"Νερό που εκουβάλησες απ' του Κουλού τη βρύση"... που λέει ο Μάρκος στη "Μόρτισσα χασικλού", του 1933.
Μπαγιαντέρας, Μάρκος και άλλοι αναφέρονται στη περιβόητη σπηλιά του Κουλού! -στο Κερατσίνι.. Το ησυχαστήριο του χασισοπότη!. Ο Δημήτρης Γκόγκος ή "Μπαγιαντέρας" (1903-1985) στον Τάσο Σχορέλη: Αποσπάσματα από συζήτηση με τον μαστρο-Μήτσο γύρω απ’ τη ζωή του («Ρεμπέτικη Ανθολογία», τόμος Α, σελ. 274): Ερ... - «Αυτή που μου 'λεγες προχτές, η σπηλιά του Κουλού τι ήταν;. Tεκές;»
Απ... - « Όχι. Τα παλιά χρόνια άμα άρχισε η δίωξη μέσα στους διάφορους τεκέδες, στην Πειραϊκή, στο Πέραμα και αλλού -εκεί είχε μαγαζί κι ο Μπάτης, με τη διαφορά ότι δεν έκανε αυτή τη δουλειά- εκεί, λοιπόν, που 'ναι τώρα οι βενζίνες στο Κερατσίνι, είχε μια σπηλιά και πηγαίνανε για να μην κινδυνεύουν στους τεκέδες.. Αυτή η δουλειά που σου λέω εγώ είναι το 1919. Εγώ ήμoυνα 17 χρονώ παλικαράκι, τσικλιμαγκάκι. Μεταξωτά ζουναράκια βάζαμε, δεν είχαμε ξανοιχτεί ακόμα. Και φεύγαμε, να πούμε, ν' ανέβουμε και στην Αθήνα επειδή κάναμε και τίποτα άταχτες δουλειές (σ.σ.: ο Μπαγιαντέρας εννοεί τα λαθραία που παίρναν απ’ τους ναυτικούς και τα μεταπουλούσανε) και οικονομάγαμε, να πούμε, κάνα φράγκο όσοι ήτανε έξυπνοι, να μη μας βλέπουν κάτω ότι χαλάγαμε λεφτά. Που τα βρήκατε; Δε δουλεύετε. Εμείς φεύγαμε. Τους άλλους που ήσαν κοροΐδα τους τσιμπάγανε. Τoυς τυλίγανε. Εγώ ήμoυνα ατύλιχτος. Είχε ωραία ζωή τότε ο Πειραιάς. Και οικονόμαγαν οι μάγκες…».
Πειραιάς, στο λιμάνι, 1910. Κάποιοι λούστροι δείχνουν τις άδεια επαγγέλματος. πηγη
Πειραιάς 1929 - Περιοχή τελωνείου
1929 ΠΕΙΡΑΙΑΣ. ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΙΜΕΝΑΡΧΕΙΟΥ. ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΡΑ, ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ KAI ΤΟ ΤΡΑΜ ΝΑ ΠΕΡΝΑ.
O Ηλίας Πετρόπουλος γράφει:«Ο τεκές του Κουλού ήταν στο Κερατσίνι, όπου και η βρύση που αναφέρεται στο τραγούδι του Μάρκου "Μόρτισσα χασικλού". Εκεί ήταν και η σπηλιά του Κουλού, ακριβώς στον Άη-Γιώργη -όπου σήμερα οι αλευρόμυλοι..».
Το μάγκα τον μαστούριασες κι όπου 'παρχε Δερβίσης
Νερό που εκουβάλησες απ' του Κουλού τη βρύση
(Μάρκου Βαμβακάρη - Ηχοργ.1933)
*Δερβίσης= ο ζητιάνος, ο φτωχός. Στη ρεμπέτικη έννοια, Δερβίσης ή Ντερβισης λένε τον λεβέντη φτωχόμαγκα που περιφέρετε από εδώ κι από κει.. αυτόν που έχει περάσει πολλά στραπάτσα στην ζωή του. "γεια σου, Μάρκο μου, δερβίση!", ή "Να φουμάρει βρε το Μπατάκι / βρε που 'ναι χρόνια βρε ντερβισάκι", που λέει ο Μπάτης στο "Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο" (Ζούλα σε μια βάρκα) -επίσης του '33.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972), τότε που δούλευε ως εκδορέας στα σφαγεία, το 1923 με '24, τα βράδια, μετά την δουλειά σύχναζε στους τεκέδες. Μέσα από την αυτοβιογραφία του, μας λέει για μια μέρα που είχε μαστουρώσει πάρα πολύ στη σπηλιά του Κουλού!. 4-5 ώρες -"τσιμπημένος!"- όπως λέει!.. και την λαχτάρα που πέρασε!.
"Ο τεκές του Κουλού" Ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του περιγράφει μια εμπειρία του στη σπηλιά του Κουλού, ένα απόκρημνο μέρος στην ακτή της Δραπετσώνας: «.. Μετά απ’ αυτό το μακελειό (εννοεί στα Σφαγεία), καταλαβαίνεις με τι λαχτάρα έπαιρνα το δρόμο για τον τεκέ. Μια φορά έτρεξα στη σπηλιά του Κουλού που ήταν μια ακτή εδώ της Δραπετσώνας, η οποία ονομάζεται "Απαγορεύεται". Από τότες το λέγανε Απαγορεύεται διότι εκεί πέρα εφάγανε τα σκυλόψαρα δυο τρεις ανθρώπους. Λοιπόν, εκεί στο Απαγορεύεται υπήρχε ένα απόκρημνο μέρος, το οποίο κατεβαίναμε κάτω και πηγαίναμε και φουμέρναμε, διάφοροι, πολύς κόσμος. Πολύ πηγαίναν οι χασικλήδες εκεί, για πιο ησυχία, για να μη μας κυνηγάει η αστυνομία. Εκεί υπήρχε ένα νερό, το οποίο το πηγαδάκι αυτό ήτανε λιγάκι γλυφό. Λιγάκι νερό, ήτανε μέτζο να πούμε, μισό μισό, και γλυκό και γλυφό. Και πλέναμε και τα τουμπεκιά και τις τζούρες που παίρναμε απ’ τα καφενεία, βάζαμε νερό στον αργιλέ. Όταν κατεβαίναμε στη σπηλιά για να φουμάρουμε, ήτανε πολύ απόκρημνο το κατέβασμα. Όποιος κι όποιος δεν μπορούσε να κατέβει, ειμή μόνον όσοι πηγαίναμε εκεί και αράζαμε..
Λοιπόν, εκεί μια μέρα, ήτανε στην αρχή που είχανε έρθει οι πρόσφυγες, κουρασμένος από τη δουλειά, επήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο απ’ την Προύσα. Μόλις λοιπόν πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω, τράβηξα δυνατά απ’ το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις κι έπεσα χάμω και εσυλλογιζόμουνα. Πώς να ανέβω τώρα τον γκρεμό να φύγω; Πρέπει πάση θυσία να φύγω.. Ο αργιλές με "τσίμπησε". Και τσίμπημα θα πει ότι ο αργιλές σε μαστούριασε πολύ βαριά. Δεν μπόραγα να σηκωθώ. Έπρεπε να είμαι χάμω. Δεν στεκόμουν. Δεν μπόραγα. Δεν είχα δυνάμεις. Και όμως, δε θα το πιστέψει κανείς αυτό που θα σας πω. Αδύνατο εστάθηκε να ορθώσω το σώμα μου, ένιωθα σαν παράλυτος. Κι έκανα το σταυρό μου και αρχίνησα με τα τέσσερα μπουσουλώντας, και ανέβηκα όλον εκείνον τον απότομο γκρεμό. Αφού από κάτω οι άλλοι μου φωνάζανε θα σκοτωθείς βρε Μάρκο, κάτσε πρώτα να σου περάσει.
Ήταν περίπου οχτώμισι εννιά η ώρα νύχτα. Κι όταν ανέβηκα τον γκρεμό κι έφθασα απάνω, πάλι δεν μπορούσα όρθιος να σταθώ. Αρχίνησα πάλι με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφθασα ως πίσω απ’ το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Φορούσα ένα καινούργιο κοστούμι μπλέ. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα, στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ήταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών, και δεν ερχόντουσαν μαζί μας στην σπηλιά όπου πηγαίναμε οι Πειραιώτες. Είχανε δικό τους νταραβέρι. Ζύγωσα κοντά τους περπατώντας με τα τέσσερα ακόμη. Τους ζύγωσα για μια παρηγοριά. Μόλις με είδανε φοβηθήκανε μήπως ήμουνα αστυνομικός ή τι άλλο παράξενο ήμουν. Μετά με γνωρίσανε ότι είμαι μαστούρης και την έχω ψωνίσει, γιατί όταν επάθαινες κανένα τέτοιο πράμα, λέγανε οι μάγκες "την ψώνισε". Και πραγματικώς δηλαδή σαν τρελλός. Τώρα λογάριασε να σέρνομαι από κει και να φτύνω και να βγάζω σάλια, και πού να σηκώσω το κεφάλι. Όχι. Εκεί, κάτω. Να μη σηκώσω το κεφάλι και κάνω εμμετό δηλαδή. Σε ελεεινή κατάσταση..
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε και κλέφτες ήτανε και πορτοφολάδες. Διάφοροι. Σμυρνιοί να πούμε. Ήτανε όμως και μέσα ένας Μπουντρούμης ονομαζόμενος, ο οποίος ήτανε ο πιο νταής απ’ όλους τους πρόσφυγες αυτός.Ήτανε πολύ κουτσαβάκης και πολύ παλικάρι και φίνος μάγκας αυτός. Τον εσκότωσε η ασφάλεια του Πειραιώς στα Χιώτικα. Εσκότωσε, τραυμάτισε κι ύστερα έπεσε. Αυτό έγινε προπολεμικά. Τότε τον εσκότωσε. Δηλαδή αυτός ήτανε μάγκας με όλη τη σημασία της λέξεως. Δεν επείραζε άνθρωπο. Και είχε δε και γκόμενα αυτήνα την Πακουή την Αρμένισσα που εχόρευε. Την είχε αυτός, είχε κάνει και παιδί μαζί της. Εγώ μόλις τους ζύγωσα, ξαπλώθηκα εκεί κοντά τους και έκανα εμμετό. Εκεί νύσταξα. Όμως φοβόμουν να κοιμηθώ γιατί δεν ήξερα τι μπορούσε να γίνει. Εν τω μεταξύ, ακούω έναν απ’ αυτούς, και λέει στους άλλους. "Δεν τον γδύνουμε, τα ρούχα και τα παπούτσια του είναι καινούργια". Φορούσα ρολόι και δακτυλίδι. Και να με γδύνανε δεν είχα δύναμη ν’ αντισταθώ. Τα ’κουγα όμως ότι λέγανε. Αυτός που είπε αυτή την κουβέντα ήταν ένας ελεεινός τύπος. Τον γνώρισα ύστερα. Εκείνη την ώρα, σηκώνεται ο Μπουντρούμης, και του λέει επί λέξει. "Βρε πούστη, παλιοκαργιόλη, ήθελες να ήσουνα στη θέση αυτουνού εσύ και να σου ξηγιόντουσαν έτσι; Όποιος το κάνει θα του βγάλω το μάτι." Φαίνεται ότι ο τύπος αυτός εισακουγότανε σε όλους και του λένε Νικολάκη εν τάξει. Κι έπαψε κάθε συζήτηση.... Τότες λοιπόν σ’ εκείνη τη γούβα εκείνη τη βραδιά, αφού φουμάρανε αυτοί και φύγανε, έμεινα μόνος. Εκοιμήθηκα στο χώμα και κατά τις δωδεκάμισι - μίασυνήλθα και τράβηξα για το σπίτι μου σε κακά χάλια. Η μάνα έκλαιγε. Η γυναίκα γκρίνιαζε. Δεν μου ’δινε την εντύπωση ότι με λυπάται στ’ αλήθεια. Τότες ήταν η πρώτη φορά που έπαθα τέτοιο κακό απ’ τον αργιλέ..» (σελ. 101-103 "Μάρκος Βαμβακάρης - Αυτοβιογραφία", της Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ. (εκδόσεις Παπαζήση, 1978).
"Γεια σου Μάρκο μου δερβίση, ο ναργιλέ σου να μη σβήσει!"
Χασισοπότες την δεκ.'30. - υπό το βλέμμα του Μάρκου! :)
Δραπετσώνα, χαμόσπιτα
Ο Σταυρίκος Παπαβραμίδης -ένας από τους τελευταίους επιζώντες πρόσφυγες πρώτης γενιάς- σε αποσπάσματα από το βιβλίο: "Ένωση Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας, Από τον Πόντο και τη Μικρασία στον Πειραιά, εδώ... στη Δραπετσώνα" (Εκδ. Ινφογνώμων, Δραπετσώνα 2016).
«Τριγύρω από τα Βούρλα ήτανε τεκέδες. Ήτανε του Κερκυραίου, ήτανε του Σάλωνα… Πηγαίνανε και στη σπηλιά του Κουλού. Δεν ήτανε τεκές, ήτανε μια σπηλιά δίπλα στη θάλασσα, ρεμβάζανε τη θάλασσα και καπνίζανε το χασίσι τους. Στα βραχάκια έκρυβαν και τα σύνεργα. Για τους χωροφύλακες, καταλαβαίνεις. Τους κυνηγούσανε.. Εκεί λοιπόν στη σπηλιά του Κουλού είχανε πάει κάποια αγόρια για μπάνιο. (1948) Δεκαπέντε χρόνων το πολύ. Όλα τα παιδιά εκεί πηγαίναμε για μπάνιο. Ωραία θάλασσα, προτού τη βρομίσουνε τα εργοστάσια. Αλλά όταν πεινάς τι θες; Μεροκάματο ή θάλασσα; Να φας θέλεις. Είπαμε, τα εργοστάσια γίνανε γιατί χρειαζόντουσαν εργάτες που να δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ και να τους δίνουν ένα ξεροκόμματο. Εκεί λοιπόν στου Κουλού, τη μέρα που πήγανε τ’ αγόρια, μπαίνει ένα μέσα, Παρασάκη τον λέγανε, μη φανταστείς πολύ βαθιά, και πριν καλά-καλά κολυμπήσει έρχεται ένα σκυλόψαρο και το τρώει. Όλη η θάλασσα κάτω από το Τσιμεντάδικο γέμισε αίματα. Πάει ο Παρασάκης, δεν τον ξανάδε ποτέ κανένας από τότε. Το ’φαγε το παιδί. Τότες έρχονταν σκυλόψαρα εδώ, τα τραβούσε το αίμα από τα Σφαγεία. Έπεφτε το αίμα στη θάλασσα, αυτά το μύριζαν και έβγαιναν στα ρηχά. Φόβος και τρόμος. Θυμάμαι μια φορά πιάσανε κάτι ψαράδες ένα μεγάλο ψάρι, δεν ξέρω τι ήτανε… Φάλαινα, ιπποπόταμος… Το φέρανε λοιπόν κάτω στη Δραπετσώνα, το κόψανε κομματάκια και μετά του βγάλανε το λίπος. Μ’ αυτό αλείφανε τα βαπόρια από κάτω..» πηγη.
+extra
Ακούστε το «Μόρτισσα χασικλού», να το λέει ο Νίκολας ο Παππάς, ή "Κακουργος"!! μοναδικός στο είδος! (από κασέτα), με λίγο διαφορετικούς στίχους.
Βαγγέλης Παπάζογλου ή Αγγούρης (Σμύρνη 1897 – Αθήνα 1943) Διακεκριμένος λαϊκός μουσικός και τραγουδοποιός, από τους κορυφαίους προπολεμικούς ρεμπετες! ... «Άμα τραγουδάς τον πόνο του κόσμου, τραγουδάς και το δικό σου τον καημό. Άμα λες μόνο το δικό σου το ντέρτι δεν είσαι ρεμπέτης... »
Υπήρξε αυτοδίδακτος μουσικός. Από παιδάκι έπαιζε μαντολίνο και αργότερα έμαθε κιθάρα, βιολί και μπάντζο. Συμμετείχε στην περίφημη Εστουδιαντίνα«Τα Πολιτάκια» ως δεύτερο μαντολίνο (με πρώτο τον Σπύρο Περιστέρη και τον Παναγιώτη Τούντα). Εκεί γνωρίστηκε με τους άλλους μεγάλους Σμυρνιούς μουσικούς Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα, τους Ογδοντάκηδες, το Δημήτρη Σέμση ή Σαλονικιό που γύρω στο 1920 ήταν στη Σμύρνη παίζοντας βιολί κ.ά. Αν και αυτοδίδακτος, κατόρθωσε με τη βοήθεια του μαέστρου Σπύρου Περιστέρη να μάθει τη μουσική σημειογραφία. Έτσι πάρα πολλές παρτιτούρες των τραγουδιών του διασώθηκαν μέχρι σήμερα. - Στο χρονολόγιο του λαϊκού μας τραγουδιού, ο Παπάζογλου ανήκει στην πριν τον Βαμβακάρη γενιά. Δεν είναι όμως μόνο χρονικά μεταξύ των πρώτων του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και ουσιαστικά. Σ' αυτόν και στον Τούντα στηρίχθηκε κυρίως το λαϊκό τραγούδι πριν "παρέμβουν" τα μπουζούκια.
Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ Παπάζογλου, γεννήθηκε στα 1897 στην περιοχή Ντρουμπαλί της Σμύρνης. Ο πατέρας κι η μητέρα του καταγόντουσαν απο κεί. Τον πατέρα του, φύλακα στους σιδηροδρόμους, τον μεταθέταν συχνά στους διάφορους σταθμούς της περιοχής και στα 1896 βρίσκεται στον Ντρουμπαλί, όπου και γεννήθηκε ο Βαγγέλης.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στις διάφορες περιοχές της Σμύρνης, ακολουθώντας την οικογένειά του και μετά την τρίτη του δημοτικού, όπου και σταμάτησε το σχολείο, βοηθούσε στη δουλειά σαν κοτσαδόρος στα τραίνα. Παντρεύτηκε για πρώτη φορά δεκαέξη ετών την δεκατετράχρονη Αναστασία Μπαγιάτη. Έκανε δύο παιδιά, που το ένα πέθανε μικρό και το άλλο, ο μεγάλος του γυιός, πέθανε πριν μερικά χρόνια.
Αποφεύγει την κατάταξη στον τουρκικό στρατό, χρησιμοποιώντας πλαστά χαρτιά με το όνομα του πρώτου του εξαδέλφου. Το 1918 χωρίζει απο την πρώτη του γυναίκα. Στα 1922, μετα την Μικρασιατική καταστροφή, ακολουθεί το δρόμο της προσφυγιάς και έρχεται στην Αθήνα. Κατοικεί στην περιοχή της Κοκκινιάς και παντρεύεται στα 1927 τη Σμυρνιά τραγουδίστρια Αγγελική Μαρωνίτη απο μεγάλη οικογένεια μουσικών. Μένουν στην οδό Αχιλλέως 9 μέχρι το 1943.
Απο το δεύτερο γάμο του δεν κάνει παιδιά, αλλά υιοθετεί τον ανηψιό του Γιώργο Παπάζογλου. Στις 27 Ιουνίου του 1943 πεθαίνει φυματικός και η κηδεία του γίνεται στο Γ’ Νεκροταφείο.
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση, αυτού που αποκαλούν σμυρνέϊκο τραγούδι στην Ελλάδα, όπως διαμορφώθηκε εδώ στα χρόνια της προσφυγιάς. ’Ηταν στιχουργός,συνθέτης και -αν και είχε εξαιρετική λαϊκή φωνή -σπάνια τραγουδούσε.. Έπαιζε και συνέθετε στη κιθάρα..
Τα λαϊκά τραγούδια που έγραψε είναι χαρακτηριστικά, τόσο για την ποικιλία μελωδίας και ρυθμού, όσο και για την πρωτοτυπία και απλότητα των στίχων.
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου υπήρξε ένας απ’ τους λίγους ασυμβίβαστους στις επιταγές της λογοκρισίας του Μεταξά, με αποτέλεσμα την εξαφάνισή του απο τη δισκογραφία. Παρόμοια άλλωστε τύχη επέβαλε η τότε δικτατορία μέσα στις προσπάθειές της για ευρωπαϊκό εξωραϊσμό, και γενικά στο σμυρνέϊκο (τουρκομερίτικο γι’ αυτήν) τραγούδι..
Στο ενεργητικό του, αναφέροναι περίπου 30 τραγούδια τα οποία κυκλοφόρησε σε δίσκους, αλλά είναι βέβαιο ότι έγραψε περισσότερα. Απο αυτά ένα μέρος τα κράτησε και χαθήκανε, μάλλον στο πόλεμο, και ένα μέρος χάρισε σε διάφορους φίλους συνθέτες και τραγουδιστές.
(Στοιχεία για τον συνθέτη Βαγγέλη Παπάζογλου απο το ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΩΝ ΡΕΜΠΕΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ. Αντώνης Παρταλιός)
Γλέντι στο Σκαραμαγκά. Με το σαντούρι ο Βαγγέλης Παπάζογλου (πριν το '30)
Μουσικοί στο «Περίμενε». Ο Βαγγέλης Παπάζογλου (με την κιθάρα) και δίπλα του ο Στελλάκης. Κοκκινιά 1932 -εδώ ήτανε η πιάτσα των μουσικών, το «Περίμενε». "Τα βαρβάτα όργανα της Κοκκινιάς", έτσι τα λέγανε..
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου με δυο φίλους.
Κομπανία, με Βαγγέλη Παπάζογλου.
Ο Παπάζογλου (κιθάρα) με παρέα μουσικών (και ο ναργιλές στο τραπέζι!)
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου στην παράγκα-ουζερί με κάποιον φίλο κοντά στο Τούρκικο νεκροταφείο - Παλιά Κοκκινιά 1924
Δισκογραφία: (μερικά).. Αργιλέ μου 1933
Λαχανάδες 1933
Μαρίκα χασικλού 1934
Ο Νικοκλάκιας 1934 Αν ήμουν άντρας 1934 Η μπαμπέσα 1934 Παπατζής 1934 Βάλε με στην αγκαλιά σου 1934 Αγιοθοδωρίτισσα γέννα 1934 Η Βολιώτισσα 1934 Η φωνή του αργιλέ 1934 Ντερβίσαινα 1934 Ο λαθρέμπορας 1934 Σαν φουμάρω τσιγαρλίκι 1934 Μου φαίνεται 1935 Στρίβε κουτσαβάκι 1935 Ο ξεμάγκας 1935Της το βγάλανε 1935 Σαν εγύριζα απ την Πύλο 1935 Θα στο λύσω 1936Καλογρια 1937 Το παιδί του δρόμου 1937 Να μη λες το μυστικό σου 1938 Το προσφυγάκι ... κ.α!!
ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ Ο επιλεγόμενος «Τεμπέλης», και το τρίτο από τα τέσσερα μέλη της «ΤΕΤΡΑΔΟΣ ΤΗΣ ΞΑΚΟΥΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», της πρώτης πρώτη αμιγώς λαϊκή ορχήστρα - κομπανία. Λαϊκός τραγουδιστής της πρώτης περιόδου του λαϊκού μας τραγουδιού. Ο Στράτος Παγιουμτζής, είναι ο τραγουδιστής που όπως είχε πει ο Βασίλης Τσιτσάνης, είχε «αηδόνια στο λαρύγγι».
Γεννήθηκε το 1904 στο Αιβαλί (Κυδωνιές) της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του ηταν ψαράς, και έπαιρνε μαζί του σαν βοηθό τον μικρό Στράτο.
Παρόλο που ο μικρός Στράτος δεν καταγόταν από μουσική οικογένεια,
διακρινόταν για την ερμηνεία του στα μικρασιάτικα τραγούδια και στους
αμανέδες. Γύρω στο 1925, ο Στράτος γνώρισε το Μάρκο Βαμβακάρη, έγιναν φίλοι, και άρχισαν μάλιστα να συνεργάζονται.
Λίγο πριν το 1930, ο Στράτος, ο Μάρκος, ο Δελιάς, ο Κερομύτης, ο
Μπαγιαντέρας, και άλλοι μεγάλοι του Ρεμπέτικου με τους
‘μπουζουκομπαγλαμάδες τους παίζουν παλιά τραγούδια, αλλά και καινούργια,
δικά τους, στα στέκια του Πειραιά με μεγάλη επιτυχία!. Όταν ο Μπάτης αδυνατώντας για «ειδικούς λόγους..!!!» (είχε μαστουρώσει πολύ!) να τραγουδήσει την τελευταία στιγμή της ηχογράφησης δυο τραγούδια του, την κατάσταση έσωσε ο Στράτος τραγουδώντας στους «τόνους» του Μπάτη το «ΖΕΙΜΠΕΚΑΝΟ ΣΠΑΝΙΟΛΟ», και το «ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ». Έτσι, με την ευκαιρία αυτή, και τραγουδώντας σαν το Μπάτη, αποτυπώνεται στους δίσκους για πρώτη φορά η φωνή του μεγάλου αυτού τραγουδιστή. Όλα αυτά συνέβησαν στα τέλη του 1933. η κυκλοφορία των πρώτων δίσκων του, καθώς και των δίσκων του Μάρκου, αλλά και των υπολοίπων, συμπίπτει με την εμφάνιση το καλοκαίρι του 1934 στη «Μάντρα του Σαραντόπουλου» της Τετράδος της Ξακουστής του Πειραιώς. Ήταν γνωστή ως «Τετράς του Πειραιώς», στην καθαρευουσιάνικη εκδοχή του Γιωργου Μπάτη.
Ο Στράτος σαν ερμηνευτής, έκανε ΜΠΑΜ!, με αποτέλεσμα όλοι
οι μεγάλοι συνθέτες του Ρεμπέτικου να τον θέλουν να πει τα τραγούδια
τους!. Στα μέσα της δεκαετίας του '30 η φωνή του Στράτου Παγιουμτζή είναι ήδη μύθος. Από τότε αναφέρεται μόνο με το μικρό του όνομα, ακόμα και σε ετικέτες δίσκων. Το 1935 τον χρησιμοποιεί ως ερμηνευτή ο Βαγγέλης Παπάζογλου («Σαν εγύριζα απ' την Πύλο») και από το 1937 και άλλοι μεγάλοι Μικρασιάτες δημιουργοί: Ο Παναγιώτης Τούντας («Περσεφόνη μου γλυκιά», «Είν' ευτυχής ο άνθρωπος» κ.ά.), ο Κώστας Σκαρβέλης («Σε γελάσανε», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά» κ.ά.) και ο Σπύρος Περιστέρης («Θαλασσινό μεράκι», «Για σένα μαυρομάτα μου» κ.ά.). Το 1938 ο Στράτος θα τραγουδήσει Μανώλη Χιώτη («Δε λες το ναι και συ») και μερικά απ' τα καλύτερα τραγούδια του Μπαγιαντέρα («Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», «Χατζηκυριάκειο»). Με τον Τσιτσάνη είχε γνωριστεί μερικούς μήνες νωρίτερα και μαζί του θα ξεκινήσει μια πολύχρονη συνεργασία. Δεκάδες πασίγνωστα τραγούδια του Τσιτσάνη πρωτοηχογραφήθηκαν με τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή, κάτι που δεν είναι καθόλου άσχετο με την επιτυχία τους. Η μεγάλη στιγμή στην καριέρα του Στράτου, είναι όταν ερμηνεύει (1938+) τα τραγούδια του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Βασίλη Τσιτσάνη !!!...
Μετά την Κατοχή, ο Στράτος συνεχίζει τη συνεργασία του με τους παλιότερους λαϊκούς δημιουργούς (Μάρκο, Τσιτσάνη, Χιώτη κλπ.) και με νέους, όπως ο Απόστολος Καλδάρας («Πάνω σ' ένα βράχο») και ο Γιώργος Μητσάκης («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι»). Θα συνεχίσει στη δισκογραφία ως τα μέσα της δεκαετίας του '50, οπότε με την άνθηση του λεγόμενου αρχοντορεμπέτικου η καριέρα του θα πάρει την κατιούσα (από τις εταιρίες) Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ο Ζαμπέτας τον ξαναφέρνει στο προσκήνιο, εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη του επιρροή στις εταιρίες. Ο Στράτος ηχογραφεί προπολεμικά ρεμπέτικα του Χατζηχρήστου, του Τσιτσάνη και άλλων δημιουργών, τον περίφημο αμανέ «Μινόρε του Στράτου» και τον ύμνο του Ολυμπιακού «Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ» («Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ / που εσάρωσες τη Σάντος, την ομάδα του Πελέ). Εκτός απ' τη δισκογραφία, ο Στράτος επανέρχεται στα λαϊκά πάλκα, όπου δούλευε ασταμάτητα απ' το 1934 έως το 1955.
Τον Οκτώβριο του 1971, πραγματοποιεί το όνειρό του, να πάει στην Αμερική (το 1937 είχε συλληφθεί για χρήση χασίς με αποτέλεσμα να μην του εκδόσουν ποτέ διαβατήριο!). Εμφανίζεται στο κέντρο "Σπηλιά" στη Νέα Υόρκη με το Λευτέρη Τσαγκάρη, το Μάνο Παπαδάκη και άλλους.
Έπειτα από μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων, πεθαίνει τελικά πάνω στο πάλκο στις 16 Νοεμβρίου 1971 σε ηλικία 67 ετών.. Σε περίπου δυο μήνες μετα, τον ακολουθεί στην αιωνιότητα και ο φίλος του Μάρκος Βαμβακάρης...
Ερμήνευσε τραγούδια των ΤΟΥΝΤΑ, ΣΚΑΡΒΕΛΗ, ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ,
ΟΓΔΟΝΤΑΚΗ, ΣΕΜΣΗ, ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ, ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ, ΜΠΑΤΗ, ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, ΤΣΙΤΣΑΝΗ,
και όλων των μεγάλων δημιουργών του ρεμπέτικου αλλά και λαϊκού
τραγουδιού... *μερος αποΠΗΓΗ
*Ο Γιωργάρας ο Ζαμπέτας, στο τραγούδι του "Η Κόλαση", λέει για τον Στράτο: «..Τον πρώτο και καλύτερο συνάντησα τον Στράτο, τον Στράτο τον Παγιουμιτζή, που λέγαμε τεμπέλη, και φύτευε το χόρτο του σε ξέφραγο αμπέλι..»
ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ, ΠΕΡΙΠΟΥ 250 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΙΣ 78 ΣΤΡΟΦΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ 100 ΣΕ 45ΑΡΙΑ.
{Φωτο α} Στην πάνω σειρά (οι αναγνωρίσιμοι): ο αριστερόχειρ κιθαρίστας ο Γιάννης Σκληρός και στην άλλη άκρη ο μεγάλος τραγουδιστής με το προσωνύμιο ''Τεμπέλης'' Στράτος Παγιουμτζής!. Στην κάτω σειρά: μπουζούκι παίζει ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης, όρθιος τραγουδά ο Μιχάλης Μενιδιάτης, δίπλα του η Φωφώ Στράτου - κόρη του Στράτου! [Φωτεινή Παγιουμτζή, με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Φώτω ή Φωφώ Στράτου] και μετά ο μέγας ''Μπέμπης'' Δημήτρης Στεργίου με τις ασύλληπτες πενιές του!. Δίπλα από τον Στεργίου ο κιθαρίστας Παναγιώτης Μιχαλόπουλος!
{Φωτο β} απο αριστερα ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΛΗΡΟΣ ΚΙΘΑΡΑ. ΘΟΔ. ΠΟΛΥΚΑΝΔΡΙΩΤΗΣ, ΜΙΧ. ΜΕΝΙΔΙΑΤΗΣ, ΦΩΤΩ (ή Φωφώ) ΣΤΡΑΤΟΥ (Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗ - ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ). ΣΤΕΡΓΙΟΥ "ΜΠΕΜΠΗΣ", ΠΑΝΟΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, πισω απο τον Μπεμπη ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ. (Απο το βιβλιο "8 ΛΑΙΚΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ" - ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΤΗΣ.)
Βασίλης Σπηλιόπουλος - Στράτος Παγιουμτζής και Φωφώ Στράτου στη "Ταϊτή".
[Από τους αφανείς δεξιοτέχνες και σύνθετες της δεκαετίας του 1950 - '60 ο Βασίλης Σπηλιόπουλος, δεν γνωρίζουμε πολλά.. Τον βρίσκουμε να παίζει μπουζούκι -μαζί με τον Αργύρη Βαμβακάρη- στην φωνογράφηση για το περίφημο τραγούδι του Λουκά Νταράλα «Το βουνό» του 1954, (το τραγούδησαν Καίτη Γκρέυ και Δημήτρης Ρουμελιώτης) και στο «Καταστροφές και συμφορές» Καζαντζιδης, πάλι με τον Αργ. Βαμβακάρη. Επίσης στο «Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις» (HMV AO 5149 μουσική Στελιου Χρυσίνη και σε στίχους Χρηστου Κολοκοτρώνη) με Ερμηνεία Γιάννης Κυριαζής και Δημήτρης Ρουμελιώτης, *μπουζουκι παίζουν Βασίλης Σπηλιόπουλος και Απόστολος Καλδάρας!. ~ Ο Βασίλης Σπηλιόπουλος έχει ηχογραφήσει δικά του τραγούδια -στην Odeon - Parlophone- άλλα και κάποια ωραία οργανικά κομμάτια. Στα μέσα της δεκαετίας του '60 τον συναντάμε σε δίσκους 45 στροφών της εταιρίας "DIPLOPENIA" αλλά και της "Athénée". ~ Γνωστά τραγούδια του: «Η γλώσσα της μαγκιάς» σε στίχους Γιώργου Μουφλουζέλη με τον Σπύρο Ζαγοραίο, «Η Όμορφη Σμυρνιά» 1961 (που στους στίχους αναφέρετε για του "Κέφαλα" το μαγαζί στην Κοκκινιά) με τον Βαγγέλη Περπινιάδη -και το 1962 με την Γιωτα Λυδια.]
1956 στου "ΒΛΑΧΟΥ" Ζαμπετας και Στρατος!
1957 - στου "ΚΕΦΑΛΑ" Μπινης, Στρατος, Μαιρη Τζανετ, Β. Περπινιαδης (πισω) στο βιολι ο Ρομπεν, κιθαρα Γ. Σαλασιλης και ακορντεον Ν. Παπαντωνιου
Δελιάς, Μπάτης, Στράτος ! ! ! Η φωτογραφία πρέπει να είναι πριν του "Σαραντοπουλου" (καλοκαίρι 1934) και πιθανόν κατα τη διαρκεια των πρωτων ηχογραφησεων του Μπατη 1932-33
-
Γύρω στο 1935 στον Πειραιά - Μπάτης, Κηρομύτης, άγνωστος με κιθάρα, Παγιουμτζής, Παπαϊωάννου !!
Ο Στράτος με την γυναίκα του Ζωή (10-11-1939)
Ο Σπιτάμπελος, ο Στράτος, ο Γιώργος Παπαδόπουλος γνωστός ως "Βλάχος" και η μετέπειτα συζυγός του Λέλα Παπαδόπουλου!!! (30-6-1949)
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Αργύρης Βαμβακάρης, ο Στράτος ο Τεμπέλης κι ο Θανάσης Μπάτης (ο γιος του Γιωργου), 1949
Η Ντόρα, ο Ζαμπέτας, ο Στράτος, ένας άγνωστος και (γονατιστή) η Ανθούλα Αλιφραγκή (1955)
Απόστολος Καλδάρας (μπουζούκι) , Στράτος Παγιουμτζής με τον μπαγλαμά του, στο κέντρο "Ζούγκλα" το 1953. Κιθάρα ο Χρήστος Λαβίδας.
Στράτος Παγιουμτζής
ΑΠΟ ΤΟΥ "ΒΡΑΝΑ" ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1961
Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ, ΣΤΟΥ "ΒΡΑΝΑ" ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1961
ΣΤΡΑΤΟΣ - ΜΑΡΚΟΣ , Δεκαετία '60
Σε καποιο λαικο κεντρο το 1960. Δυο μεγαλοι τραγουδιστες, ο Στρατός Παγιουμτζης με τον μπαγλαμα του και ο Πανος Μηχαλοπουλος με την κιθαρα του στο κεντρο. * Στα μπουζούκια τους πλαισιώνουν οι πλέον ειδικοί, δεξια μας ο ρεμπέτης, μπουζουξή και συνθέτης Θόδωρος Πολυκανδριωτης και αριστερα ο μεγαλος γιος του Γιάννης Πολυκανδριωτης! - εφυγε το 2019, ζουσε χρονια (απο το '96) στο Λονδίνο και ειχε σχολή για μπουζουκι στο Middlesex.
Ηλιας Ποτοσιδης με μπουζούκι, διπλά του ο Στράτος "το λεει!", ο Σαλασιδης με κιθάρα κ.α! .. στου "Κεφαλα" το 1957