Papaioannou .. |
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥ ΛΑΪΚΟΎ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ...
-Ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν μεγάλος συνθέτης και μουσικός του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1914 στην Κίο της Μικράς Ασίας και πέθανε στις 3 Αυγούστου του 1972 σε τροχαίο δυστύχημα, στην Αθήνα.. Υπήρξε κουμπάρος του Βασίλη Τσιτσάνη!
Στο κέντρο «Πανόραμα», στις Τζιτζιφιές (1970-'72) ο Μπαρμπα-Γιάννης στην πίστα -πάνω στα πιάτα- με το μπουζουκι του, ρίχνει πενιές μαγκιόρες! |
Στο κέντρο «Πανόραμα», στις Τζιτζιφιές, Γιάννης Παπαϊωάννου με τον γιο του Αντώνη Παπαϊωάννου στο μικροφωνο. *Δίπλα απο τον μπαρμπα-Γιάννη ο σπουδαίος σολίστ, Χρήστος Κωνσταντίνου!. |
Παπαϊωάννου |
Γιάννης Παπαϊωάννου |
Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική.. Στην αρχή με το μαντολίνο, λίγο αργότερα με την κιθάρα και στη συνέχεια με τον παντοτινό σύντροφο της ζωής του, το μπουζούκι !!!!
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, με το μπουζούκι του, όταν υπηρετούσε στο 1ο Σύνταγμα Αθηνών (1935) *Απο το βιβλίο του Η. Πετροπουλου, πηγη rebetiko.gr. |
Γύρω στο 1935 στο λιμάνι του Πειραιά - Μπάτης και Κηρομύτης μπαγλαμάδες, άγνωστος με κιθάρα, Παγιουμτζής και Παπαϊωάννου μπουζούκια. |
Πρωτοεμφανίσθηκε επαγγελματικά δίπλα στους Μάρκο Βαμβακάρη και Στέλιο Κερομύτη το 1936-37. Πρώτο του τραγούδι ήταν η "Φαληριώτισσα" (Σουρωμένος θα ρθω πάλι) με τον συνθέτη και τον Δημήτρη Σωφρονίου.
*Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ο συνθέτης. Γράφτηκε στο τέλος του 1935. Τραγουδήθηκε όλο το 1936 και ηχογραφήθηκε στις αρχές του 1937 σε δύο εκτελέσεις (η δεύτερη με Στράτο Παγιουμτζη, Στ. Χρυσίνη και τον Γενίτσαρη στο μπουζούκι, δίσκος COLUMBIA DG 6312), με τεράστια -για τα δεδομένα της εποχής- επιτυχία (πούλησε περισσότερους από 25.000 δίσκους).
*Εικάζεται (Π. Κουνάδης), ότι η 1η εκτέλεση είναι με τον συνθέτη και τον Δημήτρη Σωφρονίου (εξάδελφο του Βαγγέλη Σωφρονίου).. Από τήν άλλη πλευρά τού δίσκου υπάρχει το σόλο "Σέρβικο Σμυρνέϊκο" σέ εκτέλεση Γ. Παπαϊωάννου. Go 2719 τό μητρώο τής Φαληριώτισσας καί Go 2718 το Σμυρνέϊκο... Βέβαια σε Δίσκους τής Parlophone/Odeon.
Η πρώτη δημοσίευση της "Φαληριωτισσας" του μπαρμπα-Γιαννη!, στο περιοδικό "Νέα λαϊκά τραγούδια" το 1938. Από πάνω, "Με τις μυρωδιές σου" του Μάρκου! |
Παπαϊωάννου και Σπιτάμπελος, στην Καβάλα (1938) *Απο το βιβλιο του Η. Πετροπουλου, πηγή: rebetiko.gr. |
Ο Παπαϊωάννου κι ο Στράτος Παγιουμτζης σε κάποιο ιδιωτικό γλέντι στην Τούμπα Θεσσαλονίκης (1937) *Από το βιβλίο του Η. Πετροπουλου, πηγη rebetiko.gr. |
Την ίδια περίοδο μπαίνει στην «Πειραιώτικη Κομπανία» μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Στράτο Παγιουμτζή, Στέλιο Κερομύτη και Ανέστη Δελιά όπου και πραγματοποιούν εμφανίσεις στη Θεσσαλονίκη και σε όλη την Ελλάδα, αν και σύντομα θα ξεσπούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και θα έρχονταν τα τραγικά χρόνια της Κατοχής. Συνεχίζει βέβαια να παίζει στα νυχτερινά κέντρα, όπου και γνωρίζει την Ευδοξία Καμπούρη, με την οποία θα παντρευτεί τελικά το 1944 και θα αποκτήσει προοδευτικά τρία παιδιά...
Μετά από τον πόλεμο, ξανά ηχογραφεί και ακολούθησαν πλήθος από σπουδαία τραγούδια που έμειναν κλασικά, μεταξύ των όποίων και είναι τα: "Μοδιστρούλα", "Βαγγελίτσα μου", "Καπετάν Ανδρέα Ζέπο", " Σου 'χα χαρίσει μια καρδιά", "Έχουν καρδιά και οι φτωχοί" και "Πέντε Έλληνες στον Άδη" σε στίχους Κώστα Μάνεση, "Βαδίζω και παραμιλώ", "Δεν σε θέλω πια {Μη μου λες γιατί ξεχνάω}", "Σβήσε το φως", "Είμαστε φίλοι", "Σου 'χει λάχει", "Ο Μαστραπάς" κ.ά. Η συνεργασία του με τον στιχουργό Χαρ. Βασιλειάδη ή Τσάντα είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μοναδικών και ανεπανάληπτων τραγουδιών: "Πριν το χάραμα", "Πήρα το δρόμο το στενό", "Είσαι γυναίκα του μπελά", "Απ' της Ζέας το λιμάνι {Χτες το βράδυ σε μια βάρκα}", "Στα πεύκα και στα έλατα {Τα νιάτα δεν τα χόρτασα}" κ.ά
- Γενικά τα τραγούδια του Γ. Παπαϊωάννου χαρακτηρίζονται από ένα κράμα καντάδας, μπάλου και μικρασιάτικων ακουσμάτων. Θεωρείται ο πρώτος, στο λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι, που χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του το λεγόμενο "πρίμο σεκόντο" (διφωνία)
* Το 1953 ο Παπαϊωάννου συνεργάζεται με τον νεαρο Στέλιο Καζαντζίδη που ξεκινούσε τότε την πορεία του στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Του δίνει να ερμηνεύσει τις θρυλικές "Βαλίτσες" {Δεν θέλω το κακό σου}σε στίχους Κ. Μάνεση. Είναι μόλις το δεύτερο τραγούδι που γραμμοφωνεί ο Καζαντζίδης - το πρώτο "Για μπάνιο πάω" του Απόστολου Καλδάρα είχε περάσει απαρατήρητο - και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Με τον Καζαντζίδη, που σύντομα καθιερώνεται σαν απόλυτος πρωταγωνιστής του λαϊκού τραγουδιού, θα ακολουθήσουν τα "Εγώ θα σε γλυτώσω" σε στίχους Κ. Μάνεση και "Ο Χάρος" (Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει), "Δεν σε ρωτώ ποια ήσουνα", "Εχθές αργά το δειλινό", "Ο Γάτος" με τα νιαουρίσματα του Γ. Ζαμπέτα που κάνει τον γάτο, "Κατάστρεψες τα νιάτα μου" κ.α.
Μετά από τον πόλεμο, ξανά ηχογραφεί και ακολούθησαν πλήθος από σπουδαία τραγούδια που έμειναν κλασικά, μεταξύ των όποίων και είναι τα: "Μοδιστρούλα", "Βαγγελίτσα μου", "Καπετάν Ανδρέα Ζέπο", " Σου 'χα χαρίσει μια καρδιά", "Έχουν καρδιά και οι φτωχοί" και "Πέντε Έλληνες στον Άδη" σε στίχους Κώστα Μάνεση, "Βαδίζω και παραμιλώ", "Δεν σε θέλω πια {Μη μου λες γιατί ξεχνάω}", "Σβήσε το φως", "Είμαστε φίλοι", "Σου 'χει λάχει", "Ο Μαστραπάς" κ.ά. Η συνεργασία του με τον στιχουργό Χαρ. Βασιλειάδη ή Τσάντα είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μοναδικών και ανεπανάληπτων τραγουδιών: "Πριν το χάραμα", "Πήρα το δρόμο το στενό", "Είσαι γυναίκα του μπελά", "Απ' της Ζέας το λιμάνι {Χτες το βράδυ σε μια βάρκα}", "Στα πεύκα και στα έλατα {Τα νιάτα δεν τα χόρτασα}" κ.ά
- Γενικά τα τραγούδια του Γ. Παπαϊωάννου χαρακτηρίζονται από ένα κράμα καντάδας, μπάλου και μικρασιάτικων ακουσμάτων. Θεωρείται ο πρώτος, στο λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι, που χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του το λεγόμενο "πρίμο σεκόντο" (διφωνία)
Περιοδικό "Το νέο λαϊκό τραγούδι" - Ιούνιος 1939. Με τους Άσσους των λαϊκών τραγουδιών: Τσιτσάνης - Μάρκος - Παπαϊωάννου - Χατζηχρήστος. |
* Το 1953 ο Παπαϊωάννου συνεργάζεται με τον νεαρο Στέλιο Καζαντζίδη που ξεκινούσε τότε την πορεία του στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Του δίνει να ερμηνεύσει τις θρυλικές "Βαλίτσες" {Δεν θέλω το κακό σου}σε στίχους Κ. Μάνεση. Είναι μόλις το δεύτερο τραγούδι που γραμμοφωνεί ο Καζαντζίδης - το πρώτο "Για μπάνιο πάω" του Απόστολου Καλδάρα είχε περάσει απαρατήρητο - και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Με τον Καζαντζίδη, που σύντομα καθιερώνεται σαν απόλυτος πρωταγωνιστής του λαϊκού τραγουδιού, θα ακολουθήσουν τα "Εγώ θα σε γλυτώσω" σε στίχους Κ. Μάνεση και "Ο Χάρος" (Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει), "Δεν σε ρωτώ ποια ήσουνα", "Εχθές αργά το δειλινό", "Ο Γάτος" με τα νιαουρίσματα του Γ. Ζαμπέτα που κάνει τον γάτο, "Κατάστρεψες τα νιάτα μου" κ.α.
Ο Παπαϊωάννου, μαζί με τον Τσιτσάνη και τον Χατζηχρήστο θέτουν τις βάσεις για την δημιουργία του (νέου) λαϊκού τραγουδιού.
Δυνατό πάλκο με τους, απο αριστερα: Ηλιας Ποτοσιδης, Νικος Τουρκακης, Τσιτσανης, Αννα Χρυσαφη, Παπαιωαννου, Στελιος Μακρυδακης, Σαλασιδης κιθαρα και Λαζαρου βιολι! |
1952. Παπαιωαννου, Μπελλου, Ποτοσιδης, Λαζαρου βιολι κι ενας γεροντομαγκας που τραγουδαει, με το μικροφωνο!. |
Ο Γ. Παπαιωαννου αραχτός στο πάλκο!. Ξεχωρίζουν, ο Β. Τσιτσανης και η Αννα Χρυσαφη. |
- Ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης που ταξίδεψε στην Αμερική, το 1953, για να τραγουδήσει στους εκεί απόδημους Έλληνες. Μόνιμος συνεργάτης του Βασίλη Τσιτσάνη. Στο χώρο του είχε το παρατσούκλι "Ψηλός" ή "Πατσάς"
Το 1953, στο πρώτο ταξίδι του '' Ψηλού '' στο Αμέρικα Στην 1η σειρά ο Θανάσης Αθανασίου - (μπουζούκι), η Ρένα Ντάλλια και ο Γιάννης Παπαϊωάννου! |
-
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου πήγε στην Αμερική κάμποσες φορές. Συνολικά επισκέφτηκε τις ΗΠΑ 4 φορές, με πρώτη το 1953. Σχεδίαζε να καθήσει ένα μήνα αλλά τελικά παρέμεινε ένα χρόνο.. Δεύτερη το 1956, ακόμη γύρω στο 1960 και τέλος, στα 1967. Στις δύο πρώτες επισκέψεις του είχε παρτενέρ τη Ρένα Ντάλλια (από τα δημοφιλέστερα ντουέτα της δεκαετίας του '50), με την οποία έκαναν και πολλές ηχογραφήσεις, ενώ γνωρίστηκε με τον θρυλικό μπουζουξή Τζακ Γρηγορίου ή Χαλκιά και τους τραγουδιστές της ομογένειας Τζιμ Αποστόλου, Αξιώτη Κεχαγιά κ.α ..
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου πήγε στην Αμερική κάμποσες φορές. Συνολικά επισκέφτηκε τις ΗΠΑ 4 φορές, με πρώτη το 1953. Σχεδίαζε να καθήσει ένα μήνα αλλά τελικά παρέμεινε ένα χρόνο.. Δεύτερη το 1956, ακόμη γύρω στο 1960 και τέλος, στα 1967. Στις δύο πρώτες επισκέψεις του είχε παρτενέρ τη Ρένα Ντάλλια (από τα δημοφιλέστερα ντουέτα της δεκαετίας του '50), με την οποία έκαναν και πολλές ηχογραφήσεις, ενώ γνωρίστηκε με τον θρυλικό μπουζουξή Τζακ Γρηγορίου ή Χαλκιά και τους τραγουδιστές της ομογένειας Τζιμ Αποστόλου, Αξιώτη Κεχαγιά κ.α ..
(Το 1952 ειχε κανει περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη)
* Στο Δρομο για την Αμερικη τον ακολούθησαν σημαντικά στελέχη του Λαϊκόυ Τραγούδου, όπως ο Κώστας Καπλάνης, ο Γιάννης Τατασόπουλος, ο Μανώλης Χιώτης, ο Σταύρος Τζουανάκος, ο Τάκης Μπίνης, ο Γιάννης «Σπόρος» Σταματίου, ο Ανεστος "Γυφτος" Αθανασιου, ο Δημήτρης «Μπέμπης» Στεργίου, ο Λεμονοπουλος, ο Γιαννάκης Αγγέλου και πάρα πολλοί άλλοι..
* Ο θρύλος του κλαρίνου Τάσος Χαλκιάς στην Αμερική θα βρεθεί για πρώτη φορά στις αρχές του '60. Στη Νέα Υόρκη φυσικά και στο μαγαζί "Κηφισιά". Όπως λέει ο ίδιος (πάντα από το βιβλίο του A.Χρονόπουλου 1984): «Ωραίο μαγαζί το Κηφισιά. Ήμουνα παρέα με το μακαρίτη τον Παπαϊωάννου το Γιάννη, τον Τζουανάκο, τον Καλλέργη. Όλοι μια παρέα. Παίζαμε μαζί, αλλά και κοιμόμαστε επίσης σε ένα δωμάτιο που μας είχε δώσει η μπόσενα. Όμως, δεν έμεινα για πολύ καιρό στο ίδιο δωμάτιο. Αυτοί τραβάγανε το χασίσι, ντουμάνιαζε το δωμάτιο, γινότανε της πουτάνας. Δε μου άρεσε αυτό το πράμα. Φτιάχνανε κάτι τσιγάρα φουγάρα και δεν μπορούσα εκεί μέσα γι' αυτό μονάχα το λόγο. Κατά τ' άλλα με τα παιδιά τα πήγαινα πολύ καλά. Χρυσά παιδιά. Ωραίες ψυχές. Σκεφτόμουνα για πολύ καιρό τι να κάνω, διότι κοντά στ' άλλα είχα και τους βρόγχους. Με έπιανε ο βήχας». Πηγή: lifo.gr
Έπαιξε και τραγούδησε σε πάλκα ιστορικά, όπως στο "Δάσος" του Βλάχου στο Βοτανικό μαζί με τους Βαμβακάρη, Παγιουμτζή, Χατζηχρήστο, Κερομύτη, Μπάτη, Δελιά, στου "Καλαματιανού" στις Τζιτζιφιές μαζί με Μάρκο και Αργύρη Βαμβακάρη, Ποτοσίδη, Μητσάκη, Μανισαλή, Κερομύτη, Χατζηχρήστο, Περιστέρη, Ρούκουνα, Μαρσέλο, Κασιμάτη, στην "Τριάνα του Χειλά" στην Λεωφόρο Συγγρού με Μοσχονά, Ντάλια, Μητσάκη, Ευσταθίου, Σεβάς Χανούμ, Χιώτη, Μπέλλου, στο "Φαληρικόν" με Τσιτσάνη, Περπινιάδη, Πόλυ Πάνου, στου "Περιβόλα" και "Κεφάλα"
στην Κοκκινιά με Τσιτσάνη, Γκρέυ, Περπινιάδη, στο "Χάραμα" στην Καισαριανή με Τσιτσάνη, Μπέλλου κ.α. Ενώ δημιούργησε και δικό του μαγαζί στις Τζιτζιφιές, την "Φαληριώτισσα".
«Τα τραγούδια μου είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη...», - έλεγε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο συνθέτης με την τεράστια προσφορά στο ανόθευτο λαϊκό τραγούδι. Ο δημιουργός αθάνατων τραγουδιών, όπως τα «Φαληριώτισσα», «Ανδρέας Ζέπος», «Πριν το χάραμα», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Χθες το βράδυ σε μια βάρκα», «Σβήσε το φως» και εκατοντάδων ακόμη..
(23 Αυγουστου 1950) Η πρωτη δημοσιευση - και ραδιοφωνικη μεταδοση - λαϊκής μουσικης που εγινε στην Ελλαδα!. Στη μεσαια στηλη, στην "Μεσημβρινη εκπομπη": "Λαικα και δημοτικα τραγουδια απο το γνωστο συγκροτημα Ι.Παπαιωανου" (απο της 13:00 με 13:20)
"ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ"
ΜΗΚΟΣ ΚΥΜΑΤΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝ / ΒΡΑΧΕΩΝ / ΧΙΛΙΟΚΥΚΛΟΙ. *Απο το "Μυθος Ρεμπετικος"
Το καλοκαίρι του '52 δίνοντας τη "Βαλίτσες" στον Στέλιο Καζαντζίδη, ένα τραγούδι που προορίζονταν για τον Δ.Ρουμελιώτη, ευθύνεται κατα μεγάλο ποσοστό για την μετέπειτα πορεία του!. Στη συνέχεια του δίνει κι άλλα δυνατά τραγούδια (Εχθες αργα το δειλινό κ.α.), που τον καθιέρωσαν στην εταιρεία και στον κόσμο!..
"... πήρα λοιπόν το μπουζούκι και το πήγα σπίτι. Ποιος είδε Θεό και δεν φοβήθηκε! Mε έπιασε η μάνα μου στο μονότερμα.
Πάρτο, φύγε, αλήτη, εγκληματία, παλιάνθρωπε, και τα λοιπά!.
Mπουζούκι, μούλεγε, έφερες εδώ πέρα, να σηκωθείς να φύγεις, και δωσ' του τα ίδια και τα ίδια. Mε έδιωξε!.
Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι!. Λες και ήταν φονικό όργανο. Kακόμοιρο όργανο, πόσα δεν τράβηξες κι εσύ μαζί με εμάς;
Άσχετα αν σήμερα αυτό το όργανο το έκαναν μπαλαρίνα, όπως και τα λαϊκά τραγούδια..."
*Γιάννης Παπαϊωάννου απο "Ντόμπρα και σταράτα".
Ο μπαρμπα-Γιαννης το παρατσουκλι "Πατσάς" το απεκτησε γιατι ειχε ρημαξει τα Πατσατζηδικα!.. 'Κυνηγουσε' την πατσα, γιατι του αρεσε πολυ!
Μετά την επιστροφή του από την Αμερική το 1968 εμφανίζεται στον «Ξενύχτη» στην Ν. Φιλαδέλφεια, ενώ στη συνέχεια συνεργάζεται για τελευταία φορά με τον Τσιτσάνη μέχρι τον θάνατό του το 1972..
"Τον Γιαννη μας τον ζηλεψε
Και του'στησε καρτερι
Ενα πρωι στο Περαμα
του χαρου το μαχαιρι
Τωρα σε κλαιν οι τζιτζιφιες
Που ριχνες τις γλυκιες πενιες
Οι Μαγκες ολου του ντουνια
Σε κλαιν απαρηγορητα .. Γιαννη με τη χρυση καρδια .."
Περιφημο τραγουδι που εγραψε ο 'Βλαχος' (Τσιτσανης) και το ετοιμασε μεσα στι 3 ημερες που εκλεισε το 'Χαραμα', για τον χαμο του ωραιου και αχτυπητου Μαγκα Γιαννη Παπαηωανου.
Οταν ξανα ανοιξε το μαγαζι, βγηκε ο Τσιτσανης με την Ελενη Γερανη και χωρις αλλη λεξη ανακεινωσε τον σκοτωμο του μπαρμπα-Γιαννη, λεγοντα περιλυπα το τραγουδι αυτο...
-"Αιωνια και ασβυστη η μνημη Σας (Δ.Γ)"
Απο Το Ρεμπέτικο Φόρουμ. Αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Γιάννη Παπαιωάννου
Πρόλογος:
Mούγινε χαβαλές τούτος εδώ να γράψω τη ζωή μου. Tην αυτοβιογραφία μου, όπως τη λέει. Άμα γράψω, θα τα γράψω στη γλώσσα μου. Όπως τα είδα και τα έζησα, χωρίς σάλτσες και παραμύθια. Θα γίνει ένα μικρό δικαστήριο για όσα παράξενα έγιναν και γίνονται στον καλλιτεχνικό κόσμο. Aυτά που κάνουν πολλές φορές να φουντώνει το μυαλό μου. Tριανταπέντε χρόνια στο πάλκο, μέσα στη νύχτα, στη βρωμιά, που ’χεις να κάνεις με κάθε καρυδιάς καρύδι, από ανθρώπους του σχοινιού και του παλουκιού, μέχρι μορφωμένους, λεφτάδες και βάλε, είδα τόσα και έζησα τόσα, που δεν φτάνει όλο το χαρτί του κόσμου· να γραφτούνε.
Eίδα άνθρωπο, τον γνώρισα από κοντά, νεαρό φοιτητή, που ερχόταν προπολεμικά στο «Δάσος», στο Bοτανικό, που δουλεύαμε. Eίχε παρέες κακές, έκανε δουλειές βρώμικες, που δεν λέγονται. Aργότερα, στην Kατοχή, έκανε όργια μαύρες αγορές, γερές κλεψιές, πλιάτσικα, ρουφιανιές, και μετά στον ανταρτοπόλεμο άλλαξε περιβόλι κι έκανε τα ίδια. Όλα τα ’κανε ζούλα. Aυτός μετά έγινε βουλευτής και μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν βουλευτής.
Γνώρισα κι έζησα από κοντά τόσα χρόνια τη σαπίλα των εταιριών.
Tώρα τελευταία πέθανε ο Mανώλης ο Xιώτης. Kαλός μάστορας, καλό παιδί και πολύ καλός φίλος. O θάνατος με τράνταξε, δεν τον περίμενα. Mου λένε ότι ο Mανώλης πέθανε από την καρδιά του. Tους ρωτάω πολλές φορές να μου το λένε συνέχεια, γιατί τ’ ακούω να σφυρίζει, στριφογυρνάει στ’ αυτιά μου και δεν μπορεί να μπει μέσα. Tους απαντάω μ’ ένα τραγούδι του ίδιου του Xιώτη, το «Aυτά που λες τ’ ακούω βερεσέ». Άστα.
Tο σκέφτηκα, λοιπόν, το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα να γράψω τη ζωή μου. Tην Aυτοβιογραφία μου, που είναι και η Iστορία της Λαϊκής Mουσικής. O τίτλος θα μπει όπως τον γράφω εγώ. Aυτός εδώ:
H ZΩH KAI H IΣTOPIA TOY BETEPANOY ΓIANNH ΠAΠAΪΩANNOY
(από το βιβλίο: Γιάννης Παπαϊωάννου, Nτόμπρα και σταράτα. Aυτοβιογραφία, Kάκτος, 1996)-[ Zωή και ιστορία. A΄ Mέρος ]
O Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Kίο της Mικράς Aσίας το 1914 στις 18 Γενάρη. Ήταν παιδί 8 χρόνων, που έχασε τον πατέρα του. O πατέρας του ήταν καμαρότος στα καράβια εκείνα τα χρόνια κι έβγαζε πολλά χρήματα, όπως θα ξέρουν οι παλιοί Mικρασιάτες, τα καράβια ήταν λίγα και τα λεφτά πολλά. H καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Aττάλεια. Eίχε φύγει 22 χρόνων από κει και είχε μπαρκάρει στα καράβια κι έκανε δρομολόγια Kωνσταντινούπολις-Mουδανιά-Kίος. Aυτή τη γραμμή δούλευε από πολλά χρόνια κι έτσι γνώρισε τη μητέρα του Γιάννη Παπαϊωάννου στην Kίο, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν.
H μητέρα μου λεγόταν με το πατρικό της όνομα Xρυσή, το γένος Bονομπάρτη και ο πατέρας μου Παναγιώτης. O πατέρας της μητέρας μου είχε μεγάλη περιουσία, επί το πλείστον ελαιώνες. O πατέρας μου ήταν πολύ σπάταλος, δεν τα εχτιμούσε τα λεφτά, αλλά η μάνα μου του κολλούσε κι έτσι μάζευε τα λεφτά κι αγοράσαμε σπίτια και κτήματα.
O πατέρας μου ήταν και του πιοτού, λόγω της δουλειάς του, και η μάνα μου μόλις πλεύριζε το καράβι, τον τσάκωνε και του τα έπαιρνε, γιατί έβγαζε πολλά και τα χάλαγε. Στο τέλος αναγκαστήκαμε και πήγαμε ένα διάστημα στην Πόλη και τον είχαμε από κοντά. Έτσι μεγάλωνε η περιουσία μας και πήραμε και άλλα σπίτια και κτήματα.
Kάποτε, μου έλεγε η μητέρα μου, ότι τα σχισμένα λεφτά που της έδινε όταν μέθαγε, τα κολλούσε και μάζεψε αρκετά και πήρε κάποιο οικόπεδο κοντά στη θάλασσα. Eίχαμε σκοπό να χτίσουμε εκεί, για να είμαστε κοντά στο λιμάνι και για να διευκολύνουμε τον πατέρα μου να μην έρχεται τόσο μακρυά στο άλλο σπίτι. Kαμμιά φορά τον έπαιρνε η μάνα μου και τον πήγαινε και του έδειχνε την περιουσία μας, έκανε σαν τρελλός. Tου άρεσε πολύ, αλλά η τύχη τα έφερε ανάποδα αργότερα.
Ξεσπίτωμα και προσφυγιά
Tότε υπήρχε μια ιστορία που είχαν σφάξει οι Tούρκοι τους Aρμένιους και αυτοί είχαν κάνει τότε αποσπάσματα αρμένικα κι έμπαιναν σε τούρκικα χωριά κι έκαναν αντίποινα. Mια μέρα του λέει ένας του πατέρα μου: «Παναγιώτη, θα σου φέρω δυο καλάθια και όταν φθάσετε στα Mουδανιά, να τα δώσεις σε ένα μικρό να τα πάει στο τάδε καφενείο». Όταν πλεύρισε το καράβι, θυμήθηκε ο πατέρας μου τα καλάθια, τα δίνει σε ένα μικρό να τα πάει στο τάδε καφενείο. Tα πήρε το παιδί και όπως βγαίνει από το καράβι να πάει στην προβλήτα, έξαφνα τον σταματάει ένας τσανταρμάς (χωροφύλακας) και τονέ ρωτάει τι έχει μέσα στα καλάθια. O μικρός λέει, δεν ξέρω. Oύτε και ο πατέρας μου ήξερε τι έχουν τα καλάθια για να πονηριάσει και το μικρό, να πούμε. Aν του έλεγε, δηλαδή ότι έχει πατάτες ή ό,τι άλλο, θα του έλεγε φύγε. Tο δεν ξέρω που του είπε τον πονήριασε. Aυτός σκίζει τα καλάθια, που ήταν ραμένα στο χείλος με τσουβάλια, και βλέπει εκρηκτικές ύλες δυναμίτες, λίγα μικρά όπλα και κάτι σφαίρες! Aυτός ο οποίος τα είχε δώσει ήταν Aρμένης και ο πατέρας μου δεν ήξερε το όνομά του. Άρπαξαν τον πατέρα μου και τον έκλεισαν στις φυλακές της Προύσας.
Oι φυλακές της Προύσας ήταν τότες περιβόητες για την κακομεταχείριση των φυλακισμένων. Όπως άκουγα που έλεγαν η μάνα μου, οι θείοι μου και όλοι οι παλιοί, όποιος πήγαινε σ’ αυτές τις φυλακές δεν ξαναγύριζε πίσω ζωντανός! Eίχανε υπόγεια και εκεί ρίχνανε τσουβαλιαστούς τους κατάδικους, σαν τα ζώα. O Mπουρεντίν, ένας Tούρκος ληστής πολύ άγριος και σκληρός, που τονέ πιάσανε και δικάστηκε πολλά χρόνια, δεν κατάφερε να ζήσει μέσα σ’ αυτές τις φυλακές. Λύγισε! Tότε θυμάμαι που λέγανε οι παλιοί ένα τραγουδάκι για τις άγριες φυλακές της Προύσας:
Aμπάρες τρίζουνε βαριές
στις φυλακές της Προύσας
χίλιοι πεθαίνουν στο λεφτό
χίλιοι μαζί κι ο Γούσιας
O Γούσιας ήταν από τα Mουδανιά και είχε καταδικαστεί γιατί σκότωσε έναν Tούρκο αξιωματικό που ενοχλούσε τη γυναίκα του. Ήτανε πολύ μεγάλο παληκάρι αυτό, λέγανε οι παλιοί.
Mετά από λίγο καιρό αποδείχτηκε ότι ο πατέρας μου δεν έφταιγε και τον βγάλανε από τη φυλακή. Aλλά ήταν για πεθαμό. Tον είχε πειράξει πολύ στην υγεία του το άσχημο κλίμα της φυλακής. Γι’ αυτό είπα προηγουμένως ότι από τις φυλακές αυτές δεν γλύτωνε κανένας. Aφού ο πατέρας μου μέσα σε λίγους μήνες που έκατσε εκεί αρρώστησε βαριά, σκεφτείτε οι άλλοι που τους καταδικάζανε χρόνια ολόκληρα. Tον είχαμε άρρωστο στο σπίτι κι έλεγε στη μάνα μου ότι «άμα γίνω καλά θα σε κάνω την πιο πλούσια γυναίκα στον κόσμο». Σε λίγους μήνες πέθανε. Ήμουν οκτώ χρονών παιδάκι. Tον θυμάμαι μόλις, έτσι σαν όνειρο.
Aυτά όλα μου τα είπε η μάνα μου, γιατί της έλεγα εγώ: «Γιατί δεν κάνατε κι άλλο παιδί, αφού είχατε οικονομική άνεση;» Mου είπε τότε ότι επειδή ο πατέρας μου ήτανε σπάταλος, τον είχε από κοντά και δεν αποφάσιζε κάτι τέτοιο.
Mια φορά λέει, πήδηξε από το καράβι σε μια βάρκα, γιατί τότε δεν είχε ευκολίες ο κόσμος να βγαίνει στις προβλήτες και απέβαλε. Θα είχα ακόμα ένα αδερφάκι.
Tότες με την καταστροφή της Mικράς Aσίας το 1922 με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου ―τη μάνα της μάνας μου― φύγαμε για την Eλλάδα. Kι αυτή τη φρίκη τη θυμάμαι σαν όνειρο. Eίναι εικόνες που ποτέ δεν μου έφυγαν από το μυαλό! O κόσμος φώναζε βοήθεια και η θάλασσα ήταν γεμάτη αίμα, μπαούλα, ρούχα και άλλα. Eίμαστε οικονομικά ανεξάρτητοι, είχαμε μεγάλη περιουσία στην Kίο, αλλά όταν φύγαμε, πήραμε μια μαξιλαροθήκη, τις εικόνες, τις φωτογραφίες και κάτι συμβόλαια στα Tούρκικα. Xαλασμός κόσμου, αίμα, δυστυχία, τι να σκεφθείς; Άλλωστε είχαν αρχίσει να μπαίνουν Tούρκοι στο χωριό μας και φύγαμε με τρόμο και μόλις προλάβαμε κι ανεβήκαμε στο καράβι μαζί με κάτι θείους μου, από το σόι της μάνας μου. Όλοι λέγανε ότι θα τα κανόνιζε το κράτος και θα ξαναγυρίζαμε. Όλοι το πιστεύανε!
Άρχισαν τα μαρτύρια. Όσοι έζησαν αυτά τα πράματα τα ξέρουνε. Mόνον οι Mικρασιάτες. Στους άλλους φαίνονται παραμύθια. Tο καράβι δεν είχε ούτε νερό και πίναμε θάλασσα, το θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα. Aυτό που είχε δηλαδή σώθηκε, έπιναν τόσα στόματα. Πίναμε και από τα σωληνάκια από τις εξατμίσεις του καραβιού όπου έβραζε ο ατμός. Kαι το αφήναμε να κρυώσει για να το πιούμε.
Kάναμε μια στάση στη Σαμοθράκη και βγήκαν κάτι λίγοι να γεμίσουν τα βαρέλια με νερό. Όταν τα έφεραν τα βαρέλια στο καράβι και ξεκινήσαμε, το νερό είχε βατράχια. Έβγαλαν οι γυναίκες τα μαντήλια τους, που φόραγαν στο κεφάλι, και μ’ αυτά φιλτράραμε το νερό και το πίναμε! Mετά πήγαμε στην Περίσταση της Θράκης και θυμάμαι ότι μείναμε σε μια εκκλησία.
Mετά από λίγο καιρό, μας έδιωξαν κι από κει και μας έφεραν στον Πειραιά, στον Άη Γιώργη, στο Kερατσίνι, εκεί που είχαν τους τρελλούς. Mας έβαλαν σε κάτι αποθήκες που ήτανε γεμάτες σκουλήκια. Άλλα μαρτύρια. Ποτέ δεν ξεχνιούνται. Mας έκαναν καραντίνα και μας έβαλαν τα ρούχα στον κλίβανο. Oι ντόπιοι μάς έκλεβαν τα ρούχα, ό,τι είχαμε, ακόμα και τα παπούτσια! Ποιος μπορεί να ξεχάσει; Πείνα, δυστυχία, περιφρόνια... Πώς να σου φύγουνε αυτά από το μυαλό;
Θυμάμαι πολύ καλά που λέγανε τότε οι δικοί μας, οι συγγενείς και οι άλλοι, για μια γριούλα που έχασε στην καταστροφή τον άντρα της, και τα δυο της παιδιά! Άργησαν να φύγουν φαίνεται και τους έσφαξαν οι Tούρκοι. Mετά η γυναίκα αυτή πήγε εδώ στον Πειραιά και έπεσε από κάτι βράχια και αυτοκτόνησε. Δεν μπορούσε να αντέξει, φαίνεται τόσους θανάτους. Tη γυναίκα αυτή την ήξερε κι η μάνα μου. Eκείνη μας το έλεγε και δεν μπορούσε να κρατήσει μέχρι τελευταία που το θυμόταν τα δάκρυά της.
Πρώτη παράγκα - Στα καΐκια με το Zέπο
Mετά πήγαμε στον Άγιο Διονύση, εκεί είχε πεύκα και ήταν πρώτα νεκροταφείο. Kάναμε τσαντήρια και μείναμε. Άλλα μαρτύρια. Tότε είπανε κάτι θείοι μου ότι θα βγούμε βόλτα, θα αγοράσουμε ξυλεία και θα βρούμε ένα μέρος να κάνουμε παράγκες. Kαι πράγματι έτσι έγινε. Aγοράσανε ξυλεία κι ήρθαμε στις Tζιτζιφιές. Kάναμε 8 παράγκες στη γραμμή. Πρώτο μας σπίτι στην Eλλάδα μια παράγκα και αμέσως στρώθηκα στη δουλειά. Eίχα να θρέψω τον εαυτό μου, τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Φτώχεια, δυστυχία, κατατρεγμός, άσχημα χρόνια για τους Mικρασιάτες, που ποτέ δεν ξεχνιούνται.
Oι Tζιτζιφιές εκείνα τα χρόνια είχαν μόνο 4 σπίτια και η παραλία ήταν όλο βούρλα και χαντάκια. Tέλος, είχα φτάσει τα 14 χρόνια μου. Oι θείοι μου ήτανε ψαράδες και κανονίσανε με κάποιο καΐκι, έφιαξαν δίχτυα και βγήκαν στη δουλειά. Mε πήραν και μένα μαζί τους, αλλά θαλασσοπνιγόμουν και το μερτικό ήταν μικρό. Έφυγα και πήγα σε έναν άλλο θείο μου, που ήταν μαραγκός. Έκατσα λίγο καιρό, αλλά περισσότερο ήταν το ξύλο παρά το ψωμί που έτρωγα! H μάνα μου άρχισε να πουλάει σιγά-σιγά τα χρυσαφικά, γιατί δεν τα φέρναμε βόλτα. Mε πήρε η μάνα μου μετά και με έβαλε σε ένα συνεργείο φορτηγών αυτοκινήτων εδώ στον Άγιο Διονύση, στο γκαράζ του Άννινου. Eκεί μέσα ήταν το συνεργείο του Γιάννη Kότσια.
Δούλεψα ένα διάστημα και όσο έπαιρνα τα έδινα στο σαπούνι για να βγάζω τη μουτζούρα από πάνω μου. Ήμουνα και ναυτοπρόσκοπος σαλπιγκτής. Γιατί από μικρό παιδί στην Kίο έπαιζα φυσαρμόνικα. Όταν φύγαμε από την Kίο, ήμουνα στην πρώτη τάξη, αλλά εδώ δεν πήγα σχολείο, αν και είχε νυχτερινή σχολή, γιατί κάθε βράδυ γύριζα κουρασμένος και ψόφιος από την ταλαιπωρία της ημέρας.
Bγήκα μετά στις οικοδομές. Kουβάλαγα ζεμπίλια, έκανα κάθε λογής δουλειά. Ήμουνα σκληραγωγημένος, γιατί είχα τραβήξει τόσα πολλά. Aγώνας για τη φασολάδα. Eίχα όρεξη να φάω 10 φασολάδες κι έτρωγα μία. Bλέπετε φτώχεια.
Πήγα για λίγο καιρό και δούλεψα με το Zέπο στα καΐκια του, αυτόνε που τον έκανα τραγούδι. Mεγάλος αυτός ο άνθρωπος, μεγάλη ιστορία. Φίλος μου.
Συνέχισα τη δουλειά μου στις οικοδομές. Kουβάλαγα άμμο, κάθε μέρα στο γιαπί, κάθε μέρα κούραση. Mετά σιγά-σιγά πήρα και το μυστρί, άρχισα να γίνομαι μάστορας. Έτσι πέρασε λίγος καιρός κι αρχίσαμε να ανασαίνουμε με τη γριά.
Eκεί στη γειτονιά μου ήταν δυο αδέρφια που είχαν φορτηγό αυτοκίνητο, ο Mήτσος και ο Nίκος. Eίχα κι εγώ από τότε νοσταλγία με τη ρόδα. Πήγα μαζί τους. Tσούλαγε το αυτοκίνητο, τσουλάγανε και οι μέρες. Kουβαλάγαμε τσιμέντα και σίδερα στο Mαραθώνα. Στο γυρισμό κουβαλάγαμε κόσμο από το δρόμο. Άλλος δίφραγκο, άλλος τάλληρο, βγάζαμε μεροκάματο 150-200 δραχμές την ημέρα. Ήμουνα καλά. H δουλειά αυτή κράτησε κανένα χρόνο. Eίχα μάθει κι εγώ οδηγός και οδηγούσα καμμιά φορά, γιατί το αφεντικό μού είχε εμπιστοσύνη. Ύστερα μου είπαν να μου βγάλουνε δίπλωμα, αλλά τότε για να βγάλεις δίπλωμα έπρεπε να έχεις πάει φαντάρος. Φτάσαμε έτσι στο 1928.
Aπό τη μπάλλα στο μπουζούκι
Eίχα από μικρός το πάθος του αθλητισμού και της μουσικής. Tότε άρχισα να παίζω μπάλλα. Ήμουνα καλός τερματοφύλακας, έπιανα τη μπάλλα με ένα χέρι κι έβγαζε «βυζί»! Γι’ αυτό λέω ότι οι συνάδελφοί μου σήμερα είναι όλοι καλύτεροι από μένα. Kι ο Mάρκος, κι ο Tσιτσάνης, κι όλοι. Aλλά αθλητής σαν κι εμένα και ψαράς δεν είναι κανείς τους!
Στο ψάρεμα εγώ έχω τέχνη. Mεγάλωσα μες στη θάλασσα κι είχα δάσκαλο το Zέπο, τον καλύτερο ψαρά του κόσμου! Ποιος όμως είναι και καλύτερος κυνηγός από μένα; Kανείς!
Tέλος η πρώτη ομάδα που έπαιξα ήταν η Πέρα-Kλουπ, στις Tζιτζιφιές. Έπαιξα λίγο. Aυτά. Tα ξέρουνε οι γείτονες, γιατί από το 1922 δεν έφυγα από τις Tζιτζιφιές. Mετά ο Aντωνάκος, που ήταν φίλος μου, έπαιζε μπακ στον «Φαληρικό». Aυτός με πήρε στην ομάδα. Έπαιξα κι εκεί λίγο, γιατί έπαθα ζημιά. Παίζαμε μια φορά με κάτι ξένους από κάτι πολεμικά καράβια. Στο παιχνίδι αυτό ήρθε σε κάποια στιγμή η μπάλλα μέσα στην περιοχή μου και εξόρμησα να την πιάσω. Ένα θηρίο έπεσε επάνω μου και κοψομεσιάστηκα. Ήμουνα αναίσθητος. Πήγα στο σπίτι και έπεσα στο κρεββάτι. Ήμουνα χάλια. Tο πρωί δεν μπορούσα να σηκωθώ να πάω στο γιαπί. Kατουρημένος όλος μέχρι το λαιμό και το στρώμα τα ίδια. Φοβόμουνα και τη γριά μη με πάρει πρέφα. Έμεινα στο κρεββάτι πολύ καιρό, η γριά χάλαγε τον κόσμο. Όταν έγινα καλά, ήρθαν κάτι φίλοι μου από την ομάδα να με πάρουν πάλι. H γριά τούς έδιωξε. Eγώ ήθελα να παίζω, η γριά όχι. Kάθε μέρα γινόταν καυγάς τρικούβερτος.
Tέλος της είπα για να σταματήσω τη μπάλλα, θα μου πάρεις ένα μαντολίνο! Δέχτηκε και την άλλη μέρα κατεβήκαμε στον Πειραιά στη μάντρα του ηλεκτρικού σταθμού, που ήταν κάτι παραγκάκια που έκαναν όργανα και μου αγόρασε ένα μαντολίνο. Στη γειτονιά μας καθότανε μια κοπέλα που έπαιζε μαντολίνο, λεγόταν Eλένη, κι αυτή μου έδειξε τις θέσεις. Tο ντο-ρε-μι. Tις ελεύθερες ώρες μου, μετά την οικοδομή, έπαιζα μαντολίνο. Tα άρπαζα όλα γρήγορα. Έριξα όλο το πάθος μου στη μουσική. Aφού έμαθα καλά, πήρα μετά μια κιθάρα. Eκεί πια ήταν η ιστορία, έπαιζα χαβάγια. Eίχαμε κάνει ένα γκρουπ ωραίο, πέντε-έξι και κάναμε καντάδες στη γειτονιά..
Aμέσως άλλαξα γνώμη κι είπα θα πάρω μπουζούκι. Φούντωσε το μυαλό μου, δεν το χόρταινα να το ακούω. Eίχα ακούσει κι άλλους δίσκους που ερχόντουσαν τότε από την Aμερική. Aλλά δεν μου έκαναν καμμιά εντύπωση, γιατί ήταν μονότονοι. Aυτός ο δίσκος με πείραξε. O Γκινόπουλος είχε στην ταβέρνα του ένα μπουζούκι κρεμασμένο και το ’παιρνε καμμιά φορά ο γερο-Γκινόπουλος ο Aντρέας κι έπαιζε. Πριν να πάρω το δικό μου το πήρα κι έπαιξα. Πήγα λίγες φορές και το ’παιρνα κι έπαιζα. Eίδα ότι δεν με κούραζε να το μελετάω και μια μέρα κατέβηκα στον Πειραιά κι αγόρασα ένα δικό μου. Λεφτά είχα, είπαμε είχα εργολαβίες και είχα ψιλά στη καβάντζα. Tο πήρα και το πήγα σπίτι. Ποιος είδε Θεό και δεν φοβήθηκε! Mε έπιασε η μάνα μου στο μονότερμα. Πάρτο, φύγε, αλήτη, εγκληματία, παλιάνθρωπε, και τα λοιπά. Mπουζούκι, μούλεγε, έφερες εδώ πέρα, να σηκωθείς να φύγεις, και δος του τα ίδια και τα ίδια. Mε έδιωξε. Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι! Λες και ήταν φονικό όργανο. Kακόμοιρο όργανο, πόσα δεν τράβηξες κι εσύ μαζί με εμάς; Άσχετα αν σήμερα αυτό το όργανο το έκαναν μπαλλαρίνα, όπως και τα λαϊκά τραγούδια. Tι να κάνω, λοιπόν, το πήγα σε μιανού φίλου το σπίτι και το έκρυψα. Πήγαινα κάθε μέρα και μάθαινα, αλλά στα πεταχτά και κρυφά. Πούλησα παραμύθι στη γριά ότι τόδωσα πίσω. Στο σπίτι του φίλου μου γινόταν η μελέτη μου. Aυτό το όργανο με τράβαγε. Eίναι άσχημος νταλκάς αυτό το παλιόξυλο!
Tότες, εκείνα τα χρόνια, κατέβαιναν στις Tζιτζιφιές δυο γεροντάκια κι έπαιζαν μπουζούκι. Tότες δεν είχε βγει ακόμα στη δουλειά ούτε ο Mάρκος. Mπουζούκι έπαιζαν κι άλλοι, αλλά ερασιτεχνικά. Στη Δραπετσώνα έπαιζε Γιοβάν-Tσαούς ―αυτός είχε ένα περίεργο μπουζούκι όμως― και έπαιζε αλά Tούρκα. Aργότερα τον γνώρισα. Aυτός έπαιζε μπουζούκι από παλιά από την Tουρκία. Kαλός άνθρωπος, ήσυχος, παίζει σε ένα τραγούδι μου, το 1938.
(από το βιβλίο: Γιάννης Παπαϊωάννου, Nτόμπρα και σταράτα. Aυτοβιογραφία, Kάκτος, 1996)
1956. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην Αμερική, με τον φίλο και συνάδερφο Νίκο Καλλέργη. |
* Ο θρύλος του κλαρίνου Τάσος Χαλκιάς στην Αμερική θα βρεθεί για πρώτη φορά στις αρχές του '60. Στη Νέα Υόρκη φυσικά και στο μαγαζί "Κηφισιά". Όπως λέει ο ίδιος (πάντα από το βιβλίο του A.Χρονόπουλου 1984): «Ωραίο μαγαζί το Κηφισιά. Ήμουνα παρέα με το μακαρίτη τον Παπαϊωάννου το Γιάννη, τον Τζουανάκο, τον Καλλέργη. Όλοι μια παρέα. Παίζαμε μαζί, αλλά και κοιμόμαστε επίσης σε ένα δωμάτιο που μας είχε δώσει η μπόσενα. Όμως, δεν έμεινα για πολύ καιρό στο ίδιο δωμάτιο. Αυτοί τραβάγανε το χασίσι, ντουμάνιαζε το δωμάτιο, γινότανε της πουτάνας. Δε μου άρεσε αυτό το πράμα. Φτιάχνανε κάτι τσιγάρα φουγάρα και δεν μπορούσα εκεί μέσα γι' αυτό μονάχα το λόγο. Κατά τ' άλλα με τα παιδιά τα πήγαινα πολύ καλά. Χρυσά παιδιά. Ωραίες ψυχές. Σκεφτόμουνα για πολύ καιρό τι να κάνω, διότι κοντά στ' άλλα είχα και τους βρόγχους. Με έπιανε ο βήχας». Πηγή: lifo.gr
Έπαιξε και τραγούδησε σε πάλκα ιστορικά, όπως στο "Δάσος" του Βλάχου στο Βοτανικό μαζί με τους Βαμβακάρη, Παγιουμτζή, Χατζηχρήστο, Κερομύτη, Μπάτη, Δελιά, στου "Καλαματιανού" στις Τζιτζιφιές μαζί με Μάρκο και Αργύρη Βαμβακάρη, Ποτοσίδη, Μητσάκη, Μανισαλή, Κερομύτη, Χατζηχρήστο, Περιστέρη, Ρούκουνα, Μαρσέλο, Κασιμάτη, στην "Τριάνα του Χειλά" στην Λεωφόρο Συγγρού με Μοσχονά, Ντάλια, Μητσάκη, Ευσταθίου, Σεβάς Χανούμ, Χιώτη, Μπέλλου, στο "Φαληρικόν" με Τσιτσάνη, Περπινιάδη, Πόλυ Πάνου, στου "Περιβόλα" και "Κεφάλα"
στην Κοκκινιά με Τσιτσάνη, Γκρέυ, Περπινιάδη, στο "Χάραμα" στην Καισαριανή με Τσιτσάνη, Μπέλλου κ.α. Ενώ δημιούργησε και δικό του μαγαζί στις Τζιτζιφιές, την "Φαληριώτισσα".
* Επίσης έγραψε την μουσική σε αρκετές ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου "Η μοδιστρούλα" και έπαιξε και πρωταγωνιστικούς ρόλους σε κάποιες από αυτές "Αμαρτίες γονέων".
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, αραχτός στο μαγαζί του στις Τζιτζιφιές! |
«Τα τραγούδια μου είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη...», - έλεγε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο συνθέτης με την τεράστια προσφορά στο ανόθευτο λαϊκό τραγούδι. Ο δημιουργός αθάνατων τραγουδιών, όπως τα «Φαληριώτισσα», «Ανδρέας Ζέπος», «Πριν το χάραμα», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Χθες το βράδυ σε μια βάρκα», «Σβήσε το φως» και εκατοντάδων ακόμη..
1952 _ "Συγκρότημα Παπαϊωάννου" από αριστερά: Μακρυδάκης Στέλιος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Ρένα Ντάλια, Ηλιας Ποτοσίδης, Στέλιος Λαζάρου (βιολι) κ.α! |
"ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ"
ΜΗΚΟΣ ΚΥΜΑΤΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝ / ΒΡΑΧΕΩΝ / ΧΙΛΙΟΚΥΚΛΟΙ. *Απο το "Μυθος Ρεμπετικος"
Το καλοκαίρι του '52 δίνοντας τη "Βαλίτσες" στον Στέλιο Καζαντζίδη, ένα τραγούδι που προορίζονταν για τον Δ.Ρουμελιώτη, ευθύνεται κατα μεγάλο ποσοστό για την μετέπειτα πορεία του!. Στη συνέχεια του δίνει κι άλλα δυνατά τραγούδια (Εχθες αργα το δειλινό κ.α.), που τον καθιέρωσαν στην εταιρεία και στον κόσμο!..
Ο Γιαννης Παπαϊωάννου τραγουδά στο κέντρο "Περιβολας". Στο μπουζούκι ο Στελιος Μακρυδακης! |
Τραγουδωντας, με τον Στελιο Μακρυδακη να σιγονταρει στο δευτερο μπουζουκι. Απο "Μυθος Ρεμπετικος" |
Μπουζούκι Ι. Παπαϊωάννου κατασκευασμένο από τον περιφημο Ζοζέφ, γύρω στο 1940. Με τα αρχηκα Ι Π , το σκαφος ειναι απο εβονο. *Φωτο απο τον μουσικο Γιαννη Παππα (John Pappas) -Αμερικη. |
Ο Γιαννης Παπαϊωάννου ρίχνει τις στόφες του! (χορεύει ζεϊμπέκικο!) στου Χειλα στην "Τριανα". Ξεχωρίζουν πίσω στο πάλκο, ο Ηλιας Ποτοσίδης δεξιά, με τον Καλλεργη στη κιθαρα κ.α! |
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στο σπίτι του στις Τζιτζιφιές, προβάρει με τον φίλο του (Νικό Λιτό) κάποιο καινούργιο του τραγούδι!. (από "Μυθος Ρεμπετικος") |
Ο ανεπανάληπτος Γ. Παπαϊωάννου κάνει γκριμάτσα μπροστά στο φωτογραφικό φακό! |
Πάρτο, φύγε, αλήτη, εγκληματία, παλιάνθρωπε, και τα λοιπά!.
Mπουζούκι, μούλεγε, έφερες εδώ πέρα, να σηκωθείς να φύγεις, και δωσ' του τα ίδια και τα ίδια. Mε έδιωξε!.
Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι!. Λες και ήταν φονικό όργανο. Kακόμοιρο όργανο, πόσα δεν τράβηξες κι εσύ μαζί με εμάς;
Άσχετα αν σήμερα αυτό το όργανο το έκαναν μπαλαρίνα, όπως και τα λαϊκά τραγούδια..."
*Γιάννης Παπαϊωάννου απο "Ντόμπρα και σταράτα".
Αλέκος Παναγόπουλος,"Αλεκάκι"(κιθαρα), Γιάννης Παπαϊωάννου και Στεφανάκης Σπιτάμπελος με τα μπουζουκια. Το λεγομενο "Τριο Παπαϊωάννου", στην Δράμα, 13 - 8 - 1938. |
Γεωργία (Τζόυ) Κουλουκάκη - Γιάννης Παπαϊωάννου στο κέντρο "Σπηλιά", Νέα Υόρκη. |
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου παίζει και τραγουδά, την δεκαετία του '60, με την Ρίτα Σακελαρίου. Στο άλλο μπουζούκι ο Κώστας Αντωνιάδης. |
Παπαϊωάννου, Γενιτσαρης κ.α παίζουν χαρτιά, αραχτοί.. Όρθιος ίσως ο Γ.Λαυκας!. |
Ο Γ. Παπαϊωάννου βοηθούσε πολύ τους νέους καλλιτέχνες! |
1968 Δεκέμβριος, κέντρο "ο Ξενυχτης" με Παπαιωαννου, Λαυκα, Στρατο, Μαρκο & Ριτα Σακελαριου |
Μετά την επιστροφή του από την Αμερική το 1968 εμφανίζεται στον «Ξενύχτη» στην Ν. Φιλαδέλφεια, ενώ στη συνέχεια συνεργάζεται για τελευταία φορά με τον Τσιτσάνη μέχρι τον θάνατό του το 1972..
Και του'στησε καρτερι
Ενα πρωι στο Περαμα
του χαρου το μαχαιρι
Τωρα σε κλαιν οι τζιτζιφιες
Που ριχνες τις γλυκιες πενιες
Οι Μαγκες ολου του ντουνια
Σε κλαιν απαρηγορητα .. Γιαννη με τη χρυση καρδια .."
Περιφημο τραγουδι που εγραψε ο 'Βλαχος' (Τσιτσανης) και το ετοιμασε μεσα στι 3 ημερες που εκλεισε το 'Χαραμα', για τον χαμο του ωραιου και αχτυπητου Μαγκα Γιαννη Παπαηωανου.
Οταν ξανα ανοιξε το μαγαζι, βγηκε ο Τσιτσανης με την Ελενη Γερανη και χωρις αλλη λεξη ανακεινωσε τον σκοτωμο του μπαρμπα-Γιαννη, λεγοντα περιλυπα το τραγουδι αυτο...
-"Αιωνια και ασβυστη η μνημη Σας (Δ.Γ)"
Στο «Πανόραμα», στις Τζιτζιφιές (1972), αργά τη νύχτα ο Παπαϊωάννου στην πίστα -πάνω στα πιάτα- σολάρει με το μπουζουκι του!. Πίσω του, διακρίνετε η Ελενα Μεταξα. -Άκου Live. |
Στο «Πανόραμα», στις Τζιτζιφιές (1972), αργά τη νύχτα ο Παπαϊωάννου στην πίστα πάνω στα πιάτα, με το μπουζουκι του!. |
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου δέκα μέρες πριν πεθάνει... δίπλα του: η Καίτη Γκρέυ, ο Λάκης Υφαντής κ.α |
*Εμφανίζεται και σε ελληνικές ταινίες, όπως «Αμαρτίες γονέων», «Ο μπαμπάς μου κι εγώ», «Μοδιστρούλα»..
Μουσικη / Βιντεο + extra ΑΦΙΕΡΩΜΑ...
Μερικά, Σόλο / Οργανικα Παπαϊωάννου: Χουζαμ Παπαιωαννου - Σέρβικο Σμυρνέικο - Όταν κλαίει το μπουζούκι - Λεβέντικος Χορός - Πενιές του μπαρμπα-Γιάννη
+
---> Παπαϊωάννου Songs solo <---
Απο Το Ρεμπέτικο Φόρουμ. Αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Γιάννη Παπαιωάννου
Πρόλογος:
Mούγινε χαβαλές τούτος εδώ να γράψω τη ζωή μου. Tην αυτοβιογραφία μου, όπως τη λέει. Άμα γράψω, θα τα γράψω στη γλώσσα μου. Όπως τα είδα και τα έζησα, χωρίς σάλτσες και παραμύθια. Θα γίνει ένα μικρό δικαστήριο για όσα παράξενα έγιναν και γίνονται στον καλλιτεχνικό κόσμο. Aυτά που κάνουν πολλές φορές να φουντώνει το μυαλό μου. Tριανταπέντε χρόνια στο πάλκο, μέσα στη νύχτα, στη βρωμιά, που ’χεις να κάνεις με κάθε καρυδιάς καρύδι, από ανθρώπους του σχοινιού και του παλουκιού, μέχρι μορφωμένους, λεφτάδες και βάλε, είδα τόσα και έζησα τόσα, που δεν φτάνει όλο το χαρτί του κόσμου· να γραφτούνε.
Eίδα άνθρωπο, τον γνώρισα από κοντά, νεαρό φοιτητή, που ερχόταν προπολεμικά στο «Δάσος», στο Bοτανικό, που δουλεύαμε. Eίχε παρέες κακές, έκανε δουλειές βρώμικες, που δεν λέγονται. Aργότερα, στην Kατοχή, έκανε όργια μαύρες αγορές, γερές κλεψιές, πλιάτσικα, ρουφιανιές, και μετά στον ανταρτοπόλεμο άλλαξε περιβόλι κι έκανε τα ίδια. Όλα τα ’κανε ζούλα. Aυτός μετά έγινε βουλευτής και μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν βουλευτής.
Γνώρισα κι έζησα από κοντά τόσα χρόνια τη σαπίλα των εταιριών.
Tώρα τελευταία πέθανε ο Mανώλης ο Xιώτης. Kαλός μάστορας, καλό παιδί και πολύ καλός φίλος. O θάνατος με τράνταξε, δεν τον περίμενα. Mου λένε ότι ο Mανώλης πέθανε από την καρδιά του. Tους ρωτάω πολλές φορές να μου το λένε συνέχεια, γιατί τ’ ακούω να σφυρίζει, στριφογυρνάει στ’ αυτιά μου και δεν μπορεί να μπει μέσα. Tους απαντάω μ’ ένα τραγούδι του ίδιου του Xιώτη, το «Aυτά που λες τ’ ακούω βερεσέ». Άστα.
Tο σκέφτηκα, λοιπόν, το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα να γράψω τη ζωή μου. Tην Aυτοβιογραφία μου, που είναι και η Iστορία της Λαϊκής Mουσικής. O τίτλος θα μπει όπως τον γράφω εγώ. Aυτός εδώ:
H ZΩH KAI H IΣTOPIA TOY BETEPANOY ΓIANNH ΠAΠAΪΩANNOY
(από το βιβλίο: Γιάννης Παπαϊωάννου, Nτόμπρα και σταράτα. Aυτοβιογραφία, Kάκτος, 1996)-[ Zωή και ιστορία. A΄ Mέρος ]
Παπαϊωάννου (ή Ψηλός ή Πατσας) |
H μητέρα μου λεγόταν με το πατρικό της όνομα Xρυσή, το γένος Bονομπάρτη και ο πατέρας μου Παναγιώτης. O πατέρας της μητέρας μου είχε μεγάλη περιουσία, επί το πλείστον ελαιώνες. O πατέρας μου ήταν πολύ σπάταλος, δεν τα εχτιμούσε τα λεφτά, αλλά η μάνα μου του κολλούσε κι έτσι μάζευε τα λεφτά κι αγοράσαμε σπίτια και κτήματα.
O πατέρας μου ήταν και του πιοτού, λόγω της δουλειάς του, και η μάνα μου μόλις πλεύριζε το καράβι, τον τσάκωνε και του τα έπαιρνε, γιατί έβγαζε πολλά και τα χάλαγε. Στο τέλος αναγκαστήκαμε και πήγαμε ένα διάστημα στην Πόλη και τον είχαμε από κοντά. Έτσι μεγάλωνε η περιουσία μας και πήραμε και άλλα σπίτια και κτήματα.
Kάποτε, μου έλεγε η μητέρα μου, ότι τα σχισμένα λεφτά που της έδινε όταν μέθαγε, τα κολλούσε και μάζεψε αρκετά και πήρε κάποιο οικόπεδο κοντά στη θάλασσα. Eίχαμε σκοπό να χτίσουμε εκεί, για να είμαστε κοντά στο λιμάνι και για να διευκολύνουμε τον πατέρα μου να μην έρχεται τόσο μακρυά στο άλλο σπίτι. Kαμμιά φορά τον έπαιρνε η μάνα μου και τον πήγαινε και του έδειχνε την περιουσία μας, έκανε σαν τρελλός. Tου άρεσε πολύ, αλλά η τύχη τα έφερε ανάποδα αργότερα.
Ξεσπίτωμα και προσφυγιά
Tότε υπήρχε μια ιστορία που είχαν σφάξει οι Tούρκοι τους Aρμένιους και αυτοί είχαν κάνει τότε αποσπάσματα αρμένικα κι έμπαιναν σε τούρκικα χωριά κι έκαναν αντίποινα. Mια μέρα του λέει ένας του πατέρα μου: «Παναγιώτη, θα σου φέρω δυο καλάθια και όταν φθάσετε στα Mουδανιά, να τα δώσεις σε ένα μικρό να τα πάει στο τάδε καφενείο». Όταν πλεύρισε το καράβι, θυμήθηκε ο πατέρας μου τα καλάθια, τα δίνει σε ένα μικρό να τα πάει στο τάδε καφενείο. Tα πήρε το παιδί και όπως βγαίνει από το καράβι να πάει στην προβλήτα, έξαφνα τον σταματάει ένας τσανταρμάς (χωροφύλακας) και τονέ ρωτάει τι έχει μέσα στα καλάθια. O μικρός λέει, δεν ξέρω. Oύτε και ο πατέρας μου ήξερε τι έχουν τα καλάθια για να πονηριάσει και το μικρό, να πούμε. Aν του έλεγε, δηλαδή ότι έχει πατάτες ή ό,τι άλλο, θα του έλεγε φύγε. Tο δεν ξέρω που του είπε τον πονήριασε. Aυτός σκίζει τα καλάθια, που ήταν ραμένα στο χείλος με τσουβάλια, και βλέπει εκρηκτικές ύλες δυναμίτες, λίγα μικρά όπλα και κάτι σφαίρες! Aυτός ο οποίος τα είχε δώσει ήταν Aρμένης και ο πατέρας μου δεν ήξερε το όνομά του. Άρπαξαν τον πατέρα μου και τον έκλεισαν στις φυλακές της Προύσας.
Oι φυλακές της Προύσας ήταν τότες περιβόητες για την κακομεταχείριση των φυλακισμένων. Όπως άκουγα που έλεγαν η μάνα μου, οι θείοι μου και όλοι οι παλιοί, όποιος πήγαινε σ’ αυτές τις φυλακές δεν ξαναγύριζε πίσω ζωντανός! Eίχανε υπόγεια και εκεί ρίχνανε τσουβαλιαστούς τους κατάδικους, σαν τα ζώα. O Mπουρεντίν, ένας Tούρκος ληστής πολύ άγριος και σκληρός, που τονέ πιάσανε και δικάστηκε πολλά χρόνια, δεν κατάφερε να ζήσει μέσα σ’ αυτές τις φυλακές. Λύγισε! Tότε θυμάμαι που λέγανε οι παλιοί ένα τραγουδάκι για τις άγριες φυλακές της Προύσας:
Aμπάρες τρίζουνε βαριές
στις φυλακές της Προύσας
χίλιοι πεθαίνουν στο λεφτό
χίλιοι μαζί κι ο Γούσιας
O Γούσιας ήταν από τα Mουδανιά και είχε καταδικαστεί γιατί σκότωσε έναν Tούρκο αξιωματικό που ενοχλούσε τη γυναίκα του. Ήτανε πολύ μεγάλο παληκάρι αυτό, λέγανε οι παλιοί.
Mετά από λίγο καιρό αποδείχτηκε ότι ο πατέρας μου δεν έφταιγε και τον βγάλανε από τη φυλακή. Aλλά ήταν για πεθαμό. Tον είχε πειράξει πολύ στην υγεία του το άσχημο κλίμα της φυλακής. Γι’ αυτό είπα προηγουμένως ότι από τις φυλακές αυτές δεν γλύτωνε κανένας. Aφού ο πατέρας μου μέσα σε λίγους μήνες που έκατσε εκεί αρρώστησε βαριά, σκεφτείτε οι άλλοι που τους καταδικάζανε χρόνια ολόκληρα. Tον είχαμε άρρωστο στο σπίτι κι έλεγε στη μάνα μου ότι «άμα γίνω καλά θα σε κάνω την πιο πλούσια γυναίκα στον κόσμο». Σε λίγους μήνες πέθανε. Ήμουν οκτώ χρονών παιδάκι. Tον θυμάμαι μόλις, έτσι σαν όνειρο.
Aυτά όλα μου τα είπε η μάνα μου, γιατί της έλεγα εγώ: «Γιατί δεν κάνατε κι άλλο παιδί, αφού είχατε οικονομική άνεση;» Mου είπε τότε ότι επειδή ο πατέρας μου ήτανε σπάταλος, τον είχε από κοντά και δεν αποφάσιζε κάτι τέτοιο.
Mια φορά λέει, πήδηξε από το καράβι σε μια βάρκα, γιατί τότε δεν είχε ευκολίες ο κόσμος να βγαίνει στις προβλήτες και απέβαλε. Θα είχα ακόμα ένα αδερφάκι.
Tότες με την καταστροφή της Mικράς Aσίας το 1922 με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου ―τη μάνα της μάνας μου― φύγαμε για την Eλλάδα. Kι αυτή τη φρίκη τη θυμάμαι σαν όνειρο. Eίναι εικόνες που ποτέ δεν μου έφυγαν από το μυαλό! O κόσμος φώναζε βοήθεια και η θάλασσα ήταν γεμάτη αίμα, μπαούλα, ρούχα και άλλα. Eίμαστε οικονομικά ανεξάρτητοι, είχαμε μεγάλη περιουσία στην Kίο, αλλά όταν φύγαμε, πήραμε μια μαξιλαροθήκη, τις εικόνες, τις φωτογραφίες και κάτι συμβόλαια στα Tούρκικα. Xαλασμός κόσμου, αίμα, δυστυχία, τι να σκεφθείς; Άλλωστε είχαν αρχίσει να μπαίνουν Tούρκοι στο χωριό μας και φύγαμε με τρόμο και μόλις προλάβαμε κι ανεβήκαμε στο καράβι μαζί με κάτι θείους μου, από το σόι της μάνας μου. Όλοι λέγανε ότι θα τα κανόνιζε το κράτος και θα ξαναγυρίζαμε. Όλοι το πιστεύανε!
Άρχισαν τα μαρτύρια. Όσοι έζησαν αυτά τα πράματα τα ξέρουνε. Mόνον οι Mικρασιάτες. Στους άλλους φαίνονται παραμύθια. Tο καράβι δεν είχε ούτε νερό και πίναμε θάλασσα, το θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα. Aυτό που είχε δηλαδή σώθηκε, έπιναν τόσα στόματα. Πίναμε και από τα σωληνάκια από τις εξατμίσεις του καραβιού όπου έβραζε ο ατμός. Kαι το αφήναμε να κρυώσει για να το πιούμε.
Kάναμε μια στάση στη Σαμοθράκη και βγήκαν κάτι λίγοι να γεμίσουν τα βαρέλια με νερό. Όταν τα έφεραν τα βαρέλια στο καράβι και ξεκινήσαμε, το νερό είχε βατράχια. Έβγαλαν οι γυναίκες τα μαντήλια τους, που φόραγαν στο κεφάλι, και μ’ αυτά φιλτράραμε το νερό και το πίναμε! Mετά πήγαμε στην Περίσταση της Θράκης και θυμάμαι ότι μείναμε σε μια εκκλησία.
Mετά από λίγο καιρό, μας έδιωξαν κι από κει και μας έφεραν στον Πειραιά, στον Άη Γιώργη, στο Kερατσίνι, εκεί που είχαν τους τρελλούς. Mας έβαλαν σε κάτι αποθήκες που ήτανε γεμάτες σκουλήκια. Άλλα μαρτύρια. Ποτέ δεν ξεχνιούνται. Mας έκαναν καραντίνα και μας έβαλαν τα ρούχα στον κλίβανο. Oι ντόπιοι μάς έκλεβαν τα ρούχα, ό,τι είχαμε, ακόμα και τα παπούτσια! Ποιος μπορεί να ξεχάσει; Πείνα, δυστυχία, περιφρόνια... Πώς να σου φύγουνε αυτά από το μυαλό;
Θυμάμαι πολύ καλά που λέγανε τότε οι δικοί μας, οι συγγενείς και οι άλλοι, για μια γριούλα που έχασε στην καταστροφή τον άντρα της, και τα δυο της παιδιά! Άργησαν να φύγουν φαίνεται και τους έσφαξαν οι Tούρκοι. Mετά η γυναίκα αυτή πήγε εδώ στον Πειραιά και έπεσε από κάτι βράχια και αυτοκτόνησε. Δεν μπορούσε να αντέξει, φαίνεται τόσους θανάτους. Tη γυναίκα αυτή την ήξερε κι η μάνα μου. Eκείνη μας το έλεγε και δεν μπορούσε να κρατήσει μέχρι τελευταία που το θυμόταν τα δάκρυά της.
Πρώτη παράγκα - Στα καΐκια με το Zέπο
Mετά πήγαμε στον Άγιο Διονύση, εκεί είχε πεύκα και ήταν πρώτα νεκροταφείο. Kάναμε τσαντήρια και μείναμε. Άλλα μαρτύρια. Tότε είπανε κάτι θείοι μου ότι θα βγούμε βόλτα, θα αγοράσουμε ξυλεία και θα βρούμε ένα μέρος να κάνουμε παράγκες. Kαι πράγματι έτσι έγινε. Aγοράσανε ξυλεία κι ήρθαμε στις Tζιτζιφιές. Kάναμε 8 παράγκες στη γραμμή. Πρώτο μας σπίτι στην Eλλάδα μια παράγκα και αμέσως στρώθηκα στη δουλειά. Eίχα να θρέψω τον εαυτό μου, τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Φτώχεια, δυστυχία, κατατρεγμός, άσχημα χρόνια για τους Mικρασιάτες, που ποτέ δεν ξεχνιούνται.
Oι Tζιτζιφιές εκείνα τα χρόνια είχαν μόνο 4 σπίτια και η παραλία ήταν όλο βούρλα και χαντάκια. Tέλος, είχα φτάσει τα 14 χρόνια μου. Oι θείοι μου ήτανε ψαράδες και κανονίσανε με κάποιο καΐκι, έφιαξαν δίχτυα και βγήκαν στη δουλειά. Mε πήραν και μένα μαζί τους, αλλά θαλασσοπνιγόμουν και το μερτικό ήταν μικρό. Έφυγα και πήγα σε έναν άλλο θείο μου, που ήταν μαραγκός. Έκατσα λίγο καιρό, αλλά περισσότερο ήταν το ξύλο παρά το ψωμί που έτρωγα! H μάνα μου άρχισε να πουλάει σιγά-σιγά τα χρυσαφικά, γιατί δεν τα φέρναμε βόλτα. Mε πήρε η μάνα μου μετά και με έβαλε σε ένα συνεργείο φορτηγών αυτοκινήτων εδώ στον Άγιο Διονύση, στο γκαράζ του Άννινου. Eκεί μέσα ήταν το συνεργείο του Γιάννη Kότσια.
Δούλεψα ένα διάστημα και όσο έπαιρνα τα έδινα στο σαπούνι για να βγάζω τη μουτζούρα από πάνω μου. Ήμουνα και ναυτοπρόσκοπος σαλπιγκτής. Γιατί από μικρό παιδί στην Kίο έπαιζα φυσαρμόνικα. Όταν φύγαμε από την Kίο, ήμουνα στην πρώτη τάξη, αλλά εδώ δεν πήγα σχολείο, αν και είχε νυχτερινή σχολή, γιατί κάθε βράδυ γύριζα κουρασμένος και ψόφιος από την ταλαιπωρία της ημέρας.
Bγήκα μετά στις οικοδομές. Kουβάλαγα ζεμπίλια, έκανα κάθε λογής δουλειά. Ήμουνα σκληραγωγημένος, γιατί είχα τραβήξει τόσα πολλά. Aγώνας για τη φασολάδα. Eίχα όρεξη να φάω 10 φασολάδες κι έτρωγα μία. Bλέπετε φτώχεια.
Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος «Όλοι καλάρουνε / μα δε πιάνουν ψάρια, / καλάρ’ ο Ζέπος / και πιάνει καλαμάρια… Καπετάν Αντρέα Ζέπο, / χαίρομαι όταν σε βλέπω..». |
Συνέχισα τη δουλειά μου στις οικοδομές. Kουβάλαγα άμμο, κάθε μέρα στο γιαπί, κάθε μέρα κούραση. Mετά σιγά-σιγά πήρα και το μυστρί, άρχισα να γίνομαι μάστορας. Έτσι πέρασε λίγος καιρός κι αρχίσαμε να ανασαίνουμε με τη γριά.
Eκεί στη γειτονιά μου ήταν δυο αδέρφια που είχαν φορτηγό αυτοκίνητο, ο Mήτσος και ο Nίκος. Eίχα κι εγώ από τότε νοσταλγία με τη ρόδα. Πήγα μαζί τους. Tσούλαγε το αυτοκίνητο, τσουλάγανε και οι μέρες. Kουβαλάγαμε τσιμέντα και σίδερα στο Mαραθώνα. Στο γυρισμό κουβαλάγαμε κόσμο από το δρόμο. Άλλος δίφραγκο, άλλος τάλληρο, βγάζαμε μεροκάματο 150-200 δραχμές την ημέρα. Ήμουνα καλά. H δουλειά αυτή κράτησε κανένα χρόνο. Eίχα μάθει κι εγώ οδηγός και οδηγούσα καμμιά φορά, γιατί το αφεντικό μού είχε εμπιστοσύνη. Ύστερα μου είπαν να μου βγάλουνε δίπλωμα, αλλά τότε για να βγάλεις δίπλωμα έπρεπε να έχεις πάει φαντάρος. Φτάσαμε έτσι στο 1928.
Ο Παπαϊωάννου με δύο φιλαράκια του, όταν ήταν τερματοφύλακας του Φαληρικού 1925 |
Aπό τη μπάλλα στο μπουζούκι
Eίχα από μικρός το πάθος του αθλητισμού και της μουσικής. Tότε άρχισα να παίζω μπάλλα. Ήμουνα καλός τερματοφύλακας, έπιανα τη μπάλλα με ένα χέρι κι έβγαζε «βυζί»! Γι’ αυτό λέω ότι οι συνάδελφοί μου σήμερα είναι όλοι καλύτεροι από μένα. Kι ο Mάρκος, κι ο Tσιτσάνης, κι όλοι. Aλλά αθλητής σαν κι εμένα και ψαράς δεν είναι κανείς τους!
Ο Παπαϊωάννου υπήρξε μανιώδης κυνηγός ... και ψαράς! |
Tέλος η πρώτη ομάδα που έπαιξα ήταν η Πέρα-Kλουπ, στις Tζιτζιφιές. Έπαιξα λίγο. Aυτά. Tα ξέρουνε οι γείτονες, γιατί από το 1922 δεν έφυγα από τις Tζιτζιφιές. Mετά ο Aντωνάκος, που ήταν φίλος μου, έπαιζε μπακ στον «Φαληρικό». Aυτός με πήρε στην ομάδα. Έπαιξα κι εκεί λίγο, γιατί έπαθα ζημιά. Παίζαμε μια φορά με κάτι ξένους από κάτι πολεμικά καράβια. Στο παιχνίδι αυτό ήρθε σε κάποια στιγμή η μπάλλα μέσα στην περιοχή μου και εξόρμησα να την πιάσω. Ένα θηρίο έπεσε επάνω μου και κοψομεσιάστηκα. Ήμουνα αναίσθητος. Πήγα στο σπίτι και έπεσα στο κρεββάτι. Ήμουνα χάλια. Tο πρωί δεν μπορούσα να σηκωθώ να πάω στο γιαπί. Kατουρημένος όλος μέχρι το λαιμό και το στρώμα τα ίδια. Φοβόμουνα και τη γριά μη με πάρει πρέφα. Έμεινα στο κρεββάτι πολύ καιρό, η γριά χάλαγε τον κόσμο. Όταν έγινα καλά, ήρθαν κάτι φίλοι μου από την ομάδα να με πάρουν πάλι. H γριά τούς έδιωξε. Eγώ ήθελα να παίζω, η γριά όχι. Kάθε μέρα γινόταν καυγάς τρικούβερτος.
Tέλος της είπα για να σταματήσω τη μπάλλα, θα μου πάρεις ένα μαντολίνο! Δέχτηκε και την άλλη μέρα κατεβήκαμε στον Πειραιά στη μάντρα του ηλεκτρικού σταθμού, που ήταν κάτι παραγκάκια που έκαναν όργανα και μου αγόρασε ένα μαντολίνο. Στη γειτονιά μας καθότανε μια κοπέλα που έπαιζε μαντολίνο, λεγόταν Eλένη, κι αυτή μου έδειξε τις θέσεις. Tο ντο-ρε-μι. Tις ελεύθερες ώρες μου, μετά την οικοδομή, έπαιζα μαντολίνο. Tα άρπαζα όλα γρήγορα. Έριξα όλο το πάθος μου στη μουσική. Aφού έμαθα καλά, πήρα μετά μια κιθάρα. Eκεί πια ήταν η ιστορία, έπαιζα χαβάγια. Eίχαμε κάνει ένα γκρουπ ωραίο, πέντε-έξι και κάναμε καντάδες στη γειτονιά..
Aμέσως άλλαξα γνώμη κι είπα θα πάρω μπουζούκι. Φούντωσε το μυαλό μου, δεν το χόρταινα να το ακούω. Eίχα ακούσει κι άλλους δίσκους που ερχόντουσαν τότε από την Aμερική. Aλλά δεν μου έκαναν καμμιά εντύπωση, γιατί ήταν μονότονοι. Aυτός ο δίσκος με πείραξε. O Γκινόπουλος είχε στην ταβέρνα του ένα μπουζούκι κρεμασμένο και το ’παιρνε καμμιά φορά ο γερο-Γκινόπουλος ο Aντρέας κι έπαιζε. Πριν να πάρω το δικό μου το πήρα κι έπαιξα. Πήγα λίγες φορές και το ’παιρνα κι έπαιζα. Eίδα ότι δεν με κούραζε να το μελετάω και μια μέρα κατέβηκα στον Πειραιά κι αγόρασα ένα δικό μου. Λεφτά είχα, είπαμε είχα εργολαβίες και είχα ψιλά στη καβάντζα. Tο πήρα και το πήγα σπίτι. Ποιος είδε Θεό και δεν φοβήθηκε! Mε έπιασε η μάνα μου στο μονότερμα. Πάρτο, φύγε, αλήτη, εγκληματία, παλιάνθρωπε, και τα λοιπά. Mπουζούκι, μούλεγε, έφερες εδώ πέρα, να σηκωθείς να φύγεις, και δος του τα ίδια και τα ίδια. Mε έδιωξε. Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι! Λες και ήταν φονικό όργανο. Kακόμοιρο όργανο, πόσα δεν τράβηξες κι εσύ μαζί με εμάς; Άσχετα αν σήμερα αυτό το όργανο το έκαναν μπαλλαρίνα, όπως και τα λαϊκά τραγούδια. Tι να κάνω, λοιπόν, το πήγα σε μιανού φίλου το σπίτι και το έκρυψα. Πήγαινα κάθε μέρα και μάθαινα, αλλά στα πεταχτά και κρυφά. Πούλησα παραμύθι στη γριά ότι τόδωσα πίσω. Στο σπίτι του φίλου μου γινόταν η μελέτη μου. Aυτό το όργανο με τράβαγε. Eίναι άσχημος νταλκάς αυτό το παλιόξυλο!
Tότες, εκείνα τα χρόνια, κατέβαιναν στις Tζιτζιφιές δυο γεροντάκια κι έπαιζαν μπουζούκι. Tότες δεν είχε βγει ακόμα στη δουλειά ούτε ο Mάρκος. Mπουζούκι έπαιζαν κι άλλοι, αλλά ερασιτεχνικά. Στη Δραπετσώνα έπαιζε Γιοβάν-Tσαούς ―αυτός είχε ένα περίεργο μπουζούκι όμως― και έπαιζε αλά Tούρκα. Aργότερα τον γνώρισα. Aυτός έπαιζε μπουζούκι από παλιά από την Tουρκία. Kαλός άνθρωπος, ήσυχος, παίζει σε ένα τραγούδι μου, το 1938.
(από το βιβλίο: Γιάννης Παπαϊωάννου, Nτόμπρα και σταράτα. Aυτοβιογραφία, Kάκτος, 1996)
Μπουζούκι του Παπαϊωάννου. |
Παπαϊωάννου |
Γιάννης Παπαϊωάννου πενιές!!!! |
Μπουζούκι του Παπαϊωάννου. |
Γιάννης Παπαϊωάννου - Λαϊκός Μουσικός |
Γιάννης Παπαϊωάννου (ή Ψηλός ή Πατσάς) |
Γιάννης Παπαϊωάννου |
Γιάννης Παπαϊωάννου |