίδι και έτσι πήγαν στις αποβάθρες και προσέλαβαν έναν ναύτη που τον έλεγαν Ποπάϋ.
 Σύντομα ο Ποπάϋ έγινε ένας σημαντικός χαρακτήρας του «ThimbleTheatre» και πριν περάσει ένας χρόνος, αντικατέστησε τον Χάμ Γκρέϊβυ, στο ρόλο του μνηστήρα της Όλιβ Οϊλ. Ο Γουΐμπι προστέθηκε στο καστ τρία χρόνια αργότερα, και το μωρό «Μοσχομπίζελο» τέσσερα χρόνια μετά απ’ αυτόν. Στην αρχή δεν υπήρχε εξήγηση για την εκπληκτική δύναμη του Ποπάϋ. Μέσα όμως σε λίγα χρόνια, η εξάρτηση του Ποπάϋ από το σπανάκι έγινε μέρος του σεναρίου, καθώς και βάση για κάποια επαναλαμβανόμενα αστεία. Μέχρι την καθιέρωση των κινουμένων σχεδίων, δεκαετίες μετά το θάνατο του Σίγκαρ, το σπανάκι είχε γίνει αναπόσπα στο μέρος κάθε ιστορίας, με την κατανάλωση του μαγικού βοτάνου από τον Ποπάϋ να σηματοδοτεί την επικείμενη γρήγορη εξόντωση των εχθρών του.
 Το αρχικό κόμικ του Σίγκαρ ήταν πολύ πιο περίπλοκο και υπαινικτικό από τα μεταγενέστερα κινούμενα σχέδια. Ο Σίγκαρ εισήγαγε πολλούς παράξενους και καταπληκτικούς χαρακτήρες στον κόσμο του Ποπάϋ. Ανάμεσα σε αυτούς, τη Θαλάσσια Μέγαιρα (Sea Hag), το μαγεμένο φλάουτο της οποίας της επιτρέπει να πετά και να κάνει μαγικά, τον πλούσιο κ. Βανρίπλ (Mr. Vanripple), του οποίου η όμορφη κόρη Τζουν (June) συναγωνίζεται την Όλιβ για την προσοχή του Ποπάϋ, την Αλίκητη Χαζή, που μιλά μόνο με ορνιθοσκαλίσματα, και τον Δυνατό Τόαρ (Mighty Toar), η τρομερή δύναμη του οποίου συναγωνίζεται ακόμη και αυτήν του Ποπάϋ.
Τα σενάρια του Σίγκαρ ήταν γεμάτα από ενήλικο χιούμορ, όπως όταν ο Τόαρ, ερωτοχτυπημένος με τον Ποπάϋ, τον φωνάζει «κόμματο» και τονφιλά στο κεφάλι. Ανάμεσα στις συνεχιζόμενες περιπέτειες του Ποπάϋ, περιλαμβάνεται και η ίδρυση του δικού του νησιωτικού έθνους, της Σπανακοβίας (Spinachovia), όπου και γίνεται «δικάκτορας» μιας χώρας που απαρτίζεται μόνο από άνδρες.
Σπανάκι = Μαριχουάνα
Τι ενδείξεις υπάρχουν λοιπόν σε αυτό το φαινομενικά αθώο ξεκίνημα,που να υποστηρίζουν την άποψη ότι ο Ποπάϋ μαστούρωνε;
Το πιο ισχυρό στοιχείο είναι ότι στις δεκατίες του 1920 και του 1930, τότε δηλαδή που δημιουργήθηκε ο χαρακτήρας του Ποπάϋ, το «σπανάκι» ήταν μια πολύ κοινή κωδική ονομασία της μαριχουάνας. Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι το Τραγούδι του Σπανακιού (The Spinach Song), που ηχογραφήθηκε το 1938 από το δημοφιλές τζαζ συγκρότημα Julia Leeand her Boyfriends. (βλ Canavaccio σελ. 222)
...

Ο Ποπάϋ φουμάρει ναργιλέ!

+ extra -μερικά ακόμα!

Μαστούρωσε στον Πειραιά ο Γάλλος ακαδημαϊκός Francis Carco. Έκανε «αυτοψία» στα χασισοποτεία του λιμανιού το 1935...
" Ήταν ένα ήσυχο χλιαρό βράδυ Μαΐου του 1935 όταν περιηγήθηκα μαζί με έναν φίλο μου στην παραλία του Πειραϊκού Λιμένος. Μου είχε γεννηθεί μια ιδέα να επισκεφθώ ένα χασισοποτείο. Με είχαν διαβεβαιώσει ότι χασισοποτεία υπήρχαν πολλά στον Πειραιά και ότι παρουσιάζουν έναν χαρακτήρα πολύ αξιοπερίεργο. Μου είχαν δώσει και διευθύνσεις. Ο συνοδός μου χαμογελούσε. 
– Ξέρετε μου λέει, τα καταστήματα αυτά είναι τώρα κλεισμένα. Εν τούτοις ας επιχειρήσουμε.... 
Κάλεσε έναν οδηγό και του έδωσε μια διεύθυνση. Πήραμε μερικούς ανηφορικούς δρόμους πολύ κακοφτιαγμένους. Διασχίσαμε συνοικίες που μου φάνηκαν ύποπτες και τέλος σταματήσαμε κάπου. Κατεβήκαμε και κάναμε μερικά βήματα σ΄ έναν ανώμαλο δρόμο που οδηγούσε ανάμεσα σε βράχους προς τη θάλασσα. Εκεί κάτω βρίσκονταν μια παράγκα τελείως κλειστή και σκοτεινή. Χτυπήσαμε τη πόρτα και εισήλθαμε σε μια πρώτη αίθουσα που έμοιαζε με καφενείο. Από πίσω υπήρχε μια πολύ μικρότερη επιπλωμένη μ΄ένα κρεβάτι εκστρατείας και μια καρέκλα. Ένα κερί σφηνωμένο στο στόμιο μιας μπουκάλας φώτιζε ελάχιστα. 
– Τι θέλετε; ρώτησε ένας γέρος. 
Ο φίλος μου του εξήγησε τον σκοπό της επισκέψεώς μας, αλλά ο γέρος διατείνονταν πως δεν κάπνιζαν τέτοια εκεί… Εάν κάπνιζαν χασίς εκεί θα μύριζε. Ξαφνικά φωνές, βήματα, πέτρες που κυλούσαν η μια πάνω στην άλλη. Σφυρίγματα που πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο. Τρεις άνδρες με πολιτικά και ρεβόλβερ στα χέρια μπήκαν μέσα, φωνάζοντας πως ήταν αστυνομικοί. 
– Δεν πηγαίνουμε καλύτερα αλλού; Βγήκαμε έξω αφήνοντας τον γέρο να επαναλαμβάνει τα ίδια που είπε σ΄ εμάς και στους τρεις αστυνομικούς. Μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο που μας έφερε αυτή τη φορά μπροστά σ΄ ένα σπιτάκι με πράσινα παραθυρόφυλλα. Πλησιάζονταν κάποιος από μέσα άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω μας χωρίς να πει λέξη. Το δωμάτιο εκείνο ήταν στρωμένο με χώμα. Κάτω από το φως ενός δαυλού διέκρινα πρόσωπα παθιασμένα, αραδιασμένα χάμω πάνω σε σάκους. Τα μάτια τους έπεσαν πάνω μας απλανή και χαμένα. Κάποιος κρατούσε στο χέρι μια τούρκικη κιθάρα και καθισμένος σταυροπόδι στο έδαφος, περίμενε να κάτσουμε κι εμείς για να ξεκινήσει. Μια διαπεραστική οσμή καμένου χαρτιού διέσχιζε τον αέρα.... 
Ο αμίλητος που μας είχε ανοίξει την πόρτα, μας πλησίασε αυτή την φορά κρατώντας στα χέρια του ένα αντικείμενο που το έλεγαν «τσιμπούκι», που αποτελείτο από ένα δοχείο γεμάτο νερό στο οποίο ήταν προσαρμοσμένα δύο καλάμια σαν σωλήνες. Από πάνω υπήρχε ένας μικρός μεταλλικός δίσκος με κάρβουνα. Οι ανταύγειες των δαυλών, φώτιζαν ένα νεαρό ο οποίος ετοίμαζε μια μάζα χασίς, μαλάσσοντας την με τα χέρια του. Στη συνέχεια την μοίρασε σε κομμάτια που το καθένα από αυτά τα ονόμαζαν «τσίκα».
Λίγο πριν το καπνίσουν οι θαμώνες, φώναζαν «εις υγείαν», ενώ μερικοί από αυτούς φώναζαν στα ιταλικά «εβίβα»! 
Ο άνθρωπος με το τσιμπούκι μου το έτεινε. Πλησίασα στα χείλη μου στον σωλήνα και τράβηξα μια ρουφηξιά, μια δεύτερη, μια τρίτη. 
Εβίβα φώναζαν διαρκώς όλοι. Κάποιος διπλανός μου αφέθηκε να πέσει κατά γης. 
– Ξαπλώστε και εσείς, μου είπαν Δεν θέλησα να ξαπλώσω σκεπτόμενος ότι οι τρεις μόνο ρουφηξιές δεν θα έφερναν κάποιο αποτέλεσμα.. Γύρω μου η μακάρια έκφραση των καπνιστών, γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια έκφραση αποβλακώσεως. Αισθάνθηκα την ίδια στιγμή να με καταλαμβάνει ένας ίλιγγος και να χάνω λίγο – λίγο τις αισθήσεις μου. Όλα έγιναν τότε ανάκατα, τρομακτικά, αλλόκοτα, ακαθόριστα. Ένοιωσα κι εγώ αυτή την κατάσταση «μαστούρας» που φέρνει στους καπνιστές αυτό το ναρκωτικό. 
Φάτε λίγο πορτοκάλι, μου φώναξε κάποιος είναι το καλύτερο αντίδοτο. Ο ήχος της κιθάρας έφτανε από πολύ μακριά. Στον τοίχο απέναντι κρεμόταν μια κακοφτιαγμένη και πρόστυχη εικόνα της Ακρόπολης, αλλά εγώ νόμιζα πως αντίκρισα ένα λαμπρό θέαμα. Μου έφεραν και ένα πορτοκάλι και για να μην τους δυσαρεστήσω έφαγα μια φέτα." - Francis Carco.
* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο τον Μάιο του 1935. Το 1935 επισκέφθηκε τον Πειραιά στα πλαίσια ανταποκρίσεων που διατηρούσε από Γαλλική Εφημερίδα, με θέμα τις πόλεις της Μεσογείου. Από κάθε παράλια πόλη παρουσίαζε και ένα «σκοτεινό» θέμα που τη χαρακτήριζε... πηγη: ΠΕΙΡΑΙΟΡΑΜΑ ιστορίας και πολιτισμού.

Ο ναργιλές φτιαχνόταν συνήθως από ινδική καρύδα καθώς ο γυάλινος ψηλός ναργιλές που χρησιμοποιούσαν ήδη στα καφενεία για να απολαμβάνουν τον καπνό τους, ήταν δύσκολο να κρυφτεί. Έτσι σκαρφίζονταν ναργιλέδες από κονσερβοκούτια, ψίχα ψωμιού (στις φυλακές), σταμνάκια, ποτήρια αλλά και κολοκύθες ή πεπόνια που έκαναν άριστα τη δουλειά τους. Ο ναργιλές από καρύδα ήταν πάντως αυτός που προτιμούσανε οι περισσότεροι τεκετζήδες για το μαγαζί τους.

Οι εφημεριδες σκιαγραφούν το χαρακτήρα του χασικλή με τα μελανότερα χρώματα...
Το χασίς (1960)

Ανάβρα Καρδίτσας / περί καλλιέργειας κάνναβης σε αγρό, ανακρίσεις υπό του προέδρου της Ανάβρας. (περί 1930;)


Συλλήψεις παραβατικών συμπεριφορών τις δεκαετίας του '30.

Πριν ερθουν οι πρόσφυγες.
Ρεπορτάζ της εποχής, (Σκριπ 1/8/1909) δείχνει πως ήταν η Δραπετσώνα στις αρχές του αιώνα πριν έλθουν οι πρόσφυγες
 «O γνωστός εις το αστυνομικό δελτίο χασισοπότης K. Παντελίσκος ή Γιάφας νωχελώς εξηπληρωμένος χθές επί της οδού Aγ. Διονυσίου παρά την Kρεμμυδαρούν διασκέδαζε μετά κτηνώδους απαθείας ρίπτων κατά των διαβατών φυσήγγια δυναμίτιδος. Eις εκ τούτων ο Hλ. Γκριτζόλης παρ’ ολίγον να έπιπτε θύμα της άγριας διασκεδάσεως του αθλίου εκείνου κακοποιού
Ιστορίες τεκετζήδων.
Υπήρχαν στιγμές που καφετζήδες - τεκετζήδες και θαμώνες είχαν απαυδήσει με τους αλεπαλλήλους εφόδους της χωροφυλακής-αστυνομίας.. Το 1924 ο Καπλάνας, γνωστός τεκετζής στα Μπουτέικα (Καστράκι) είχε κρεμάσει έξω απ’ το τεκέ του άσπρο ματωμένο πουκάμισο, σημάδι να μην πλησιάσει αστυνομικός.. Τελικά έγινε έφοδος με εκατέρωθεν θύματα.. πηγη


"Ρεμπέτικη χοροεσπερίδα" Μία ακουαρέλα (σχέδιο) Νίκου Μάθεση ή Τρελλακια, ζωγραφισμένη το 1972.

"ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ" (1946) / "Η εκστρατεία ενάντια στους τεκέδες"Από περιοδικό της ΕΠΟΝ γράφει το 1946:  «..Ο θανάσιμος καπνός του χασίς ξαπλώνεται πάνω απ’ όλη τη χώρα. Μέσα στα δηλητηριασμένα σύννεφά του κινδυνεύει να πνιγεί η Ελληνική Νεολαία... Όλα αυτά μας δείχνουν πως το χασίς με τη διάδοση που πήρε αποτελεί θανάσιμη απειλή για τη νεολαία. Άνθρωποι νέοι, γεμάτοι σφρίγος, με ελπίδες και όνειρα για το μέλλον, παρασύρονται στον "τεκέ" για να βγουν από κει ανθρώπινα κουρέλια, άβουλα πλάσματα, χωρίς προσωπικότητα, με τη σφραγίδα της αποχαύνωσης και της τρέλας στα μάτια, τσακισμένοι σωματικά και ψυχικά. Από εδώ και μπρος μοναδικό τους ενδιαφέρον θα είναι να βρουν τα απαραίτητα χρήματα για την αγορά "πρέζας"(;!). Και θα τα βρουν οπωσδήποτε, φτάνοντας ακόμα και στο έγκλημα. Ζητώντας μάταιη χαρά στα όνειρά του χασίς, τραβούν αργά και βασανιστικά, μα σίγουρα στον τάφο..» (!!) πηγη

Σχέδιο του Νίκου Μάθεση με τίτλο "Τα σε και τα μέα", του 1972 (ανήκει στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη).

Ζητήματα Έρευνας - Ρεμπέτικο & Κοινωνικό πλαίσιο.. από τις εφημερίδες 
Το 1947 στην εφημερίδα Ριζοσπάστης ξεκινά η δημοσίευση σειράς άρθρων σχετικά με το ρεμπέτικο. Στη σειρά αυτή, καθώς και στις επόμενες ερευνητικές απόπειρες, θίγονται ζητήματα σχετικά με την κοινωνική φυσιογνωμία και λειτουργία αλλά και με την αισθητική πρόσληψη του συγκεκριμένου μουσικού είδους.

Κοινωνικό πλαίσιο:
Οι αρθρογράφοι προσπαθούν να οριοθετήσουν το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε το ρεμπέτικο με λέξεις όπως: Παραβατικός υπόκοσμος, λούμπεν, λούμπεν-προλεταριάτο, περιθώριο, στιγμιαίο πέρασμα από την παρανομία, προλεταριοποίηση της αγροτιάς, βίαιη αστικοποίηση είναι μερικές από τις αιτίες που προβάλλουν.. Οι περισσότεροι πάντως ρεμπέτες δεν θεωρούσαν τα τραγούδια τους έκφραση του υπόκοσμου.

Αισθητική - πολιτισμική αξία:
Άλλο θέμα που απασχόλησε τους αρθρογράφους και ερευνητές είναι η πολιτισμική αξία του ρεμπέτικου. Και στο ζήτημα αυτό οι απόψεις διίστανται. "Φαινόμενο ξεπεσμού [...] και συνεπώς δεν έχει τίποτε το κοινό με τον πολιτισμό" (Α. Παρίδης) υποστηρίζουν οι μεν, "το μεγάλο σόι το ρεμπέτικο [...] είναι η μόνη απόδειξη πως έχουμε πολιτισμό" (Γ. Τσαρούχης) οι δε. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μάνου Χατζηδάκη ο οποίος με τη διάλεξη του 1949 επιβάλλει σε αρκετούς το ρεμπέτικο, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1970 τα βάζει με τους "ρεμπετολόγους". Τότε ανέφερε ότι το ρεμπέτικο ήταν "γραφικός ελάσσων μύθος του χθες, που δεν αξίζει την προσοχή που το αποδίδεται σήμερα". πηγη

ναργιλέδες παλιάς κοπής.
Μαστούρια όταν γίνουμε μέσα μες στον τεκέ μας
Όλοι εσένα αγαπούν περήφαν’ αργιλέ μας! (Μάρκος. 1935)

Δραπετσώνα - Χιώτικα "Οι απαίσιοι και φρικτοί χασικλήδες" (απόκομμα εφημερίδας, δεκ.: '50;)

Χιώτικα: H περιθωριακή όμως δράση των Χιώτικων ήταν πολυποίκιλη.. Και για να ερμηνευτούν σωστά τα στοιχεία που η Δραπετσώνα γέννησε είναι ανάγκη να διεισδύσουμε στην αλήθεια, χωρίς υστεροβουλία και σεμνοτυφία.
Τόσο οι άνδρες του λιμεναρχείου, όσο και οι ναύτες εξόδου του Πολεμικού Ναυτικού των πλοίων που ναυλοχούσαν στο Φάληρο και τον Προλιμένα, αποτελούσαν μάστιγα εκείνη την εποχή για τον Πειραιά. Ήταν απείθαρχοι, μάγκες και αλληλέγγυοι σαν συντεχνία. Φορούσαν στραβά το καπέλο, ανασηκωμένη πίσω τη μπελαμάνα και βγαλμένες μπροστά τις πλαϊνές τσέπες. Ήταν προκλητικοί, συνήθως μεθυσμένοι και όταν δεν τα έβαζαν με τους βαρκάρηδες και τους χαμάληδες τσακώνονταν μεταξύ τους. Η Δραπετσώνα με τα ταβερνάκια, τα ουζάδικα, τα Βούρλα και τα «Χιώτικα» ήταν η πιάτσα πρώτης τους επιλογής, πάντοτε παρούσα και το ίνδαλμα κάθε παρανόμου και κάθε πόρνης, όπως δείχνει και το παρακάτω στιχάκι
Ναυτάκι τόνε θέλω ‘γω
τον αγαπητικό μου
Να βάζει λάδι στο μαλλί
να βρίζει το σταυρό μου. πηγη


1966 Τα τρομολαγνικά ρεπορτάζ για το χασίς την εποχή των μπήτνικς & χίπις στην Ελλαδα.. -τίτλος εφημερίδας: Πλάκα ώρα μηδέν, Πεταλούδες, Ναρκωτικά και Φτηνός Έρως.. - Η εφημεριδα «ΑΚΡΟΠΟΛΗ» γράφει στις 22 Μαίου του 1966: «Μπήτνικς που περιφέρονται ξυπόλυτοι και βρώμικοι, ελαφρές γυναίκες άσχημες, «φτηνές» που προξενούν τον οίκτο, τουρίστριες με μακριά μαλλιά, μπλου –τζιν και «αρχαϊκά» σανδάλια και ακόμη κάποιο σέικ που ακούγεται από κάποιο νάιτ κλαμπ, όπου το τολμηρό στριπτηζ είναι το σόου της βραδιάς, συνθέτουν τη «μοντέρνα» εικόνα μιας περιοχής που χιλιοτραγουδήθηκε για τον ρομαντισμό της. Της ανθοστόλιστης με τις γαζίες και τους βασιλικούς Πλάκας του 1966.» πηγη
1966 


Ένας ασίκης μουσικός τις ανατολής (πλανόδιος οργανοπαίκτης, τροβαδούρος) με σάζι (ταμπουρά/μπαγλαμά) και τον άργιλε του, στην αγορά του Diyarbekir (Πηγή: Ernest Chantre, "Van Beyroeth naar Tiflis", De Aarde en haar Volken, Haarlem, 1890)

+Ημερήσιος / περιοδικός Τύπος για ρεμπέτες και χασίς (δεκ:'30-'40)
 Ο ποιητής και δημοσιογράφος Πάνος Σπάλας στον Χρονόγραφο (Ιούνιος του '37) αναφέρει για το ρεμπέτικο: «Τραγουδάει τραγούδια που μας κατεβάζουν στις τελευταίες βαθμίδες του πολιτισμού. Τραγούδια αντάμικα, χασικλίδικα ξεπεσμένα, βρωμερά».
 Ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Μ. Καραγάτσης περιγράφει μια βραδιά σε ένα κέντρο διασκέδασης με αρκετή δόση ειρωνείας: «Η πελατεία ρουφάει την τσιγαριά με λαίμαργα χείλια. Θολός καπνός κι’ οσμή ινδικής καννάβεως πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Βαίνομεν ολοταχώς προς γενική μαστουροποίησην […]. Όπου και να κυττάξης, μόνο μάτια βασιλεμένα σε τοξινωμένους ορίζοντες αντικρύζεις. […] Το φεγγάρι, στον ουρανό, αν δεν ήταν φαλακρό θα τραβούσε τα μαλλιά του…».
 Ο δημοσιογράφος Ν. Γεωργακόπουλος (Νοέμβρης του 1934) στους Νέους Καιρούς προβαίνει: «σε υψίφωνη διαμαρτυρία εναντίον των χασικλίδικων που ακούγονται και που προπαγανδίζουν ασύστολα τη χρήση χασίς».
 Ο Νίκος Μαράκης από τις στήλες της Πειραϊκής Σημαίας (30-11-1937) προβάλλει «τον κίνδυνο να εκτεθεί η χώρα διεθνώς», λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν ένας ξένος ήθελε να κρίνη το ποιόν μας από το περιεχόμενον των κυκλοφορούντων δίσκων θα εχαρακτήριζε τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του λαού μας ως χασισοπότας[…] Εχρειάζε το λοιπόν να τεθή ένας φραγμός εις τας κουτάς και απολίτιστους αυτάς τάσεις των συνθετών της κακηάς ώρας».
Ο ίδιος τόνος για τα χασικλίδικα επικρατεί και στα κείμενα που διακατέχονται
από θετική διάθεση απέναντι στο ρεμπέτικο..
 Ο δημοσιογράφος Παύλος Παλαιολόγος στην εφημερίδα Τα Νέα στις 23-12-1946 επιβραβεύει τη ρεμπέτικη μουσική, όχι όμως και τα τραγούδια με απρεπείς στίχους, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αναφέρονται σε ψυχοτρόπες ουσίες: «Φταίνε θα πείτε οι στίχοι. Πρόστυχοι, χυδαίοι, απρεπείς, ακαλαίσθητοι.[…] Ας απαγορεύσουν τους κακούς στίχους και ας αφήσουν την μουσική στην ησυχία της».
 Ο δημοσιογράφος Ν. Γεωργακόπουλος στις 2-2-1935 στους Νέους Καιρούς τάσσεται κατά των χασικλίδικων: «Εμείς δεν μπορούμε να υποφέρουμε μια τέτοια αισχρή προπαγάνδα. Ούτε θέμε ν’ ακούμε τα χασικλίδικα αυτά τα τραγούδια, που μας προξενούν αηδία». Στη συνέχεια τάσσεται υπέρ άλλων «σερέτικων» τραγουδιών (με παράδειγμα τους «Λαχανάδες») που εκφράζουν τα
«ρωμέικα γούστα» και δεν εκθειάζουν την χασισική επιτέλεση..
*Αυτά τα κείμενα του Τύπου από όπου αντλήθηκαν οι πληροφορίες προέρχονται από τα βιβλία: Βλησίδης Κώστας, "Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο (1929-1959)" και "Όψεις Ρεμπέτικου". πηγη

(Rembetika - Greek Popular MusicΡεμπέτες, μάγκες μπροστά στο δρόμο, έξω από το μαγαζί του Μπάτη, στου Καραϊσκάκη -στα Λεμονάδικα, για μια αναμνηστική φωτογραφία, το 1933. Ξεχωρίζουν, στη πρώτη σειρά καθιστοί: ο Γιάννης ο Αιβαλιώτης με μπαγλαμά , ο Παναγιώτης Δήμας, δύο άγνωστοι με μπαγλαμά, ο Παντέλος μπουζουκι και ο Θάνος με κιθάρα. Πίσω τους όρθιοι, ο ταχυδρόμος της γειτονιάς, το Αριστειδάκι (με μπαγλαμά), ο Μάρκος Βαμβακάρης με μπουζούκι, δίπλα του ο Συριανός (κιθάρα;). Στο κέντρο με την κιθάρα στον ώμο ο Γιωργος Μπάτης, ο Αντώνης Μπόγρης δίπλα του με μπουζούκι, ο νταής Θανάσης Γκότσης, ο Αντώνης "ο θερμαστής" με μπουζούκι και ο Κώστας Μπούρας με μαντολίνο.
Μας κυνηγούν τον ναργιλέ γιατί τον πίνουν μάγκες
και ζούλα τον φουμάρουνε όλ’ οι αριστοκράτες.... (Νίκος Μάθεσης ή "Τρελάκιας")

Λευτεριά της κάνναβης στην Ελλάδα - Legalize Cannabis in Greece
+
Στα συνοικιακά καφενεία, τα καταγώγια και τους τεκέδες του Πειραιά χτυπούσε τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η καρδιά του ρεμπέτικου.
Στα τραγούδια τους οι ρεμπέτες, αναφέρονται σε αρκετούς τεκέδες και τεκετζήδες, άλλοτε πραγματικούς κι άλλοτε φανταστικούς.
*Περισσότερα: Τεκέδες και τεκετζήδες (Αφηγήσεις) <-- ΕΔΩ


Λαϊκή ζωγραφιά με σκηνή από τεκέ (βρίσκεται στην Γενική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης). πηγη rebetiko.gr
τεκές, "Μια και βρέθηκα μαζί σας, θα φουμάρω στο τσαρδί σας". Σκίτσο από το κόμικς του Γάλλου δημιουργού David Prudhomme, με τίτλο «Rebetiko, La Μauvaise Ηerbe».

"Αντιλαλούνε οι φυλακές, τ’ Ανάπλι και Γεντί Κουλές". Σκίτσο από το κόμικς του Γάλλου δημιουργού David Prudhomme, με τίτλο «Rebetiko, La Μauvaise Ηerbe».

(Rembetika) Και αν το μπουζουκι εκπροσώπησε ολόκληρη την Ελλάδα, από το θέατρα του Broadway, τα ρεσιτάλ στο Carnegie Hall, μέχρι και τον Λευκό Οίκο την Αμερικής.. Ακόμα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες πήγε, όμως οι Ελληνες χασισοπότες ακροατές είτε οργανοπαίχτες, διώκονται -για την χασιστική έλξη- μέχρι και σήμερα και στιγματίζονται το ίδιο όπως το μπουζουκι τότε..
Άντε, γεια μας!..

+ Ο αυθεντικός μάγκας του ελληνικού σινεμά Νίκος Φέρμας !!!
Ο μάγκας Νίκος Φέρμας και η κάνναβη (το χασίσι). Νίκος Φέρμας, Ντίνος Δημόπουλος, Σωτήρης Μουστάκας - Ιστορίες.
Νίκος Φέρμας (1905-1972): Μία από τις συνήθειες του ηθοποιού, που την εποχή εκείνη ταυτίζονταν με τη «μαγκιά», ήταν το ότι κάπνιζε χασίσι. Ο Ντίνος Δημόπουλος περιέγραψε την πρώτη του γνωριμία με τον Φέρμα στο βιβλίο του, «Ένας σκηνοθέτης θυμάται»:
«Με πλησιάζει ένας μάγκας βαρύς με το αργό λικνιστικό του περπάτημα εκείνο το πρωινό στο γύρισμα. Είναι ο Νίκος Φέρμας. Συρτή φωνή, νωθρή κίνηση, ματιά θαμπή.
-Είσαι για μια τζούρα αφεντικό;
-Τι τζούρα, ρωτάω παραξενεμένος.
-Μια ρουφηξιά για.
-Δεν καπνίζω.
-Δεν είναι καπνός. Χόρτο είναι.
-Τα χόρτα με πειράζουν στο στομάχι.
-Τα λάχανα σε πειράζουν. Κι ετούτο δεν είναι λάχανο. Είναι ανθός. Τράβα μία και θα αρχίσεις να πετάς. Και τα πλάνα θα σου ’ρχονται το ένα μετά το άλλο σαν σύννεφα που τα κυνηγάει ο νοτιάς».

Το «φάρμακο για το στομάχι».
Ο ηθοποιός δεν φοβόταν να παραδεχτεί δημόσια ότι κάπνιζε χασίσι. Ακόμα και όταν αυτό απαγορεύτηκε, κατά τη δεκαετία του ’30, ο Φέρμας δεν εγκατέλειψε τη χρόνια συνήθειά του.
Ο Σωτήρης Μουστάκας είχε αναφέρει σε συνέντευξή του, πως ο συνάδελφός του κάπνιζε στο κοινό τους καμαρίνι, σε μια θεατρική παράσταση που συνεργάστηκαν.
Ο Μουστάκας έκανε τότε τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική και ήταν αρκετά νέος σε ηλικία. Από το χασίς δεν ήξερε ούτε καν τη μυρωδιά του.
Όταν ρώτησε τον Φέρμα τι ήταν αυτό που έβαζε μέσα στο τσιγάρο του, εκείνος απάντησε πως ήταν φάρμακο για το στομάχι!
Μετά από μερικές ημέρες ο νεαρός υπέφερε από έντονο πόνο στο στομάχι και ζήτησε από τον συνάδελφό του λίγο από το φάρμακο του.
Ο Φέρμας έκπληκτος διαπίστωσε πως ο Μουστάκας δεν είχε καταλάβει ότι κάπνιζε χόρτο και χωρίς κανένα δισταγμό του είπε: «Μα καλά ρε Κύπριε δεν κατάλαβες τι είναι; Χασίσι είναι!».
Τότε ο νεαρός συνειδητοποίησε και τι εννοούσε ο θιασάρχης τους, Βασίλης Μπουρνέλης, όταν περνούσε από το καμαρίνι τους και έλεγε: «Αγιασμό έχουμε πάλι σήμερα;!».

Το «λιβάνι» στο γάμο του ηθοποιού.
Η συνήθεια του ηθοποιού ήταν γνωστή στους φίλους και τους συνεργάτες του. Κανείς δεν είχε πρόβλημα, καθώς ο Φέρμας ήταν ένας από τους πιο ευχάριστους ανθρώπους του θεάματος και ένας πολύ καλός συνεργάτης στις δουλειές του.
Πολλοί ήταν εκείνοι που συχνά του έκαναν αστεία και τον πείραζαν. Μάλιστα ο Αλέκος Σακελάριος για να του κάνει πλάκα, δεν δίστασε την ημέρα του γάμου του να ρίξει λίγο χασίσι μέσα στο θυμιατό του παπά, με αποτέλεσμα πολλοί από τους καλεσμένους να ζαλιστούν!.
 Ο ηθοποιός παντρεύτηκε με την ηθοποιό Άννα Παντζίκα, με την οποία έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατο του τον Αύγουστο του 1972.
Ο Νίκος Φέρμας συμμετείχε σε πάνω από 200 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, αρκετές από τις οποίες σημείωσαν τεράστια επιτυχία και συνεχίζουν να προβάλλονται μέχρι σήμερα όπως «οι Γερμανοί Ξανάρχονται», «Λατέρνα φτώχεια και γαρύφαλλο», «το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Ποτέ την Κυριακή», «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», «Λόλα» και πολλές άλλες.. -πηγη mixanitouxronou.gr

Copyrights©2016 Design By | Ακάλυπτος