- Τραγουδιστης (μπουζουξής) του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού του ’50 ...
Ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής μας άφησε ξημερώματα Κυριακής 14/10/2012 στο Μόντρεαλ του Καναδά σε ηλικία 91 ετών. (Montreal, Canada) Ο μουσικός μας πολιτισμός γίνεται φτωχότερος.. Αιωνίαν του η μνήμη ...
Θα σε ακούμε για πάντα με τα τραγούδια σου..!!!
" Έδιωξες τον Δημητράκη γιατί ήτανε φτωχός .." ♪♬♪
Ο Ν.Γεωργιάδης στο βιβλίο του Κώστας Παπαδόπουλος : Ο Παγκανίνι του Μπουζουκιου Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή ,2007 σελ 42-43 αφηγείται:
«Εδώ έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για τον Ρουμελιώτη. Ο τραγουδιστής αυτός ήταν μια ανακάλυψη του σπουδαίου Σμυρνιού συνθέτη και μαέστρου Παναγιώτη Τούντα, όπως ήταν επίσης ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κώστας Ρούκουνας, ο Βαγγέλης Σωφρονίου, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή και άλλοι πολλοί. Πρωτοεμφανίστηκε στα 1938, στο τραγούδι του Τούντα «Πλακιώτισσα» (Στης Πλάκας τα στενά), με δεύτερη φωνή τον Στελλάκη. Μετά την Κατοχή, από το 1952 μέχρι το I960, συνεργάστηκε στενά, με τον Γιώργο Μητσάκη..»
+(Απόσπασμα από το αφιέρωμα στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)
«Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη, 1η Μαρτίου του 1921. Οι γονείς μου ήταν από την Θράκη και από την Μικρά Ασία. Ο πατέρας μου Αστέριος Ρουμελιώτης ήταν από την Κεσάνη της Θράκης. Η μητέρα, Αθανασία Παντελέλη, από το Αϊβαλί Μικράς Ασίας. Νέος μετανάστευσε ο πατέρας στο Αϊβαλί, δεν ξέρω πότε και για ποιους λόγους, προφανώς για να δουλέψει. Εκεί εργάστηκε στα κτήματα της οικογένειας της μάνας μου, που τότε ήτανε ευκατάστατη. Εκεί γνωρίστηκαν και ερωτευτήκανε οι γονείς μου. Με τους διωγμούς των Τούρκων ο πατέρας κυνηγήθηκε, για να γλυτώσει την ζωή έφυγε ντυμένος γυναίκα και πήγε στην Θεσσαλονίκη. Μετά έφυγε και η μητέρα μου για την Θεσσαλονίκη..
..Δεν θυμάμαι, αν ήταν παντρεμένοι στο Αϊβαλί, ή αν παντρευτήκανε στην Θεσσαλονίκη. Θαρρώ ότι συνέβη το δεύτερο. Ο πατέρας ασχολήθηκε με τα οπωρικά στην Θεσσαλονίκη, πέθανε 72 χρονών. Είχα άλλα τρία αδέλφια, τα δυο πεθάνανε και έμεινε μόνο ο μικρός, ο οποίος ονομάζεται Απόστολος. Η αδελφή μου η Ελένη πέθανε, όπως και ο αδελφός μου ο Γιάννης. Θεός σχωρέσ' τους! Και μείναμε οι δυο μας, αυτός στην Θεσσαλονίκη και εγώ στον Καναδά. Το σόι του πατέρα μου είχε μουσικές ρίζες, αν και ο ίδιος δεν ασχολήθηκε με την μουσική.
Στα 13 μου χρόνια είχα αγοράσει ένα μαντολίνο και προσπαθούσα να μάθω, αλλά οι φίλοι μου λέγανε: Μαντολίνο; Δεν παίρνεις κανένα μπουζουκάκι, να μας διασκεδάζεις κιόλας! Τότε δεν υπήρχαν στα καταστήματα μουσικών οργάνων μπουζούκια, όπως σήμερα, και το μαντολίνο σκέφθηκα να το αλλάξω σε μπουζούκι. Έψαξα και βρήκα κάποιον, ο οποίος ήταν σε αναπηρική καρέκλα, o δύστυχος, αλλά καλός τεχνίτης, ήταν πρώτος οργανοποιός στην Θεσσαλονίκη. Τον ρώτησα, αν μπορεί να κάνει το μαντολίνο μπουζούκι. Φέρ' το -μου λέει- θα του βάλω πιο μεγάλο μάνικο και θα γίνει μικρό μπουζούκι. Άλλαξε το μάνικο, έγινε μπουζούκι. Από τότε άρχισα την μελέτη. Τα 'παιρνα αμέσως, που λένε. Έπαιζα μόνος μου, τα πρώτα τραγούδια, που "έβγαλα", ήτανε: "Του Βάβουλα η Γούβα" και "Θα πάω στην Αμερική και πλούτη θ' αποκτήσω". Το 1935 φέρανε τα μαγαζιά μπουζούκια από την Αθήνα κι απόκτησα και εγώ ένα κανονικό.
Στον Βαρδάρη της Θεσσαλονίκης, το λοιπόν, ήταν ένα καφενείο, το είχανε ο Ανδρέας και ο Χαράλαμπος, οι οποίοι είχανε 3-4 τραπέζια στο καφενεδάκι αυτό, αλλά αγοράζανε τακτικά καινούριους δίσκους. Πηγαίναμε και εμείς ν' ακούσουμε στο γραμμόφωνο τα νέα τραγούδια, που κυκλοφορούσαν. Προπαντός εγώ, που ήμουν μανιώδης για το λαϊκό τραγούδι. Άκουγα αυτά τα τραγούδια και αμέσως έκανα τις πράκτες μου (σ.σ. πρακτική εξάσκηση, μάθαινε τα κομμάτια στο μπουζούκι). Το 1936 γνώρισα τον Βασίλη Τσιτσάνη, που ήξερε ότι υπήρχε αυτό το καφενείο και ότι ήτανε μερακλήδες στα λαϊκά τραγούδια. Ήρθε ένα απογευματινό, εμείς καθόμασταν και πίναμε ουζάκι. Από τότε γνωριστήκαμε με τον Τσιτσάνη, μετά πήρε αναβολή, δεν ξέρω τι, και έφυγε για την Αθήνα. Το 1938, του 'χα πει του Τσιτσάνη κανα δυό τραγούδια, δεν τα θυμάμαι τώρα. Με ρώτησες κι άλλες φορές πώς έγινε και έγραψα δίσκους τα πρώτα τραγούδια. Δεν θυμάμαι πότε και πως μπήκα στην αίθουσα της φωνοληψίας, στην Αθήνα. Είχα γνωρίσει τον Τσιτσάνη, όπως σου είπα. Μάλλον αυτός μεσολάβησε..
Επαγγελματίας μουσικός ξεκίνησα το 1938, μόλις 17 χρονών, στην Θεσσαλονίκη, μάλλον σε κάποιο μαγαζί της οδού Ειρήνης. Μετά έπαιξα στην "Μιμόζα", στο "Αμπελάκι" και άλλα, πολλά κέντρα. Εκεί γνώρισα και τον Απόστολο Καλδάρα, που είχε έρθει από τα Τρίκαλα και κάναμε παρέα. Τα πρωινά κατεβαίναμε στον Λευκό Πύργο, πίναμε το καφεδάκι μας, όλοι μαζί τα λέγαμε. Ήτανε τότε εκεί στην Θεσσαλονίκη και ένας ραδιοφωνικός σταθμός τον είχε κάποιος (Χρίστος) Τσιγγιρίδης. Πήγα καναδυό φορές εκεί και έπαιξα, μόνος μου, σκέτο μπουζούκι. Στην Θεσσαλονίκη συνεργαστήκαμε με την Στέλλα Χασκίλ, δουλέψαμε στο πάλκο μαζί, πριν κατεβεί και αυτή στην Αθήνα και γίνει διάσημη. Συνεργαστήκαμε και μετά το Πόλεμο με την Χασκίλ, της οποίας της έδωσα και μου 'χε πει κάποια τραγούδια. Μου είπε "Το ραντεβουδάκι", "Κόρη παραχαϊδεμένη" και κάποια, που δεν τα θυμάμαι τώρα πλέον..
Όταν έπεσε η Κατοχή, δεν δουλεύαμε στην αρχή, όλα απαγορεύονταν, δέκα η ώρα, να πούμε, έπρεπε να κλείνουμε, για να μην υπάρχει φως. Διαταγή γερμανική. Αλλά ένα βράδυ εγώ με τον φίλο μου τα πίναμε κάπου, γυρνώντας στο σπίτι με τα πόδια, συγκοινωνίες δεν είχε αργά, μας σταματάνε οι Γερμανοί, η Γκεστάπο. Πολύ φοβηθήκαμε. Τέλος πάντων, όπως κρατούσα το μπουζούκι, κούνησα τα δάκτυλα απάνω στην χόρδα και ακούστηκε το γκλιν-γκλιν. Μόλις άκουσαν οι Γερμανοί: Μουσίκ, μουσίκ, ο γκουτ!-φώναξαν και μας αφήσανε να φύγουμε. Δεν το ξεχνάω αυτό, το θυμάμαι πολύ καλά μέχρι σήμερα. Μετά το 1941, όμως, ψιλοδουλεύαμε σε μερικά ταβερνεία για το φαγητό. Και άλλα περιστατικά»
Ένα διάστημα στην Κατοχή σταμάτησα να παίζω σε κέντρα. Γιατί είχαν δημιουργηθεί τα Τάγματα Ασφαλείας και μας προκαλούσαν πολύ μεγάλα προβλήματα. Κανα δυό φορές μας πιάσανε στον δρόμο την ώρα, που γυρνούσαμε από την δουλειά, για καλή μας τύχη δεν μας πείραξαν. Μετά, για να μην κυκλοφορούμε έξω νύχτα, μετά το τέλος του προγράμματος, είπαμε απαγορευότανε, μέναμε στα σπίτια των αφεντικών. Τα αφεντικά καθόντουσαν δίπλα στα μαγαζιά τους. Μια φορά, όμως, πήγαμε να μας φιλοξενήσει το αφεντικό στο σπίτι του, χτυπούσαμε, χτυπούσαμε τίποτα. Βρε ανοίξτε, εμείς είμαστε, οι μουσικοί! Τίποτα, τα πάντα σκοτεινά. Είχαν περάσει προηγουμένως οι Γερμανοί, έφοδος, και τους είχαν τρομοκρατήσει. Με το ζόρι μας άνοιξαν, τελικά, ύστερα από κάμποση ώρα, για να μη μείνουμε στον δρόμο..
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και άνοιξε πάλι το εργοστάσιο δίσκων κατέβαινα στην Αθήνα, για να τραγουδάω στα κέντρα και στους δίσκους. Μέχρι το 1951 πηγαινοερχόμουν Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Ήτανε ένα πλοίο, που έκανε τότε το δρομολόγιο, "Χιμάρα", με αυτό ταξίδευα. Μετά βούλιαξε, χτύπησε σε ύφαλο. Μετά το 1951, που είπα και τα τραγούδια του Μητσάκη, έμεινα μόνιμα στην Αθήνα. Το 1947 φωνογράφησα τον πρώτο δίσκο μετά την Κατοχή, ήταν τα πρώτα μου τραγούδια, που συνέθεσα: "Το ραντεβουδάκι" και "Κόρη παραχαϊδεμένη", για την Parlophone, τα τραγούδησε η Στέλλα Χασκίλ και τα έπαιξε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το 1951 πήγα στην Columbia και τα πρώτα κομμάτια, που τραγούδησα, αν θυμάμαι καλά, ήταν "Το κορίτσι μου γιορτάζει (η κούρσα)" και "Το παράπτωμα", ένας δίσκος με δυο τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη, που τα λέμε με την Σουζάνα Λαζαρίδου.
Μετά το 1951 τραγούδησα πολλά τραγούδια του Μητσάκη: "Όπου Γιώργος και μάλαμα", "Έδιωξες τον Δημητράκη γιατί ήτανε φτωχός", "Στην μαγεμένη Αραπιά", "Πόσα θες με την κούρσα στα μπουζούκια να μας πας", "Το παράπτωμα" και άλλα, που δεν τα θυμάμαι τώρα πια. Με τον Γιώργο τον Μητσάκη δουλέψαμε μαζί και στο "Ροσινιόλ", ήτανε και η Άννα Χρυσάφη μαζί μας. Την άλλη χρονιά δουλέψαμε με την Σωτηρία Μπέλλου και τον Γεράσιμο Κλουβάτο. Κι αυτουνού είπα τραγούδια: "Με μια αριστοκράτισσα μες στη ζωή περπάτησα και γλέντησα"..
Το 1948 παντρεύτηκα στην Θεσσαλονίκη την γυναίκα μου Ανθούλα, Ζαβού το πατρικό της, γεννηθείσα το 1927. Κάναμε ένα κοριτσάκι. Μεγάλωσε το κοριτσάκι, παντρεύτηκε, μας έκανε τρία εγγόνια, τα βλέπω και τα χαίρομαι, και συνεχίζεται η ζωή. Και τώρα, εδώ που φθάσαμε στην ηλικία αυτή, ας είναι καλά το κορίτσι μου, μας προσέχει, δεν έχω παράπονο..
Το 1948 παντρεύτηκα στην Θεσσαλονίκη την γυναίκα μου Ανθούλα, Ζαβού το πατρικό της, γεννηθείσα το 1927. Κάναμε ένα κοριτσάκι. Μεγάλωσε το κοριτσάκι, παντρεύτηκε, μας έκανε τρία εγγόνια, τα βλέπω και τα χαίρομαι, και συνεχίζεται η ζωή. Και τώρα, εδώ που φθάσαμε στην ηλικία αυτή, ας είναι καλά το κορίτσι μου, μας προσέχει, δεν έχω παράπονο..
Το 1963 στη Θεσσαλονίκη, στο μικρόφωνο ο Δημήτρης Ρουμελιώτης. Στο μπουζούκι αριστερά ο Γιάννης Μωραΐτης. *ΠΗΓΗ |
Πώς ήρθα στον Καναδά τώρα;.. Ήρθα προσωρινά και έμεινα μόνιμα. Ήρθα 7 Ιουνίου 1968. Ήμουνα έξω στα Τρίκαλα και δούλευα στο κέντρο "Αλεπού", με την Βούλα Γκίκα και τον Νίκο Καρανικόλα. Για μια στιγμή, ε, νεύρα είναι! Παρεξηγηθήκαμε με τον Καρανικόλα, εγώ έδωσα παραίτηση και έφυγα για το σπίτι μου στην Αθήνα. Και ξαφνικά στο σπίτι μου ήρθε ο Γιώργος ο Λαύκας και μου προτείνει την δουλειά για εδώ.. Του λέω:
- Αφού είναι τόσο καλά, γιατί δεν πας εσύ; ..
- Εγώ δεν μπορώ να πάω γιατί δεν έχω καθαρό μητρώο..(!)
Έτσι "αναγκαστικά" ήρθα εγώ στον Καναδά. Είναι κάτι πράγματα, να γελάς, όταν μετά τα θυμάσαι. Ήρθα εδώ στο Μοντρεάλ μόνο για τρεις μήνες. Έκανα άλλους τρεις, άλλους τρεις, κι άλλους τρεις, και το φινάλε είναι ότι με όλα αυτά τα τρίμηνα συμπλήρωσα τρία χρόνια. Τώρα, που να πάω μετά από τρία χρόνια. Έφερα και την οικογένεια, την γυναίκα μου και την κόρη, την παντρέψαμε εδώ. Κάναμε χαρτιά, τα καταφέραμε καλά, και έτσι γίναμε Καναδοί! Και πού να πάμε τώρα; Κάναμε ρίζες εδώ! Μπορώ να φύγω; Πού να φύγω;.. »
(του Κώστα Χόνδρου - Απομαγνητοφώνηση ομιλίας του ιδίου. Από το αρχείο του Γιώργου Καλιβρούση, Μόντρεαλ Καναδάς 2004) - ΠΗΓΗ
(του Κώστα Χόνδρου - Απομαγνητοφώνηση ομιλίας του ιδίου. Από το αρχείο του Γιώργου Καλιβρούση, Μόντρεαλ Καναδάς 2004) - ΠΗΓΗ
Δημήτρης Ρουμελιώτης στο μπουζούκι, δεξιά του οι Άννα Χρυσάφη και Γιώργος Μητσάκης!! |
Πρ.Τσαουσάκης - Δημ.Ρουμελιώτης - Γιαν.Κυριαζής Μία σπάνια ανέκδοτη φωτογραφία πιθανότατα τραβηγμένη στην Θεσσαλονίκη |
Στέλλα Χασκηλ ανάμεσα σε Ρουμελιώτη και Χρ. Μιγκο |
Κέντρο "Κουλουριωτης" |
Χάρης Λεμονόπουλος, Δ.Ρουμελιώτης, ο Μένιος με την κιθάρα κι ο Χρήστος Μίγκος (Καβάλα, 1945) |
Ρουμελιώτης, Χρυσάφη, Μητσάκης (1960) |
Μιγκος, Ρουμελιώτης κι άλλοι (Θεσσαλονίκη, 1963) |
Μπέλου, Ορφανίδης (τραγούδι),Θεοδώρου (μπουζούκι) Ρουμελιώτης (μπουζούκι), Μπιρ- Αλάχ (δεξιά) 1966 |
Ρεκλάμα από το κέντρο «ΡΟΣΙΝΙΟΛ» γύρω στο 1955 |
Θεσσαλονίκη (1945). Από αριστερά: Απ. Καλδάρας, Μπ. Μπακάλης & Δ. Ρουμελιώτης |
Λάκης Καρνέζης, Γιώργος Ζαμπέτας, Δημήτρης Ρουμελιώτης 1957 απο την ταινία «Ο μεγαλοκαρχαρίας»*. |
*Το 1957 οι: Γιώργος Ζαμπέτας, Δημήτρης Ρουμελιώτης, Λάκης Καρνέζης κ.α εμφανίζονται στην ταινία «Ο μεγαλοκαρχαρίας» (Κατά λάθος διάσημος) (Σκην. Φίλιππος Φυλακτός). Ακούγετε το τραγούδι "Πιάνω την καλή", σε Στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή "Τσάντας" και Μουσική του Γ. Ζαμπέτα. Το τραγουδάει, ο Δ. Ρουμελιώτης. Δ. Κοχλιός και Γ. Ζαμπέτας στις 2ες φωνές.