Νυχτερινό μαγαζί στην περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας, στο δρόμο προς το Μενίδι, του ατρόμητου παλληκαρά Βαγγέλη Μανδρούλια ή «Αλεξανδριανός». Στα μπουζούκια του Αλεξανδριανου..
Μπουζουξίδικο "Η Πίνδος" (τέρμα Νέας Φιλαδέλφειας) |
Θα μπορούσε να γραφτεί βιβλίο για το κέντρο "Πίνδος", αφού από εδώ πέρασαν οι κορυφαίοι σολίστες του μπουζουκιού Χιώτης, Μπέμπης, Σπορος, Γιάννης Τατασόπουλος και Σταύρος Τζουανάκος (εμφανίζονται για αρκετές φορές), Γιωργος Λαυκας, Τσιμπιδης, Λεμονοπουλος κ.α!. Οι μουσικοί πληρώνονταν με λίρες (1946 και μετα), ο ιδιοκτήτης κυκλοφορούσε πάντα με δύο περίστροφα, ενώ εδώ έκανε μυθικούς λογαριασμούς ο περίφημος κροίσος θαμώνας Καλμόλ. Στα τέλη του Εμφυλίου έμεινε μυθική η βραδιά που δεκαπέντε λοκατζήδες άνοιξαν πυρά μέσα στο μαγαζί – στο τσακίρ κέφι, με αποτέλεσμα ένας μπουζουξής να πάθει νευρικό κλονισμό από τον φόβο!
*Ο Αλεξανδριανος κάποια εποχή (μάλλον μετά το '60) ανοίγει την νέα «Πίνδο», στη λεωφόρο Τατοϊου στο ύψος της Μεταμόρφωσης. όπου τραγούδησαν πολλοί, το ντουέτο Γαβαλάς - Ρία Κούρτη και άλλοι..
Ο Αλεξανδριανός και ο Ντίλιγκερ Γιαννάκης
Στο μαγαζί "Πίνδος" ο Γιάννης Τατασόπουλος θα παίξει πολλές περιόδους για μεγάλο χρονικό διάστημα! (περίπου 1948 με 1955). Στους κύκλους των λαϊκών μουσικών ήταν εξίσου γνωστός και με το ψευδώνυμο-παρατσουκλη «Ντίλιγκερ», που του έδωσε ο Αλεξανδριανός και καθιερώθηκε παντού!.
Την εποχή εκείνην, στα κέντρα της Αθήνας (στα μπουζούκια), οι πιο ζόρικοι των λαϊκών πάλκων ήταν αναγκασμένοι να υπερασπίζονται το χώρο τους, τους συνεργάτες τους και την αξιοπρέπεια τους, αντιδρώντας -με ευθύ τρόπο- στους διάφορους νταήδες γλεντζέδες-ταραξίες της εποχής!..
*Τζον Ντίλιγκερ (John Dillinger) 1903–1934
Ο ατρόμητος Ντίλιγκερ, ενας από τους πιο διάσημους μαφιοζους, ληστης τράπεζων κ.λ.π, έδρασε στην Αμερική.
~ Επίσης εποχή άφησαν οι εμφανίσεις του Μιχάλη Δασκαλάκη στην Πίνδο του Αλεξανδριανου!
Μέρος απο τις αφηγήσεις του Γιάννη "Σπόρου", στον Άρη Νικολαίδη / Μάρτιος 2006 / για το Διαδικτυακό περιοδικό " Η Κλίκα":
*Ο μεγάλος δεξιοτέχνης Νίκος Τατασοπουλος αναφέρει σχετικά με τα τραγούδια που ακούγονται:
« Από μαρτυρία του ιδίου (Κοκοβιόυ), σε συνέντευξη και τα δύο τραγούδια όπως επίσης κι ένα τρίτο που ακούγεται στην ταινία με κιθάρες με τίτλο "Είσαι πάντα ίδια" είναι σύνθεση του Γιάννη Τατασοπουλου. Όμως τα στοιχεία της ΑΕΠΙ λένε άλλα.. Εκείνη την εποχή όπως ξέρουμε κι από άλλες περιπτώσεις κάποιοι συνθέτες "χάριζαν" τραγούδια τους σε φίλους και συνεργάτες είτε γιατί το ήθελαν οι ίδιοι η' γιατί κάποιες φορές το επέβαλε η εταιρεία η ακόμα και για οικονομικούς λόγους... προφανώς συνέβη κάτι παρόμοιο στην προκειμένη περίπτωση ».
Ο Βαγγέλης Μανδρούλιας ή «Αλεξανδριανός» στην μπάρα απο το κατάστημα του. (από ελλ.ταινια) |
Μπουζούκια " Η Πίνδος " |
Ο Αλεξανδριανός και ο Ντίλιγκερ Γιαννάκης
Στο μαγαζί "Πίνδος" ο Γιάννης Τατασόπουλος θα παίξει πολλές περιόδους για μεγάλο χρονικό διάστημα! (περίπου 1948 με 1955). Στους κύκλους των λαϊκών μουσικών ήταν εξίσου γνωστός και με το ψευδώνυμο-παρατσουκλη «Ντίλιγκερ», που του έδωσε ο Αλεξανδριανός και καθιερώθηκε παντού!.
Την εποχή εκείνην, στα κέντρα της Αθήνας (στα μπουζούκια), οι πιο ζόρικοι των λαϊκών πάλκων ήταν αναγκασμένοι να υπερασπίζονται το χώρο τους, τους συνεργάτες τους και την αξιοπρέπεια τους, αντιδρώντας -με ευθύ τρόπο- στους διάφορους νταήδες γλεντζέδες-ταραξίες της εποχής!..
Ο "Ντίλιγκερ" στου Μάριου! (1950) |
*Τζον Ντίλιγκερ (John Dillinger) 1903–1934
Ο ατρόμητος Ντίλιγκερ, ενας από τους πιο διάσημους μαφιοζους, ληστης τράπεζων κ.λ.π, έδρασε στην Αμερική.
~ Επίσης εποχή άφησαν οι εμφανίσεις του Μιχάλη Δασκαλάκη στην Πίνδο του Αλεξανδριανου!
Μέρος απο τις αφηγήσεις του Γιάννη "Σπόρου", στον Άρη Νικολαίδη / Μάρτιος 2006 / για το Διαδικτυακό περιοδικό " Η Κλίκα":
ΣΠΟΡΟΣ |
«Με το Χιώτη έχουμε παίξει μαζί δυο μπουζούκια σε δίσκο σε μερικά τραγούδια του. Σε αρκετά άλλα παίζει αυτός μπουζούκι κι εγώ κιθάρα. Δουλέψαμε μαζί και σε μαγαζιά, στα "Γερμανικά" και για ένα διάστημα στην «Τριάνα». Δούλεψα ακόμη μαζί του στην «Πίνδο» του Αλεξανδριανού. Ένα μαγαζί-σχολή, γιατί έπρεπε να παίζεις πολλά πράγματα εκτός από τα λαϊκά. Έπρεπε να παίζεις τσιγγάνικα, σπανιόλικα κ.ά. Θα μου μείνει αξέχαστη εκείνη η περίοδος γιατί δούλεψα ανάμεσα σε δυο γίγαντες: Χιώτης και Μπέμπης. Μαζί μας ήταν ακόμη ο Χρυσούλης στο βιολί, ο Γιάννης Ψωμιάδης στο πιάνο, ο Αντώνης Φιλιππαίος στο ακορντεόν και ο Ανδρέας Σπαγγαδώρος στην κιθάρα. Μετά ξαναδούλεψα στο ίδιο μαγαζί με το Λαύκα και τον Τσιμπίδη. Στο Χιώτη είχα ιδιαίτερη αδυναμία και μ’ αγαπούσε κι αυτός. Αργότερα, όταν ο Χιώτης, η Λίντα και άλλη μία τραγουδίστρια δούλευαν Σικάγο, έγινε ένα περιστατικό και χωρίσανε. Ο Χιώτης έφυγε και η Λίντα με κάλεσε να πάω να παίξω στη θέση του.. Δεν πήγα».
Ο Μανώλης Χιώτης και η Πίνδος του Αλεξανδριανού
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Μανώλης Χιώτης χορεύανε το καλύτερο ζεϊμπέκικο, το πιο μάγκικο. Ο φωτογράφος Τάκης Πανανίδης στο βιβλίο του «Τα θρυλικά του ’60-’65» (Eκδόσεις Ντέφι, 2004) αναφέρει σχετικά: «Χόρευε το καλύτερο ζεϊμπέκικο της οικουμένης κατά ομολογία των ιερών τεράτων και των ειδημόνων, αλλά ποτέ στα κέντρα όπου έπαιζε. Ενα αξέχαστο απόγευμα, αφού τελείωσα στο στούντιό μου την επίσημη φωτογράφηση του Μανώλη Χιώτη και της Μαίρης Λίντα για τις αφίσες της Columbia, ο Χιώτης μού είπε: “Έλα το βράδυ να μας δεις στου Μοστρού στην Πλάκα. Σε προσκαλούμε”. Πήγα και όταν τελείωσαν το πρόγραμμά τους ανέβηκα στο καμαρίνι τους και ο Χιώτης μου πρότεινε: “Είσαι για ένα ξενυχτάδικο;”. Και πήγαμε με το Φίατ του Χιώτη στο τότε διάσημο ξενυχτάδικο των καλλιτεχνών, στην Πίνδο του Αλεξανδριανού, στον Ποδονίφτη. Επαιζαν επτά μουσικοί και τραγουδούσαν ο Τζουανάκος με τον Τατασόπουλο.
Ο Μανώλης Χιώτης και η Πίνδος του Αλεξανδριανού
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Μανώλης Χιώτης χορεύανε το καλύτερο ζεϊμπέκικο, το πιο μάγκικο. Ο φωτογράφος Τάκης Πανανίδης στο βιβλίο του «Τα θρυλικά του ’60-’65» (Eκδόσεις Ντέφι, 2004) αναφέρει σχετικά: «Χόρευε το καλύτερο ζεϊμπέκικο της οικουμένης κατά ομολογία των ιερών τεράτων και των ειδημόνων, αλλά ποτέ στα κέντρα όπου έπαιζε. Ενα αξέχαστο απόγευμα, αφού τελείωσα στο στούντιό μου την επίσημη φωτογράφηση του Μανώλη Χιώτη και της Μαίρης Λίντα για τις αφίσες της Columbia, ο Χιώτης μού είπε: “Έλα το βράδυ να μας δεις στου Μοστρού στην Πλάκα. Σε προσκαλούμε”. Πήγα και όταν τελείωσαν το πρόγραμμά τους ανέβηκα στο καμαρίνι τους και ο Χιώτης μου πρότεινε: “Είσαι για ένα ξενυχτάδικο;”. Και πήγαμε με το Φίατ του Χιώτη στο τότε διάσημο ξενυχτάδικο των καλλιτεχνών, στην Πίνδο του Αλεξανδριανού, στον Ποδονίφτη. Επαιζαν επτά μουσικοί και τραγουδούσαν ο Τζουανάκος με τον Τατασόπουλο.
Αφού καθίσαμε, έπειτα από λίγο η ορχήστρα άρχισε να παίζει την εισαγωγή από το “Φτωχοκάλυβο” του Χιώτη και ο Τζουανάκος ανήγγειλε: “Χορεύει ο Μανώλης!”.
Ο Χιώτης σηκώθηκε, πήγε στην ορχήστρα και τους σταμάτησε λέγοντάς τους κάτι σιγά.. Η ορχήστρα άλλαξε τόνο και ο Τζουανάκος άρχισε να τραγουδάει αντί το “Φτωχοκάλυβο” το “Ένας αλήτης πέθανε”. Χόρεψε το μισό τραγούδι θαύμα. Και κάθισε καταχειροκροτούμενος από όλους και από τον συγκινημένο δημιουργό του τραγουδιού, τον Κώστα Καπλάνη, που καθόταν με παρέα στο παρακείμενο τραπέζι».
(Εδω να αναφέρουμε -λόγο του τίτλου του Πανανίδη «Τα θρυλικά του ’60-’65» - ότι το περιστατικό αυτό που αναφέρει θα έγινε την δεκαετία του '50. (1948-'55). *Πηγή documentonews.gr. -Μέσα από το βιβλίο του Γιώργου Αλτή «Λαϊκά πορτρέτα ΙΙ – Μεγάλοι σολίστες του μπουζουκιού από τη δεκαετία του ’50 / Γιάννης Σταματίου (Σπόρος) – Μανώλης Χιώτης» (Eκδόσεις Μετρονόμος).
Ο μεγάλος στιχουργός του ρεμπετικου, ποιητής, συγγραφέας και πολλά άλλα, Νίκος Ρούτσος μιλαει για τον Χιωτη, τον Αλεξανδραινό και τους καυγάδες!:
Λίγο πριν το ταξίδι του στην Αμερική (πριν το '55) ο Μ. Χιώτης, πιάνει δουλειά σαν πρώτο μπουζούκι στο ιστορικό κέντρο η «Πίνδος», λίγο πιο έξω από το τέρμα της Φιλαδέλφειας, στο δρόμο προς το Μενίδι. Το κέντρο αυτό ήταν πολύ παράξενο και ιδιότυπο. Κουμάντο έκανε αυτό, σαν διευθυντής του και επιχειρηματίας, ο υπέροχος σε λεβεντιά και ατρόμητος παλληκαράς Βαγγέλης Μανδρούλιας ή «Αλεξανδριανός», όπως τον λέγανε. Η «Πίνδος» δεν άνοιγε την ημέρα, αλλά μόνο τα μεσάνυχτα και λειτουργούσε μέχρι την άλλη μέρα ως οποιαδήποτε ώρα. Έτσι όλοι οι νταήδες και οι γλεντζέδες της Αθήνας και του Πειραιά, που γλεντούσαν στις ταβέρνες και στα άλλα κέντρα, όταν έκλειναν αυτά και ήθελαν να συνεχίσουν το γλέντι τους, άρχιζαν να κουβαλιόνται στου «Αλεξανδριανού», τύφλα στο μεθύσι, για να ξαναπιούν και να κάνουνε τα νταηλίκια τους!
Περιττό να αναφέρω πως στη Πίνδο γινόντουσαν συνεχώς παρεξηγήσεις, επεισόδια και καυγάδες τρικούβερτοι που έπρεπε να είχε κανείς ατρόμητη καρδιά για να τους αντιμετωπίζει, όπως ο Αλεξανδριανός που μπορούσε να μαλλώνει με σαράντα νοματέους με πιστόλια και μαχαίρια, να τους πετάει από το μαγαζί του και να τους κυνηγάει σαν λύκος τα πρόβατα. Εκεί λοιπόν, σε αυτό το κέντρο πιάνει δουλειά ο Μανώλης Χιώτης και βρίσκεται σε περιβάλλον που ταιριάζει απόλυτα στον χαρακτήρα και στην ψυχοσύνθεσή του. Καυγάδες δηλαδή και άγιος ο Θεός, κάθε νύχτα.
Ο κυρ-Βαγγέλης ο Αλεξανδριανός σαν βαρύμαγκας και νταής που ήτανε αντιμετωπίζει μόνος του τους εκάστοτε παλληκαράδες που θέλουν να «χαλάσουνε το μαγαζί» και ποτέ δεν ζητούσε βοήθεια από κανένα... Ούτε από τα γκαρσόνια του, ούτε από τους μπουζουξήδες και τα μέλη της ρεμπέτικης ορχήστρας του. Ήτανε ένας μεγάλος νταής και αχτύπητο παλληκάρι στους καυγάδες!
- Στην πάντα όλοι! φώναζε στο προσωπικό του. Θα καθαρίσω εγώ με τους ..κυρίους αυτούς.
Και τραβώντας το κουμπούρι του πήγαινε να επιβάλει τάξη στους άτακτους ταραξίες του μαγαζιού.
Ο Χιώτης όμως όταν άρχιζε ένας καυγάς, παρατούσε ορθό το μπουζούκι του σε μια καρέκλα του πάλκου και σαλτάριζε να βοηθήσει τον Αλεξανδριανό, όσο κι αν αυτός δεν ήθελε και του φώναζε:
- Στη δουλειά σου εσύ μικρέ! Το μαγαζί είναι δικό μου κι εγώ θα καθαρίσω με την παρέα.
Μα που; ακούσει ο Μανωλάκης. Κάθε φορά που γινόταν καυγάς βρισκόταν στο στοιχείο του. Ήταν αδύνατο; αυτόν να κάθεται και να κοιτάζει χωρίς να παίρνει μέρος!
Το μαχητικό και άφοβο του χαρακτήρα του καλλιτέχνη μας τον έσπρωχνε πάντα να μπαίνει πρώτος στον καυγά και να δίνει αυτός τις πρώτες γροθιές στους ταραξίες, πριν από τον Αλεξανδριανό. Αυτός όμως, σαν πραγματικός νταής και εγωιστής που ήταν, θύμωνε με τις επεμβάσεις του μπουζουξή του. Και του φώναζε συνεχώς άγρια:
- Πίσω εσύ Μανώλη. Οι καυγάδες είναι δική μου δουλειά.
Μα η ανυπακοή που έδειχνε πάντα ο Χιώτης στις προσταγές του, εξαγρίωνε τον φοβερό καταστηματάρχη. Και μια νύχτα, ένα μεγάλο καυγά που είχε αναλάβει να κανονίσει ο Μανωλάκης, εξαγριώνεται τόσο πολύ ο Αλεξανδριανός που τραβάει το πιστόλι του, τον σημαδεύει στο στήθος και τραβάει τη σκανδάλη για να τον τραυματίσει και να τον αναγκάσει έτσι να ξαναγυρίσει στο όργανό του στο πάλκο.
Γιατί εδώ πρέπει να αναφέρω πως ο Αλεξανδριανός είχε και μια άλλη ...καλλιτεχνική ιδιοτροπία: Ήθελε, και το είχε δηλώσει, πως ό,τι καυγάς και κακό γινόταν στο μαγαζί, το συγκρότημά του στο πάλκο έπρεπε να παίζει συνεχώς, σα να μη γινόταν τίποτα!
Όταν τέλος πάντων ο κυρ-Βαγγέλης σταμάτησε τον καυγά και οι ταραξίες το βαλαν στα πόδια, κυνηγημένοι από τον ατρόμητο «Αλεξανδριανό» οι άλλοι καλλιτέχνες του συγκροτήματος της «Πίνδου» ψάχνουν το Μανώλη Χιώτη για να δούνε που τον είχε τραυματήσει η σφαίρα του καταστηματάρχη... Και γρήγορα διαπιστώνουν πως δεν είχε κανένα τραύμα στο σώμα του. Μόνο στο μανίκι, έξω-έξω του σακκακιού του είχε μια τρύπα που άνοιξε η σφαίρα, που τον είχε πάρει πολύ ξόφαλτσα.
Τέλος, κι όταν ξαναγυρίζει στην αίθουσα ο καταστηματάρχης, ο Χιώτης του λέει χαμογελώντας ειρωνικά:
- Καλό σημάδι ξέρεις κυρ-Βαγγέλη...Με σημάδεψες στο στήθος και τρύπησες το ύφασμα του σακκακιού μου. Έτσι θα πάρουμε την Πόλη;
Ο Αλεξανδριανός τον κοιτάζει φιλικά και του λέει:
- Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό στους καυγάδες. Να πυροβολείς κάποιον στα ίσια και να μην τον χτυπάς κατάσαρκα. Αλλά να τρυπάς τα μανίκια του σακκακιού του!! Και προσθέτει φιλοσοφικά:
- Αν εγώ μέσα στους τόσους καυγάδες που κάνω και πυροβολώ, χτυπούσα κατάσαρκα τους νταήδες, θα έπρεπε να είχα δικό μου νεκροταφείο για να τους θάβω! Αυτό είναι το δύσκολο κόλπο. Να πυροβολείς στο ψαχνό τάχα, αλλά να μη σκοτώνεις!! Μπήκατε μάγκες;;. (μέρος από το ρεμπέτικο Φόρουμ ΠΗΓΗ).
-
ΜΟΥΣΙΚΗ - ΒΙΝΤΕΟ..
Βίντεο με άποψη του μαγαζιου "Η Πίνδος" μέσα από ελληνική ταινία της εποχές!
- Το συγκρότημα Γιάννη Ντίλιγκερ με τους Γιώργο Λαύκα μπουζούκι, Ανδρέα Σπαγγαδώρο κιθάρα-τραγούδι, Γιάννη Ψωμιάδη πιάνο, Βάγια Γιαννιτόπουλο βιολί & Αντώνη Φιλιππαίο ακορντεόν στο πάλκο του κέντρου "Πίνδος" του Αλεξανδριανού (κάθετε στην μπάρα), στη Νέα Φιλαδέλφεια το 1952.
Σκηνή απ' την ταινία του Κώστα Δρίτσα «Δυο κοθώνια στο ναυτικό» (1952).
Ακούγονται τα τραγούδια "Θα σου δώσω τα παπούτσια σου στο χέρι" και "Νά 'μουν γάτος νά 'σουν γάτα" το οποίο βγήκε σε δίσκο 10 χρόνια αργότερα με ερμηνευτή τον Μανώλη Γεράρδη στην εταιρεία ΝΙΝΑ, όπου φαινόταν ως *δημιουργία του Πέτρου Γιαννακού "Κοκοβιός". Ο περίφημος "Κοκοβιός", ο οποίος υπήρξε λάτρης του λαϊκού-ρεμπετικου τραγουδιού και έπαιζε και μπουζούκι & μπαγλαμά !!!. *Δίπλα στον Μίμη Φωτόπουλο, νεαρή, η μετέπειτα τραγουδίστρια Λάουρα.
Λίγο πριν το ταξίδι του στην Αμερική (πριν το '55) ο Μ. Χιώτης, πιάνει δουλειά σαν πρώτο μπουζούκι στο ιστορικό κέντρο η «Πίνδος», λίγο πιο έξω από το τέρμα της Φιλαδέλφειας, στο δρόμο προς το Μενίδι. Το κέντρο αυτό ήταν πολύ παράξενο και ιδιότυπο. Κουμάντο έκανε αυτό, σαν διευθυντής του και επιχειρηματίας, ο υπέροχος σε λεβεντιά και ατρόμητος παλληκαράς Βαγγέλης Μανδρούλιας ή «Αλεξανδριανός», όπως τον λέγανε. Η «Πίνδος» δεν άνοιγε την ημέρα, αλλά μόνο τα μεσάνυχτα και λειτουργούσε μέχρι την άλλη μέρα ως οποιαδήποτε ώρα. Έτσι όλοι οι νταήδες και οι γλεντζέδες της Αθήνας και του Πειραιά, που γλεντούσαν στις ταβέρνες και στα άλλα κέντρα, όταν έκλειναν αυτά και ήθελαν να συνεχίσουν το γλέντι τους, άρχιζαν να κουβαλιόνται στου «Αλεξανδριανού», τύφλα στο μεθύσι, για να ξαναπιούν και να κάνουνε τα νταηλίκια τους!
Περιττό να αναφέρω πως στη Πίνδο γινόντουσαν συνεχώς παρεξηγήσεις, επεισόδια και καυγάδες τρικούβερτοι που έπρεπε να είχε κανείς ατρόμητη καρδιά για να τους αντιμετωπίζει, όπως ο Αλεξανδριανός που μπορούσε να μαλλώνει με σαράντα νοματέους με πιστόλια και μαχαίρια, να τους πετάει από το μαγαζί του και να τους κυνηγάει σαν λύκος τα πρόβατα. Εκεί λοιπόν, σε αυτό το κέντρο πιάνει δουλειά ο Μανώλης Χιώτης και βρίσκεται σε περιβάλλον που ταιριάζει απόλυτα στον χαρακτήρα και στην ψυχοσύνθεσή του. Καυγάδες δηλαδή και άγιος ο Θεός, κάθε νύχτα.
Ο κυρ-Βαγγέλης ο Αλεξανδριανός σαν βαρύμαγκας και νταής που ήτανε αντιμετωπίζει μόνος του τους εκάστοτε παλληκαράδες που θέλουν να «χαλάσουνε το μαγαζί» και ποτέ δεν ζητούσε βοήθεια από κανένα... Ούτε από τα γκαρσόνια του, ούτε από τους μπουζουξήδες και τα μέλη της ρεμπέτικης ορχήστρας του. Ήτανε ένας μεγάλος νταής και αχτύπητο παλληκάρι στους καυγάδες!
- Στην πάντα όλοι! φώναζε στο προσωπικό του. Θα καθαρίσω εγώ με τους ..κυρίους αυτούς.
Και τραβώντας το κουμπούρι του πήγαινε να επιβάλει τάξη στους άτακτους ταραξίες του μαγαζιού.
Ο Χιώτης όμως όταν άρχιζε ένας καυγάς, παρατούσε ορθό το μπουζούκι του σε μια καρέκλα του πάλκου και σαλτάριζε να βοηθήσει τον Αλεξανδριανό, όσο κι αν αυτός δεν ήθελε και του φώναζε:
- Στη δουλειά σου εσύ μικρέ! Το μαγαζί είναι δικό μου κι εγώ θα καθαρίσω με την παρέα.
Μα που; ακούσει ο Μανωλάκης. Κάθε φορά που γινόταν καυγάς βρισκόταν στο στοιχείο του. Ήταν αδύνατο; αυτόν να κάθεται και να κοιτάζει χωρίς να παίρνει μέρος!
Το μαχητικό και άφοβο του χαρακτήρα του καλλιτέχνη μας τον έσπρωχνε πάντα να μπαίνει πρώτος στον καυγά και να δίνει αυτός τις πρώτες γροθιές στους ταραξίες, πριν από τον Αλεξανδριανό. Αυτός όμως, σαν πραγματικός νταής και εγωιστής που ήταν, θύμωνε με τις επεμβάσεις του μπουζουξή του. Και του φώναζε συνεχώς άγρια:
- Πίσω εσύ Μανώλη. Οι καυγάδες είναι δική μου δουλειά.
Μα η ανυπακοή που έδειχνε πάντα ο Χιώτης στις προσταγές του, εξαγρίωνε τον φοβερό καταστηματάρχη. Και μια νύχτα, ένα μεγάλο καυγά που είχε αναλάβει να κανονίσει ο Μανωλάκης, εξαγριώνεται τόσο πολύ ο Αλεξανδριανός που τραβάει το πιστόλι του, τον σημαδεύει στο στήθος και τραβάει τη σκανδάλη για να τον τραυματίσει και να τον αναγκάσει έτσι να ξαναγυρίσει στο όργανό του στο πάλκο.
Γιατί εδώ πρέπει να αναφέρω πως ο Αλεξανδριανός είχε και μια άλλη ...καλλιτεχνική ιδιοτροπία: Ήθελε, και το είχε δηλώσει, πως ό,τι καυγάς και κακό γινόταν στο μαγαζί, το συγκρότημά του στο πάλκο έπρεπε να παίζει συνεχώς, σα να μη γινόταν τίποτα!
Όταν τέλος πάντων ο κυρ-Βαγγέλης σταμάτησε τον καυγά και οι ταραξίες το βαλαν στα πόδια, κυνηγημένοι από τον ατρόμητο «Αλεξανδριανό» οι άλλοι καλλιτέχνες του συγκροτήματος της «Πίνδου» ψάχνουν το Μανώλη Χιώτη για να δούνε που τον είχε τραυματήσει η σφαίρα του καταστηματάρχη... Και γρήγορα διαπιστώνουν πως δεν είχε κανένα τραύμα στο σώμα του. Μόνο στο μανίκι, έξω-έξω του σακκακιού του είχε μια τρύπα που άνοιξε η σφαίρα, που τον είχε πάρει πολύ ξόφαλτσα.
Τέλος, κι όταν ξαναγυρίζει στην αίθουσα ο καταστηματάρχης, ο Χιώτης του λέει χαμογελώντας ειρωνικά:
- Καλό σημάδι ξέρεις κυρ-Βαγγέλη...Με σημάδεψες στο στήθος και τρύπησες το ύφασμα του σακκακιού μου. Έτσι θα πάρουμε την Πόλη;
Ο Αλεξανδριανός τον κοιτάζει φιλικά και του λέει:
- Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό στους καυγάδες. Να πυροβολείς κάποιον στα ίσια και να μην τον χτυπάς κατάσαρκα. Αλλά να τρυπάς τα μανίκια του σακκακιού του!! Και προσθέτει φιλοσοφικά:
- Αν εγώ μέσα στους τόσους καυγάδες που κάνω και πυροβολώ, χτυπούσα κατάσαρκα τους νταήδες, θα έπρεπε να είχα δικό μου νεκροταφείο για να τους θάβω! Αυτό είναι το δύσκολο κόλπο. Να πυροβολείς στο ψαχνό τάχα, αλλά να μη σκοτώνεις!! Μπήκατε μάγκες;;. (μέρος από το ρεμπέτικο Φόρουμ ΠΗΓΗ).
1952 κέντρο "Πίνδος" (από ελλ. ταινία) |
Εξωτερική άποψη του μαγαζιού "Η Πίνδος" (από ελλ. ταινία) |
άποψη μαγαζιού "Η Πίνδος" |
Ο Βαγγέλης Μανδρούλιας ή «Αλεξανδριανός» στην μπάρα απο το κατάστημα του. |
ΜΟΥΣΙΚΗ - ΒΙΝΤΕΟ..
- Το συγκρότημα Γιάννη Ντίλιγκερ με τους Γιώργο Λαύκα μπουζούκι, Ανδρέα Σπαγγαδώρο κιθάρα-τραγούδι, Γιάννη Ψωμιάδη πιάνο, Βάγια Γιαννιτόπουλο βιολί & Αντώνη Φιλιππαίο ακορντεόν στο πάλκο του κέντρου "Πίνδος" του Αλεξανδριανού (κάθετε στην μπάρα), στη Νέα Φιλαδέλφεια το 1952.
Σκηνή απ' την ταινία του Κώστα Δρίτσα «Δυο κοθώνια στο ναυτικό» (1952).
Ακούγονται τα τραγούδια "Θα σου δώσω τα παπούτσια σου στο χέρι" και "Νά 'μουν γάτος νά 'σουν γάτα" το οποίο βγήκε σε δίσκο 10 χρόνια αργότερα με ερμηνευτή τον Μανώλη Γεράρδη στην εταιρεία ΝΙΝΑ, όπου φαινόταν ως *δημιουργία του Πέτρου Γιαννακού "Κοκοβιός". Ο περίφημος "Κοκοβιός", ο οποίος υπήρξε λάτρης του λαϊκού-ρεμπετικου τραγουδιού και έπαιζε και μπουζούκι & μπαγλαμά !!!. *Δίπλα στον Μίμη Φωτόπουλο, νεαρή, η μετέπειτα τραγουδίστρια Λάουρα.
« Από μαρτυρία του ιδίου (Κοκοβιόυ), σε συνέντευξη και τα δύο τραγούδια όπως επίσης κι ένα τρίτο που ακούγεται στην ταινία με κιθάρες με τίτλο "Είσαι πάντα ίδια" είναι σύνθεση του Γιάννη Τατασοπουλου. Όμως τα στοιχεία της ΑΕΠΙ λένε άλλα.. Εκείνη την εποχή όπως ξέρουμε κι από άλλες περιπτώσεις κάποιοι συνθέτες "χάριζαν" τραγούδια τους σε φίλους και συνεργάτες είτε γιατί το ήθελαν οι ίδιοι η' γιατί κάποιες φορές το επέβαλε η εταιρεία η ακόμα και για οικονομικούς λόγους... προφανώς συνέβη κάτι παρόμοιο στην προκειμένη περίπτωση ».